1[] Μετα δε δυο ημερας ητο το πασχα και τα αζυμα. Και εζητουν οι αρχιερεις και οι γραμματεις πως να συλλαβωσιν αυτον με δολον και να θανατωσωσιν.
1ויהי יומים לפני חג הפסח והמצות ויבקשו הכהנים הגדולים והסופרים איך יתפשהו בערמה להמיתו׃
2Ελεγον δε, Μη εν τη εορτη, μηποτε γεινη θορυβος του λαου.
2ויאמרו אך לא בחג פן תהיה מהומה בעם׃
3Και ενω αυτος ητο εν Βηθανια εν τη οικια Σιμωνος του λεπρου, και εκαθητο εις την τραπεζαν, ηλθε γυνη εχουσα αλαβαστρον μυρου ναρδου καθαρας πολυτιμου, και συντριψασα το αλαβαστρον, εχυσε το μυρον επι της κεφαλης αυτου.
3ויהי בהיותו בבית היני בית שמעון המצרע ויסב אל השלחן ותבא אשה ובידה פך שמן נרד זך ויקר מאד ותשבר את הפך ותצק על ראשו׃
4Ησαν δε τινες αγανακτουντες καθ' εαυτους και λεγοντες· Δια τι εγεινεν η απωλεια αυτη του μυρου;
4ויש אשר מתרעמים איש אל רעהו לאמר על מה היה אבוד השמן הזה׃
5διοτι ηδυνατο τουτο να πωληθη υπερ τριακοσια δηναρια και να δοθωσιν εις τους πτωχους· και ωργιζοντο κατ' αυτης.
5כי ראוי היה זה להמכר ביותר משלש מאות דינר ולתתו לעניים ויגערו בה׃
6Αλλ' ο Ιησους ειπεν· Αφησατε αυτην· δια τι ενοχλειτε αυτην; καλον εργον επραξεν εις εμε.
6ויאמר ישוע הניחו לה למה תגיון נפשה מעשה טוב עשתה עמדי׃
7Διοτι τους πτωχους παντοτε εχετε μεθ' εαυτων, και οταν θελητε, δυνασθε να ευεργετησητε αυτους· εμε ομως παντοτε δεν εχετε.
7כי העניים תמיד עמכם וכשתרצו תוכלו להיטיב להם ואנכי לא אהיה אתכם תמיד׃
8Ο, τι ηδυνατο αυτη επραξε· προελαβε να αλειψη με μυρον το σωμα μου δια τον ενταφιασμον.
8את אשר היה לאל ידה עשתה קדמה למשוח את גופי לחנטו׃
9Αληθως σας λεγω, Οπου αν κηρυχθη το ευαγγελιον τουτο εις ολον τον κοσμον, και εκεινο το οποιον επραξεν αυτη θελει λαληθη εις μνημοσυνον αυτης.
9אמן אמר אני לכם כי באשר תקרא הבשורה הזאת אל כל העולם גם את אשר עשתה היא יספר לזכרון לה׃
10Τοτε ο Ιουδας ο Ισκαριωτης, εις των δωδεκα, υπηγε προς τους αρχιερεις, δια να παραδωση αυτον εις αυτους.
10ויהודה איש קריות אחד משנים העשר הלך אל ראשי הכהנים למסר אותו אליהם׃
11Εκεινοι δε ακουσαντες εχαρησαν και υπεσχεθησαν να δωσωσιν εις αυτον αργυρια· και εζητει πως να παραδωση αυτον εν ευκαιρια.
11והם כשמעם שמחו ויאמרו לתת לו כסף ויבקש תאנה למסרו׃
12[] Και τη πρωτη ημερα των αζυμων, οτε εθυσιαζον το πασχα, λεγουσι προς αυτον οι μαθηται αυτου· Που θελεις να υπαγωμεν και να ετοιμασωμεν δια να φαγης το πασχα;
12ויהי בראשון לחג המצות עת זבח הפסח ויאמרו אליו תלמידיו איפה תחפץ לאכל את הפסח ונלכה ונכין׃
13Και αποστελλει δυο των μαθητων αυτου και λεγει προς αυτους· Υπαγετε εις την πολιν, και θελει σας απαντησει ανθρωπος βασταζων σταμνιον υδατος· ακολουθησατε αυτον,
13וישלח שנים מתלמידיו ויאמר אליהם לכו העירה ויפגע אתכם איש נשא צפחת המים לכו אחריו׃
14και οπου εισελθη, ειπατε προς τον οικοδεσποτην οτι ο Διδασκαλος λεγει· Που ειναι το καταλυμα, οπου θελω φαγει το πασχα μετα των μαθητων μου;
14ובאשר יבוא שמה אמרו לבעל הבית כה אמר הרב איה המלון אשת אכלה שם את הפסח עם תלמידי׃
15Και αυτος θελει σας δειξει ανωγεον μεγα εστρωμενον ετοιμον· εκει ετοιμασατε εις ημας.
