1[] Και αποκριθεις ο Ιησους παλιν ειπε προς αυτους δια παραβολων, λεγων·
1ויען ישוע ויסף דבר במשלים אליהם לאמר׃
2Ωμοιωθη η βασιλεια των ουρανων με ανθρωπον βασιλεα, οστις εκαμε γαμους εις τον υιον αυτου·
2דומה מלכות השמים למלך בשר ודם אשר עשה חתנה לבנו׃
3και απεστειλε τους δουλους αυτου να καλεσωσι τους προσκεκλημενους εις τους γαμους, και δεν ηθελον να ελθωσι.
3וישלח את עבדיו לקרא הקרואים אל החתנה ולא אבו לבוא׃
4Παλιν απεστειλεν αλλους δουλους, λεγων· Ειπατε προς τους προσκεκλημενους· Ιδου, το γευμα μου ητοιμασα, οι ταυροι μου και τα θρεπτα ειναι εσφαγμενα και παντα ειναι ετοιμα· ελθετε εις τους γαμους.
4ויסף שלח עבדים אחרים לאמר אמרו אל הקרואים הנה ערכתי את סעודתי שורי ומריאי טבוחים והכל מוכן באו אל החתנה׃
5Εκεινοι ομως αμελησαντες απηλθον, ο μεν εις τον αγρον αυτου, ο δε εις το εμποριον αυτου·
5והם לא שתו לבם לזאת וילכו להם זה אל שדהו וזה אל מסחרו׃
6οι δε λοιποι πιασαντες τους δουλους αυτου υβρισαν και εφονευσαν.
6והנשארים תפשו את עבדיו ויתעללו בם ויהרגום׃
7Ακουσας δε ο βασιλευς ωργισθη, και πεμψας τα στρατευματα αυτου απωλεσε τους φονεις εκεινους και την πολιν αυτων κατεκαυσε.
7ויקצף המלך וישלח צבאותיו ויאבד את המרצחים ההם ואת עירם שרף באש׃
8Τοτε λεγει προς τους δουλους αυτου· Ο μεν γαμος ειναι ετοιμος, οι δε προσκεκλημενοι δεν ησαν αξιοι·
8אז אמר אל עבדיו הן החתנה מוכנה והקרואים לא היו ראוים לה׃
9υπαγετε λοιπον εις τας διεξοδους των οδων, και οσους αν ευρητε καλεσατε εις τους γαμους.
9לכן לכו נא אל ראשי הדרכים וכל איש אשר תמצאו קראו אתו אל החתנה׃
10Και εξελθοντες οι δουλοι εκεινοι εις τας οδους, συνηγαγον παντας οσους ευρον, κακους τε και καλους· και εγεμισθη ο γαμος απο ανακεκλιμενων.
10ויצאו העבדים ההם אל הדרכים ויאספו את כל אשר מצאו גם רעים גם טובים וימלא בית החתנה מסבים׃
11Εισελθων δε ο βασιλευς δια να θεωρηση τους ανακεκλιμενους, ειδεν εκει ανθρωπον μη ενδεδυμενον ενδυμα γαμου,
11ויהי כבוא המלך לראות את המסבים וירא בהם איש ולא היה לבוש בגדי חתנה׃
12και λεγει προς αυτον· Φιλε, πως εισηλθες ενταυθα μη εχων ενδυμα γαμου; Ο δε απεστομωθη.
12ויאמר אליו רעי איכה באת הנה ואין לך בגדי חתנה ויאלם׃
13Τοτε ειπεν ο βασιλευς προς τους υπηρετας· Δεσαντες αυτου ποδας και χειρας, σηκωσατε αυτον και ριψατε εις το σκοτος το εξωτερον· εκει θελει εισθαι ο κλαυθμος και ο τριγμος των οδοντων.
13ויאמר המלך למשרתים אסרו ידיו ורגליו ונשאתם והשלכתם אותו אל החשך החיצון שם תהיה היללה וחרק השנים׃
14Διοτι πολλοι ειναι οι κεκλημενοι, ολιγοι δε οι εκλεκτοι.
