1[] Οτε δε εγεινε πρωι, συνεβουλευθησαν παντες οι αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι του λαου κατα του Ιησου δια να θανατωσωσιν αυτον·
1ויהי לפנות הבקר ויתיעצו כל ראשי הכהנים וזקני העם על ישוע להמיתו׃
2και δεσαντες αυτον, εφεραν και παρεδωκαν αυτον εις τον Ποντιον Πιλατον τον ηγεμονα.
2ויאסרו אתו ויוליכהו משם וימסרהו אל פונטיוס פילטוס ההגמון׃
3Τοτε ιδων Ιουδας ο παραδοσας αυτον οτι κατεδικασθη, μεταμεληθεις επεστρεψε τα τριακοντα αργυρια εις τους πρεσβυτερους,
3וירא יהודה המסר אותו כי הרשיעהו וינחם וישב את שלשים הכסף אל הכהנים הגדולים והזקנים לאמר׃
4λεγων· Ημαρτον παραδοσας αιμα αθωον. Οι δε ειπον· Τι προς ημας; συ οψει.
4חטאתי כי דם נקי הסגרתי והם אמרו מה לנו ולזאת אתה תראה׃
5Και ριψας τα αργυρια εν τω ναω, ανεχωρησε και απελθων εκρεμασθη.
5וישלך את הכסף אל ההיכל ויפן וילך ויחנק׃
6Οι δε αρχιερεις, λαβοντες τα αργυρια, ειπον· Δεν ειναι συγκεχωρημενον να βαλωμεν αυτα εις το θησαυροφυλακιον, διοτι ειναι τιμη αιματος.
6ויקחו ראשי הכהנים את הכסף ויאמרו לא נכון לנו לתתו אל ארון הקרבן כי מחיר דמים הוא׃
7Και συμβουλευθεντες ηγορασαν με αυτα τον αγρον του κεραμεως, δια να ενταφιαζωνται εκει οι ξενοι.
7ויתיעצו ויקנו בו את שדה היוצר לקבורת הגרים׃
8Δια τουτο ωνομασθη ο αγρος εκεινος Αγρος αιματος εως της σημερον.
8על כן שם השדה ההוא שדה הדם עד היום הזה׃
9Τοτε επληρωθη το ρηθεν δια Ιερεμιου του προφητου, λεγοντος· Και ελαβον τα τριακοντα αργυρια, την τιμην του εκτιμηθεντος, τον οποιον εξετιμησαν απο των υιων Ισραηλ,
9אז נתמלא מה שנאמר ביד ירמיה הנביא ויקחו שלשים הכסף אדר היקר אשר יקר מעל בני ישראל׃
10και εδωκαν αυτα εις τον αγρον του κεραμεως, καθως μοι παρηγγειλεν ο Κυριος.
10ויתנו אתם אל שדה היוצר כאשר צוני יהוה׃
11[] Ο δε Ιησους εσταθη εμπροσθεν του ηγεμονος· και ηρωτησεν αυτον ο ηγεμων, λεγων· Συ εισαι ο βασιλευς των Ιουδαιων; Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον· Συ λεγεις.
11וישוע העמד לפני ההגמון וישאלהו ההגמון לאמר האתה הוא מלך היהודים ויאמר ישוע אתה אמרת׃
12Και ενω εκατηγορειτο υπο των αρχιερεων και των πρεσβυτερων, ουδεν απεκριθη.
12וידברו עליו שטנה הכהנים הגדולים והזקנים והוא לא ענה דבר׃
13Τοτε λεγει προς αυτον ο Πιλατος· Δεν ακουεις ποσα σου καταμαρτυρουσι;
13ויאמר אליו פילטוס האינך שמע כמה הם מעידים בך׃
14Και δεν απεκριθη προς αυτον ουδε προς ενα λογον, ωστε ο ηγεμων εθαυμαζε πολυ.
14ולא ענהו אף דבר אחד ויתמה ההגמון עד מאד׃
15Κατα δε την εορτην εσυνειθιζεν ο ηγεμων να απολυη εις τον οχλον ενα δεσμιον, οντινα ηθελον.
15ומנהג ההגמון היה לפטר לעם בכל חג אסיר אחד את אשר יחפצו׃
16Και ειχον τοτε δεσμιον περιβοητον λεγομενον Βαραββαν.
16ובעת ההיא היה להם אסיר ידוע ושמו בר אבא׃
17Ενω λοιπον ησαν συνηγμενοι, ειπε προς αυτους ο Πιλατος· Τινα θελετε να σας απολυσω; τον Βαραββαν η τον Ιησουν τον λεγομενον Χριστον;
17ויהי כאשר נקהלו ויאמר אליהם פילטוס את מי תחפצו כי אפטר לכם את בר אבא או את ישוע הנקרא בשם משיח׃
18Επειδη ηξευρεν οτι δια φθονον παρεδωκαν αυτον.
18כי ידע אשר רק מקנאה מסרו אתו׃
19Ενω δε εκαθητο επι του βηματος, απεστειλε προς αυτον η γυνη αυτου, λεγουσα· Απεχε του δικαιου εκεινου· διοτι πολλα επαθον σημερον κατ' οναρ δι' αυτον.
