1[] Και οτε ετελειωσεν ο Ιησους τους λογους τουτους, ανεχωρησεν απο της Γαλιλαιας και ηλθεν εις τα ορια της Ιουδαιας περαν του Ιορδανου.
1ויהי ככלות ישוע לדבר את הדברים האלה ויסע מן הגליל ויבא אל גבול יהודה בעבר הירדן׃
2Και ηκολουθησαν αυτον οχλοι πολλοι, και εθεραπευσεν αυτους εκει.
2וילכו אחריו המון עם רב וירפאם שם׃
3[] Και ηλθον προς αυτον οι Φαρισαιοι, πειραζοντες αυτον και λεγοντες προς αυτον· Συγχωρειται εις τον ανθρωπον να χωρισθη την γυναικα αυτου δια πασαν αιτιαν;
3ויגשו אליו הפרושים לנסותו לאמר היוכל איש לשלח את אשתו על כל דבר׃
4Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους· Δεν ανεγνωσατε οτι ο πλασας απ' αρχης αρσεν και θηλυ επλασεν αυτους
4ויען ויאמר אליהם הלא קראתם כי עשה בראשית זכר ונקבה עשה אתם׃
5και ειπεν, Ενεκεν τουτου θελει αφησει ανθρωπος τον πατερα και την μητερα και θελει προσκολληθη εις την γυναικα αυτου, και θελουσιν εισθαι οι δυο εις σαρκα μιαν;
5ואמר על כן יעזב איש את אביו ואת אמו ודבק באשתו והיו שניהם לבשר אחד׃
6Ωστε δεν ειναι πλεον δυο, αλλα μια σαρξ. Εκεινο λοιπον το οποιον ο Θεος συνεζευξεν, ανθρωπος ας μη χωριζη.
6אם כן אינם עוד שנים כי אם בשר אחד לכן את אשר חבר האלהים אל יפרידנו האדם׃
7Λεγουσι προς αυτον· Δια τι λοιπον ο Μωυσης προσεταξε να δωση εγγραφον διαζυγιου και να χωρισθη αυτην;
7ויאמרו אליו ולמה זה צוה משה לתת לה ספר כריתת ולשלחה׃
8Λεγει προς αυτους· Διοτι ο Μωυσης δια την σκληροκαρδιαν σας συνεχωρησεν εις εσας να χωριζησθε τας γυναικας σας· απ' αρχης ομως δεν εγεινεν ουτω.
8ויאמר אליהם בעבור קשי לבבכם הניח לכם משה לשלח את נשיכם אך מראש לא היתה ככה׃
9Σας λεγω δε οτι οστις χωρισθη την γυναικα αυτου εκτος δια πορνειαν και νυμφευθη αλλην, γινεται μοιχος· και οστις νυμφευθη γυναικα κεχωρισμενην, γινεται μοιχος.
9ואני אמר לכם המשלח את אשתו בלתי על דבר זנות ולקח לו אחרת נאף הוא והלקח את הגרושה נאף הוא׃
10Λεγουσι προς αυτον οι μαθηται αυτου· Εαν ουτως εχη η υποχρεωσις του ανδρος προς την γυναικα, δεν συμφερει να νυμφευθη.
10ויאמרו אליו התלמידים אם ככה הוא ענין איש ואשתו לא טוב לקחת אשה׃
11Ο δε ειπε προς αυτους· Δεν δυνανται παντες να δεχθωσι τον λογον τουτον, αλλ' εις οσους ειναι δεδομενον.
11ויאמר אליהם לא יוכל כל אדם קבל את הדבר הזה כי אם אלה אשר נתן להם להבין׃
12Διοτι ειναι ευνουχοι, οιτινες εκ κοιλιας μητρος εγεννηθησαν ουτω, και ειναι ευνουχοι, οιτινες ευνουχισθησαν υπο των ανθρωπων, και ειναι ευνουχοι, οιτινες ευνουχισαν εαυτους δια την βασιλειαν των ουρανων. Οστις δυναται να δεχθη τουτο, ας δεχθη.
12יש סריסים אשר נולדו כן מבטן אמם ויש סריסים המסרסים על ידי אדם ויש סריסים אשר סרסו את עצמם למען מלכות השמים מי שיוכל לקבל יקבל׃
13[] Τοτε εφερθησαν προς αυτον παιδια, δια να επιθεση τας χειρας επ' αυτα και να ευχηθη· οι δε μαθηται επεπληξαν αυτα.
13אז יביאו אליו ילדים למען ישים עליהם את ידיו ויתפלל עליהם ויגערו בם התלמידים׃
14Πλην ο Ιησους ειπεν· Αφησατε τα παιδια και μη εμποδιζετε αυτα να ελθωσι προς εμε· διοτι των τοιουτων ειναι η βασιλεια των ουρανων.
14והוא ישוע אמר הניחו לילדים ואל תמנעום מבוא אלי כי לאלה מלכות השמים׃
15Και αφου επεθηκεν επ' αυτα τας χειρας, ανεχωρησεν εκειθεν.