15והוא יראה אתכם עליה גדולה מצעה ומוכנה ושם הכינו לנו׃
16Και εξηλθον οι μαθηται αυτου και ηλθον εις την πολιν, και ευρον καθως ειπε προς αυτους, και ητοιμασαν το πασχα.
16ויצאו תלמידיו ויבאו העירה וימצאו כאשר דבר להם ויכינו את הפסח׃
17Και οτε εγεινεν εσπερα, ερχεται μετα των δωδεκα·
17ויהי בערב ויבא עם שנים העשר׃
18και ενω εκαθηντο εις την τραπεζαν και ετρωγον, ειπεν ο Ιησους· Αληθως σας λεγω οτι εις εξ υμων θελει με παραδωσει, οστις τρωγει μετ' εμου.
18ויסבו ויאכלו ויאמר ישוע אמן אמר אני לכם אחד מכם האכל אתי ימסרני׃
19Οι δε ηρχισαν να λυπωνται και να λεγωσι προς αυτον εις εκαστος· Μηπως εγω; και αλλος· Μηπως εγω;
19ויחלו להתעצב ויאמרו אליו זה אחר זה הכי אני הוא׃
20Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους· Εις εκ των δωδεκα, ο εμβαπτων μετ' εμου εις το πινακιον την χειρα.
20ויען ויאמר אליהם אחד משנים העשר הוא הטבל עמי בקערה׃
21Ο μεν Υιος του ανθρωπου υπαγει, καθως ειναι γεγραμμενον περι αυτου· ουαι δε εις τον ανθρωπον εκεινον, δια του οποιου ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται· καλον ητο εις τον ανθρωπον εκεινον, αν δεν ηθελε γεννηθη.
21הן בן האדם הלך ילך כאשר כתוב עליו אבל אוי לאיש ההוא אשר על ידו ימסר בן האדם טוב לאיש ההוא שלא נולד׃
22Και ενω ετρωγον, λαβων ο Ιησους αρτον ευλογησας εκοψε και εδωκεν εις αυτους και ειπε· λαβετε, φαγετε· τουτο ειναι το σωμα μου.
22ויהי באכלם ויקח ישוע לחם ויברך ויבצע ויתן להם ויאמר קחו אכלו זה הוא גופי׃
23Και λαβων το ποτηριον, ευχαριστησε και εδωκεν εις αυτους, και επιον εξ αυτου παντες.
23ויקח את הכוס ויברך ויתן להם וישתו ממנה כלם׃
24Και ειπε προς αυτους· Τουτο ειναι το αιμα μου το της καινης διαθηκης, το περι πολλων εκχυνομενον.
24ויאמר להם זה הוא דמי דם הברית החדשה הנשפך בעד רבים׃
25Αληθως σας λεγω οτι δεν θελω πιει πλεον εκ του γεννηματος της αμπελου εως της ημερας εκεινης, οταν πινω αυτο νεον εν τη βασιλεια του Θεου.
25אמן אמר אני לכם שתה לא אשתה עוד מתנובת הגפן עד היום ההוא אשר אשתה אותה חדשה במלכות האלהים׃
26Και αφου υμνησαν, εξηλθον εις το ορος των ελαιων,
26ואחרי גמרם את ההלל ויצאו אל הר הזיתים׃
27Και λεγει προς αυτους ο Ιησους οτι παντες θελετε σκανδαλισθη εν εμοι την νυκτα ταυτην· διοτι ειναι γεγραμμενον, Θελω παταξει τον ποιμενα και θελουσι διασκορπισθη τα προβατα·
27ויאמר אליהם ישוע אתם כלכם תכשלו בי בלילה הזה כי כתוב אכה את הרעה ותפוצין הצאן׃
28αφου ομως αναστηθω, θελω υπαγει προτερον υμων εις την Γαλιλαιαν.
28ואחרי קומי מן המתים אלך לפניכם הגלילה׃
29Ο δε Πετρος ειπε προς αυτον· Και εαν παντες σκανδαλισθωσιν, εγω ομως ουχι.