14כי רבים הם הקרואים ומעטים הנבחרים׃
15[] Τοτε υπηγον οι Φαρισαιοι και συνεβουλευθησαν πως να παγιδευσωσιν αυτον εν λογω.
15וילכו הפרושים ויתיעצו איך יכשילהו בדבר׃
16Και αποστελλουσι προς αυτον τους μαθητας αυτων μετα των Ηρωδιανων, λεγοντες· Διδασκαλε, εξευρομεν οτι αληθης εισαι και την οδον του Θεου εν αληθεια διδασκεις και δεν σε μελει περι ουδενος· διοτι δεν βλεπεις εις προσωπον ανθρωπων·
16וישלחו אליו את תלמידיהם עם ההורדוסיים לאמר רבי ידענו כי איש אמת אתה ותורה באמת את דרך אלהים ולא תגור מפני איש כי אינך מכיר פני אדם׃
17ειπε λοιπον προς ημας, Τι σοι φαινεται; ειναι συγκεχωρημενον να δωσωμεν δασμον εις τον Καισαρα η ουχι;
17לכן הגידה נא לנו את דעתך הנכון לנו לתת מס אל הקיסר אם לא׃
18Γνωρισας δε ο Ιησους την πονηριαν αυτων, ειπε· Τι με πειραζετε, υποκριται;
18וישוע ידע את רשעתם ויאמר החנפים מה תנסוני׃
19δειξατε μοι το νομισμα του δασμου· οι δε εφεραν προς αυτον δηναριον.
19הראוני את מטבע המס ויביאו לו דינר׃
20Και λεγει προς αυτους· Τινος ειναι η εικων αυτη και η επιγραφη;
20ויאמר אליהם של מי הצורה הזאת והמכתב אשר עליו׃
21Λεγουσι προς αυτον· Του Καισαρος. Τοτε λεγει προς αυτους· Αποδοτε λοιπον τα του Καισαρος εις τον Καισαρα και τα του Θεου εις τον Θεον.
21ויאמרו אליו של הקיסר ויאמר אליהם לכן תנו לקיסר את אשר לקיסר ולאלהים את אשר לאלהים׃
22Και ακουσαντες εθαυμασαν, και αφησαντες αυτον ανεχωρησαν.
22וכשמעם את זאת תמהו ויעזבהו וילכו להם׃
23[] Εν εκεινη τη ημερα προσηλθον προς αυτον Σαδδουκαιοι, οι λεγοντες οτι δεν ειναι αναστασις, και ηρωτησαν αυτον, λεγοντες·
23ביום ההוא נגשו אליו צדוקים האמרים כי אין תחית המתים וישאלו אתו לאמר׃
24Διδασκαλε, ο Μωυσης ειπεν, Εαν τις αποθανη μη εχων τεκνα, θελει νυμφευθη ο αδελφος αυτου την γυναικα αυτου και θελει αναστησει σπερμα εις τον αδελφον αυτου.
24רבי הן משה אמר איש כי ימות ובנים אין לו אחיו ייבם את אשתו והקים זרע לאחיו׃
25Ησαν δε παρ' ημιν επτα αδελφοι· και ο πρωτος αφου ενυμφευθη ετελευτησε, και μη εχων τεκνον, αφηκε την γυναικα αυτου εις τον αδελφον αυτου·
25ואתנו היו שבעה אחים והראשון נשא אשה וימת וזרע אין לו ויעזב את אשתו לאחיו׃
26ομοιως και ο δευτερος, και ο τριτος, εως των επτα.
26וכמו כן גם השני וכן גם השלישי עד השבעה׃
27Υστερον δε παντων απεθανε και η γυνη.
27ואחרי כלם מתה גם האשה׃
28Εν τη αναστασει λοιπον τινος των επτα θελει εισθαι γυνη; διοτι παντες ελαβον αυτην.
28ועתה בתחית המתים למי מן השבעה תהיה לאשה כי לכלם היתה׃
29Αποκριθεις δε ο Ιησους, ειπε προς αυτους· Πλανασθε μη γνωριζοντες τας γραφας μηδε την δυναμιν του Θεου.