15וישם את ידיו עליהם ויעבר משם׃
16[] Και ιδου, προσελθων τις ειπε προς αυτον· Διδασκαλε αγαθε, τι καλον να πραξω δια να εχω ζωην αιωνιον;
16והנה איש נגש אליו ויאמר רבי הטוב אי זה הטוב אשר אעשנו לקנות חיי עולמים׃
17Ο δε ειπε προς αυτον· Τι με λεγεις αγαθον; ουδεις αγαθος ειμη εις, ο Θεος. Αλλ' εαν θελης να εισελθης εις την ζωην, φυλαξον τας εντολας.
17ויאמר אליו מה תקראני טוב אין טוב כי אם אחד האלהים ואם חפצך לבוא אל החיים שמר את המצות׃
18Λεγει προς αυτον· Ποιας; Και ο Ιησους ειπε· Το μη φονευσης, μη μοιχευσης, μη κλεψης, μη ψευδομαρτυρησης,
18ויאמר אליו מה הנה ויאמר ישוע אלה הן לא תרצח לא תנאף לא תגנב לא תענה עד שקר׃
19τιμα τον πατερα σου και την μητερα, και θελεις αγαπα τον πλησιον σου ως σεαυτον.
19כבד את אביך ואת אמך ואהבת לרעך כמוך׃
20Λεγει προς αυτον ο νεανισκος· Παντα ταυτα εφυλαξα εκ νεοτητος μου· τι μοι λειπει ετι;
20ויאמר אליו הבחור את כל אלה שמרתי מנעורי ומה חסרתי עוד׃
21Ειπε προς αυτον ο Ιησους· Εαν θελης να ησαι τελειος, υπαγε, πωλησον τα υπαρχοντα σου και δος εις πτωχους, και θελεις εχει θησαυρον εν ουρανω, και ελθε, ακολουθει μοι.
21ויאמר ישוע אליו אם חפצך להיות שלם לך מכר את רכשך ותן לעניים והיה לך אוצר בשמים ושוב הלם ולך אחרי׃
22Ακουσας δε ο νεανισκος τον λογον, ανεχωρησε λυπουμενος· διοτι ειχε κτηματα πολλα.
22ויהי כשמע הבחור את הדבר הזה וילך משם נעצב כי היו לו נכסים רבים׃
23[] Και ο Ιησους ειπε προς τους μαθητας αυτου· Αληθως σας λεγω οτι δυσκολως θελει εισελθει πλουσιος εις την βασιλειαν των ουρανων.
23ויאמר ישוע אל תלמידיו אמן אמר אני לכם קשה לעשיר לבוא אל מלכות השמים׃
24Και παλιν σας λεγω, Ευκολωτερον ειναι να περαση καμηλος δια τρυπηματος βελονης παρα πλουσιος να εισελθη εις την βασιλειαν του Θεου.
24ועוד אני אמר לכם כי נקל לגמל לעבר דרך נקב המחט מבא עשיר אל מלכות האלהים׃
25Ακουσαντες δε οι μαθηται αυτου εξεπληττοντο σφοδρα, λεγοντες· Τις λοιπον δυναται να σωθη;
25והתלמידים כשמעם זאת השתוממו מאד ויאמרו מי אפוא יוכל להושע׃
26Εμβλεψας δε ο Ιησους, ειπε προς αυτους· Παρα ανθρωποις τουτο αδυνατον ειναι, παρα τω Θεω ομως τα παντα ειναι δυνατα.
26ויבט בן ישוע ויאמר להם מבני אדם יפלא הדבר אבל מהאלהים לא יפלא כל דבר׃
27Τοτε αποκριθεις ο Πετρος, ειπε προς αυτον· Ιδου, ημεις αφηκαμεν παντα και σοι ηκολουθησαμεν· τι λοιπον θελει εισθαι εις ημας;
27ויען פטרוס ויאמר אליו הן אנחנו עזבנו את הכל ונלך אחריך מה יהיה לנו׃
28Ο δε Ιησους ειπε προς αυτους· Αληθως σας λεγω οτι σεις οι ακολουθησαντες μοι, εν τη παλιγγενεσια, οταν καθηση ο Υιος του ανθρωπου επι του θρονου της δοξης αυτου, θελετε καθησει και σεις επι δωδεκα θρονους κρινοντες τας δωδεκα φυλας του Ισραηλ.
28ויאמר ישוע אליהם אמן אמר אני לכם אתם ההלכים אחרי בהתחדש הבריאה כאשר ישב בן האדם על כסא כבודו תשבו גם אתם על שנים עשר כסאות לשפט את שנים עשר שבטי ישראל׃
29Και πας οστις αφηκεν οικιας η αδελφους η αδελφας η πατερα η μητερα η γυναικα η τεκνα η αγρους ενεκεν του ονοματος μου, εκατονταπλασια θελει λαβει και ζωην αιωνιον θελει κληρονομησει.
29וכל איש אשר עזב את בתיו ואת אחיו ואת אחיותיו ואת אביו ואת אמו ואת אשתו ואת בניו ואת שדותיו למען שמי הוא יקח מאה שערים וחיי עולמים יירש׃
30Πολλοι ομως πρωτοι θελουσιν εισθαι εσχατοι και εσχατοι πρωτοι.
30ואולם רבים מן הראשונים אשר יהיו אחרונים ומן האחרונים יהיו ראשונים׃