29ויאמר אליו פטרוס גם אם כלם יכשלו אני לא אכשל׃
30Και λεγει προς αυτον ο Ιησους· Αληθως σοι λεγω οτι σημερον την νυκτα ταυτην, πριν ο αλεκτωρ φωναξη δις, τρις θελεις με απαρνηθη.
30ויאמר אליו ישוע אמן אמר אני לך כי היום בלילה הזה בטרם יקרא התרנגול פעמים אתה תכחש בי שלש פעמים׃
31Ο δε ετι μαλλον ελεγεν· Εαν γεινη χρεια να συναποθανω μετα σου, δεν θελω σε απαρνηθη. Ωσαυτως δε και παντες ελεγον.
31והוא התחזק ויוסף לדבר ויאמר גם כי יהיה עלי למות אתך כחש לא אכחש בך וכן אמרו גם כלם׃
32[] Και ερχονται εις χωριον ονομαζομενον Γεθσημανη, και λεγει προς τους μαθητας αυτου· Καθησατε εδω, εωσου προσευχηθω·
32ויבאו אל חצר גת שמני שמו ויאמר אל תלמידיו שבו לכם פה עד אשר אתפלל׃
33και παραλαμβανει τον Πετρον και τον Ιακωβον και Ιωαννην μεθ' εαυτου, και ηρχισε να εκθαμβηται και να αδημονη.
33ויקח אתו את פטרוס ואת יעקב ואת יוחנן ויחל להשמים ולמוג׃
34Και λεγει προς αυτους· Περιλυπος ειναι η ψυχη μου εως θανατου· μεινατε εδω και αγρυπνειτε.
34ויאמר אליהם נפשי מרה לי עד מות עמדו פה ושקדו׃
35Και προχωρησας ολιγον, επεσεν επι της γης και προσηυχετο να παρελθη αν ηναι δυνατον απ' αυτου η ωρα εκεινη,
35ויעבר משם מעט והלאה ויפל ארצה ויתפלל אשר אם יוכל היות תעבר נא מעליו השעה הזאת׃
36και ελεγεν· Αββα ο Πατηρ, παντα ειναι δυνατα εις σε· απομακρυνον απ' εμου το ποτηριον τουτο. Ουχι ομως ο, τι θελω εγω, αλλ' ο, τι συ.
36ויאמר אבא אבי הכל תוכל העבר נא מעלי את הכוס הזאת אך לא את אשר אני רוצה כי אם את אשר אתה׃
37Και ερχεται και ευρισκει αυτους κοιμωμενους και λεγει προς τον Πετρον· Σιμων, κοιμασαι; δεν ηδυνηθης μιαν ωραν να αγρυπνησης;
37ויבא וימצאם ישנים ויאמר אל פטרוס שמעון התישן הכי לא יכלת לשקד שעה אחת׃
38αγρυπνειτε και προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον· το μεν πνευμα προθυμον, η δε σαρξ ασθενης.
38שקדו והתפללו פן תבאו לידי נסיון הן הרוח היא חפצה והבשר רפה׃
39Και παλιν υπηγε και προσηυχηθη, ειπων τον αυτον λογον.
39ויסף לסור ויתפלל באמרו עוד הפעם כדברים ההמה׃
40Και επιστρεψας ευρεν αυτους παλιν κοιμωμενους· διοτι οι οφθαλμοι αυτων ησαν βεβαρημενοι και δεν ηξευρον τι να αποκριθωσι προς αυτον.
40וישב וימצאם שנית ישנים כי עיניהם היו כבדות ולא ידעו מה יענהו׃
41Και ερχεται την τριτην φοραν και λεγει προς αυτους· Κοιμασθε το λοιπον και αναπαυεσθε. Αρκει· ηλθεν η ωρα· ιδου, παραδιδεται ο Υιος του ανθρωπου εις τας χειρας των αμαρτωλων.
41ויבא פעם שלישית ויאמר אליהם מעתה נומו ונוחו רב לי כי באה השעה הנה בן האדם נמסר בידי חטאים׃
42Εγερθητε, υπαγωμεν· ιδου, ο παραδιδων με επλησιασε.
42קומו ונלכה הנה המוסר אותי קרב׃
43[] Και ευθυς, ενω ελαλει ετι, ερχεται ο Ιουδας, εις εκ των δωδεκα, και μετ' αυτου οχλος πολυς μετα μαχαιρων και ξυλων, παρα των αρχιερεων και των γραμματεων και των πρεσβυτερων.