29ויען ישוע ויאמר להם טעים אתם באשר אינכם יודעים את הכתובים וגם את גבורת האלהים׃
30Διοτι εν τη αναστασει ουτε νυμφευονται ουτε νυμφευουσιν, αλλ' ειναι ως αγγελοι του Θεου εν ουρανω.
30כי בתחית המתים לא ישאו נשים ולא תנשאנה כי אם כמלאכי אלהים בשמים יהיו׃
31Περι δε της αναστασεως των νεκρων δεν ανεγνωσατε το ρηθεν προς εσας υπο του Θεου, λεγοντος·
31ועל דבר תחית המתים הלא קראתם את הנאמר לכם מפי האלהים לאמר׃
32Εγω ειμαι ο Θεος του Αβρααμ και ο Θεος του Ισαακ και ο Θεος του Ιακωβ; δεν ειναι ο Θεος νεκρων, αλλα ζωντων.
32אנכי אלהי אברהם ואלהי יצחק ואלהי יעקב והוא איננו אלהי המתים כי אם אלהי החיים׃
33Και ακουσαντες οι οχλοι, εξεπληττοντο δια την διδαχην αυτου.
33וישמע המון העם וישתומממו על תורתו׃
34[] Οι δε Φαρισαιοι, ακουσαντες οτι απεστομωσε τους Σαδδουκαιους, συνηχθησαν ομου.
34והפרושים כשמעם כי סכר פי הצדוקים ויועדו יחדו׃
35Και εις εξ αυτων, νομικος, ηρωτησε πειραζων αυτον και λεγων·
35ואחד מהם מבין בתורה שאל אתו לנסותו לאמר׃
36Διδασκαλε, ποια εντολη ειναι μεγαλη εν τω νομω;
36רבי אי זו מצוה גדולה היא בתורה׃
37Και ο Ιησους ειπε προς αυτον· Θελεις αγαπα Κυριον τον Θεον σου εξ ολης της καρδιας σου και εξ ολης της ψυχης σου και εξ ολης της διανοιας σου.
37ויאמר ישוע אליו ואהבת את יהוה אלהיך בכל לבבך ובכל נפשך ובכל מדעך׃
38Αυτη ειναι πρωτη και μεγαλη εντολη.
38זאת היא המצוה הגדולה והראשונה׃
39Δευτερα δε ομοια αυτης· Θελεις αγαπα τον πλησιον σου ως σεαυτον.
39והשנית דומה לה ואהבת לרעך כמוך׃
40Εν ταυταις ταις δυο εντολαις ολος ο νομος και οι προφηται κρεμανται.
40בשתי המצות האלה כל התורה תלויה וגם הנביאים׃
41[] Και ενω ησαν συνηγμενοι οι Φαρισαιοι, ηρωτησεν αυτους ο Ιησους,
41ויהי בהקהל הפרושים וישאלם ישוע לאמר׃
42λεγων· Τι σας φαινεται περι του Χριστου; τινος υιος ειναι; Λεγουσι προς αυτον· Του Δαβιδ.
42מה דעתכם על המשיח בן מי הוא ויאמרו אליו בן דוד׃
43Λεγει προς αυτους· Πως λοιπον ο Δαβιδ δια Πνευματος ονομαζει αυτον Κυριον, λεγων,
43ויאמר אליהם ואיך קרא לו דוד ברוח אדון באמרו׃
44Ειπεν ο Κυριος προς τον Κυριον μου, Καθου εκ δεξιων μου εωσου θεσω τους εχθρους σου υποποδιον των ποδων σου;
44נאם יהוה לאדני שב לימיני עד אשית איביך הדם לרגליך׃
45Εαν λοιπον ο Δαβιδ ονομαζη αυτον Κυριον, πως ειναι υιος αυτου;
45ועתה אם דוד קרא לו אדון איך הוא בנו׃
46Και ουδεις ηδυνατο να αποκριθη προς αυτον λογον· ουδ' ετολμησε τις απ' εκεινης της ημερας να ερωτηση πλεον αυτον.
46ולא יכל איש לענות אתו דבר ולא ערב עוד איש את לבו מן היום ההוא לשאל אותו׃