43עודנו מדבר ויהודה בא והוא אחד משנים העשר ועמו המון רב בחרבות ובמקלות מאת הכהנים הגדולים והסופרים והזקנים׃
44Ο δε παραδιδων αυτον ειχε δωσει εις αυτους σημειον, λεγων· Οντινα φιλησω, αυτος ειναι· πιασατε αυτον και φερετε ασφαλως.
44והמוסר אתו נתן להם אות לאמר האיש אשר אשקהו זה הוא אותו תפשו והוליכהו אל ימלט׃
45Και οτε ηλθεν, ευθυς πλησιασας εις αυτον λεγει· Ραββι, Ραββι, και κατεφιλησεν αυτον.
45הוא בא והוא נגש אליו ויאמר רבי רבי וינשק לו׃
46Και εκεινοι επεβαλον επ' αυτον τας χειρας αυτων και επιασαν αυτον.
46וישלחו בו את ידיהם ויתפשהו׃
47Εις δε τις των παρεστωτων συρας την μαχαιραν, εκτυπησε τον δουλον του αρχιερεως και απεκοψε το ωτιον αυτου.
47ואחד מן העמדים אצלו שלף את חרבו ויך את עבד הכהן הגדול ויקצץ את אזנו׃
48Και αποκριθεις ο Ιησους ειπε προς αυτους· Ως επι ληστην εξηλθετε μετα μαχαιρων και ξυλων να με συλλαβητε;
48ויען ישוע ויאמר אליהם כמו על פריץ יצאתם עלי בחרבות ובמקלות לתפשני׃
49καθ' ημεραν ημην πλησιον υμων εν τω ιερω διδασκων, και δεν με επιασατε, πλην τουτο εγεινε δια να πληρωθωσιν αι γραφαι.
49ויום יום הייתי אצלכם מלמד במקדש ולא החזקתם בי אבל למען ימלאו הכתובים׃
50Και αφησαντες αυτον παντες εφυγον.
50ויעזבו אותו כלם וינוסו׃
51Και εις τις νεανισκος ηκολουθει αυτον, περιτετυλιγμενος σινδονα εις το γυμνον σωμα αυτου· και πιανουσιν αυτον οι νεανισκοι.
51ונער אחד הלך אחריו מעטף בסדין לכסות את ערותו ויאחזהו הנערים׃
52Ο δε αφησας την σινδονα, εφυγεν απ' αυτων γυμνος.
52והוא עזב את הסדין בידם וינס ערם מפניהם׃
53[] Και εφεραν τον Ιησουν προς τον αρχιερεα· και συνερχονται προς αυτον παντες οι αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι και οι γραμματεις.
53ויוליכו את ישוע אל הכהן הגדול ויקהלו אתו כל הכהנים הגדולים והזקנים והסופרים׃
54Και ο Πετρος απο μακροθεν ηκολουθησεν αυτον εως ενδον της αυλης του αρχιερεως, και συνεκαθητο μετα των υπηρετων και εθερμαινετο εις το πυρ.
54ופטרוס הלך אחריו מרחוק עד לחצר הכהן הגדול פנימה וישב שם עם המשרתים ויתחמם נגד האור׃
55Οι δε αρχιερεις και ολον το συνεδριον εζητουν κατα του Ιησου μαρτυριαν, δια να θανατωσωσιν αυτον, και δεν ευρισκον.
55וראשי הכהנים וכל הסנהדרין בקשו עדות על ישוע להמיתו ולא מצאו׃
56Διοτι πολλοι εψευδομαρτυρουν κατ' αυτου, αλλ' αι μαρτυριαι δεν ησαν συμφωνοι.
56כי רבים ענו בו עדות שקר אך העדיות לא היו שות׃
57Και τινες σηκωθεντες εψευδομαρτυρουν κατ' αυτου, λεγοντες
57ויקומו אנשים ויענו בו עדות שקר לאמר׃
58οτι ημεις ηκουσαμεν αυτον λεγοντα, οτι Εγω θελω χαλασει τον ναον τουτον τον χειροποιητον και δια τριων ημερων αλλον αχειροποιητον θελω οικοδομησει.
58שמענו אתו אמר אני אהרס את ההיכל הזה מעשה ידי אדם ולשלשת ימים אבנה היכל אחר אשר איננו מעשה ידי אדם׃
59Πλην ουδε ουτως ητο συμφωνος μαρτυρια αυτων.
59וגם בזאת עדותם לא שותה׃
60Και σηκωθεις ο αρχιερευς εις το μεσον, ηρωτησε τον Ιησουν, λεγων· Δεν αποκρινεσαι ουδεν; τι μαρτυρουσιν ουτοι κατα σου;
60ויקם הכהן הגדול ויעמד בתוך וישאל את ישוע לאמר האינך משיב דבר מה זה אלה ענים בך׃
61Ο δε εσιωπα και δεν απεκριθη ουδεν. Παλιν ο αρχιερευς ηρωτα αυτον, λεγων προς αυτον· Συ εισαι ο Χριστος ο Υιος του Ευλογητου;
61והוא החריש ולא השיב דבר ויוסף עוד הכהן הגדול לשאל אתו ויאמר אליו האתה הוא המשיח בן המברך׃
62Ο δε Ιησους ειπεν· Εγω ειμαι· και θελετε ιδει τον Υιον του ανθρωπου καθημενον εκ δεξιων της δυναμεως και ερχομενον μετα των νεφελων του ουρανου.
62ויאמר ישוע אני הוא ואתם תראו את בן האדם יושב לימין הגבורה ובא עם ענני השמים׃
63Τοτε ο αρχιερευς, διασχισας τα ιματια αυτου, λεγει· Τι χρειαν εχομεν πλεον μαρτυρων;
63ויקרע הכהן הגדול את בגדיו ויאמר מה לנו עוד לבקש עדים׃
64ηκουσατε την βλασφημιαν· τι σας φαινεται; Οι δε παντες κατεκριναν αυτον οτι ειναι ενοχος θανατου.
64שמעתם את הגדוף מה דעתכם וירשיעהו כלם כי חיב מיתה הוא׃
65Και ηρχισαν τινες να εμπτυωσιν εις αυτον και να περικαλυπτωσι το προσωπον αυτου και να γρονθιζωσιν αυτον και να λεγωσι προς αυτον· Προφητευσον· και οι υπηρεται ετυπτον αυτον με ραπισματα.
65ויחלו מהם לרק בו ויחפו את פניו ויכהו באגרף ויאמרו אליו הנבא והמשרתים הכאיבהו בהכותם אותו על הלחי׃
66[] Και ενω ητο ο Πετρος εν τη αυλη κατω, ερχεται μια των θεραπαινιδων του αρχιερεως,
66ויהי בהיות פטרוס בתחתית החצר ותבא אחת משפחות הכהן הגדול׃
67και οτε ειδε τον Πετρον θερμαινομενον, εμβλεψασα εις αυτον, λεγει· Και συ εσο μετα του Ναζαρηνου Ιησου.
67ותרא את פטרוס כי מתחמם הוא ותבט בו ותאמר גם אתה היית עם הנצרי ישוע׃
68Ο δε ηρνηθη, λεγων· Δεν εξευρω ουδε καταλαμβανω τι συ λεγεις. Και εξηλθεν εξω εις το προαυλιον, και ο αλεκτωρ εφωναξε.
68ויכחש לאמר לא אדע ולא אבין מה את אמרת ויצא החוצה אל האולם והתרנגל קרא׃
69Και η θεραπαινα ιδουσα αυτον παλιν, ηρχισε να λεγη προς τους παρεστωτας οτι ουτος εξ αυτων ειναι.
69ותראהו השפחה ותוסף ותאמר אל העמדים שם כי זה הוא אחד מהם ויכחש פעם שנית׃
70Ο δε παλιν ηρνειτο. Και μετ' ολιγον παλιν οι παρεστωτες ελεγον προς τον Πετρον· Αληθως εξ αυτων εισαι· διοτι Γαλιλαιος εισαι και η λαλια σου ομοιαζει.
70וכמעט אחרי כן גם העמדים שם אמרו אל פטרוס אמנם אתה אחד מהם כי אף גלילי אתה ולשונך כלשונם׃
71Εκεινος δε ηρχισε να αναθεματιζη και να ομνυη οτι δεν εξευρω τον ανθρωπον τουτον, τον οποιον λεγετε.
71ויחל להחרים את נפשו ולהשבע לאמר לא יעדתי את האיש הזה אשר אמרתם׃
72Και ο αλεκτωρ εφωναξεν εκ δευτερου. Και ενεθυμηθη ο Πετρος τον λογον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο Ιησους, οτι Πριν ο αλεκτωρ φωναξη δις, θελεις με αρνηθη τρις. Και ηρχισε να κλαιη πικρως.
72והתרנגל קרא פעם שנית ויזכר פטרוס את הדבר אשר אמר לו ישוע בטרם יקרא התרנגל פעמים תכחש בי שלש פעמים וישם אל לבו ויבך׃