19ויהי כשבתו על כסא הדין ותשלח אליו אשתו לאמר אל יהי לך דבר עם הצדיק הזה כי בעבורו עניתי הרבה היום בחלום׃
20Οι δε αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι επεισαν τους οχλους να ζητησωσι τον Βαραββαν, τον δε Ιησουν να απολεσωσι.
20והכהנים הגדולים והזקנים פתו את המון העם לשאל להם את בר אבא ולאבד את ישוע׃
21Και αποκριθεις ο ηγεμων ειπε προς αυτους· Τινα θελετε απο των δυο να σας απολυσω; οι δε ειπον· Τον Βαραββαν.
21ויען ההגמון ויאמר אליהם את מי משניהם תחפצו כי אפטר לכם ויאמרו את בר אבא׃
22Λεγει προς αυτους ο Πιλατος· Τι λοιπον να καμω τον Ιησουν τον λεγομενον Χριστον; Λεγουσι προς αυτον παντες· Σταυρωθητω.
22ויאמר אליהם פילטוס ומה אעשה לישוע הנקרא בשם משיח ויענו כלם יצלב׃
23Ο δε ηγεμων ειπε· Και τι κακον επραξεν; Οι δε περισσοτερον εκραζον, λεγοντες· Σταυρωθητω.
23ויאמר ההגמון מה אפוא הרעה אשר עשה ויוסיפו עוד צעק לאמר יצלב׃
24Και ιδων ο Πιλατος οτι ουδεν ωφελει, αλλα μαλλον θορυβος γινεται, λαβων υδωρ ενιψε τας χειρας αυτου εμπροσθεν του οχλου, λεγων· Αθωος ειμαι απο του αιματος του δικαιου τουτου· υμεις οψεσθε.
24ויהי כראות פילטוס כי לא יועיל מאומה ורבתה עוד המהודה ויקח מים וירחץ את ידיו לעיני העם ויאמר נקי אנכי מדם הצדיק הזה אתם תראו׃
25Και αποκριθεις πας ο λαος ειπε· Το αιμα αυτου ας ηναι εφ' ημας και επι τα τεκνα ημων.
25ויענו כל העם ויאמרו דמו עלינו ועל בנינו׃
26[] Τοτε απελυσεν εις αυτους τον Βαραββαν, τον δε Ιησουν μαστιγωσας παρεδωκε δια να σταυρωθη.
26אז פטר להם את בר אבא ואת ישוע הכה בשוטים וימסר אותו להצלב׃
27Τοτε οι στρατιωται του ηγεμονος, παραλαβοντες τον Ιησουν εις το πραιτωριον, συνηθροισαν επ' αυτον ολον το ταγμα των στρατιωτων·
27ויקחו אנשי הצבא אשר להגמון את ישוע ויביאהו אל בית המשפט ויאספו עליו את כל הגדוד׃
28και εκδυσαντες αυτον ενεδυσαν αυτον χλαμυδα κοκκινην,
28ויפשיטו אותו את בגדיו ויעטפהו מעיל שני׃
29και πλεξαντες στεφανον εξ ακανθων, εθεσαν επι την κεφαλην αυτου και καλαμον εις την δεξιαν αυτου, και γονυπετησαντες εμπροσθεν αυτου, ενεπαιζον αυτον, λεγοντες· Χαιρε, ο βασιλευς των Ιουδαιων·
29וישרגו קצים ויעשו עטרת וישימו על ראשו וקנה בימינו ויכרעו לפניו ויתלוצצו בו לאמר שלום לך מלך היהודים׃
30και εμπτυσαντες εις αυτον ελαβον τον καλαμον και ετυπτον εις την κεφαλην αυτου.
30וירקו בו ויקחו את הקנה ויכהו על ראשו׃
31Και αφου ενεπαιξαν αυτον, εξεδυσαν αυτον την χλαμυδα και ενεδυσαν αυτον τα ιματια αυτου, και εφεραν αυτον δια να σταυρωσωσιν.
31ואחרי התלוצצם בו הפשיטו אותו את המעיל וילבישהו את בגדיו ויוליכהו לצלב׃
32Ενω δε εξηρχοντο, ευρον ανθρωπον Κυρηναιον, ονομαζομενον Σιμωνα· τουτον ηγγαρευσαν δια να σηκωση τον σταυρον αυτου.
32ויהי בצאתם וימצאו איש קוריני ושמו שמעון ויאנסו אתו לשאת לו את צלבו׃
33[] Και οτε ηλθον εις τοπον λεγομενον Γολγοθα, οστις λεγεται Κρανιου τοπος,
33ויבאו אל המקום הנקרא גלגלתא הוא מקום גלגלת׃
34εδωκαν εις αυτον να πιη οξος μεμιγμενον μετα χολης· και γευθεις δεν ηθελε να πιη.
34ויתנו לו לשתות חמץ מזוג במרורה ויטעם ולא אבה לשתות׃
35Αφου δε εσταυρωσαν αυτον διεμερισθησαν τα ιματια αυτου, βαλλοντες κληρον, δια να πληρωθη το ρηθεν υπο του προφητου, Διεμερισθησαν τα ιματια μου εις εαυτους και επι τον ιματισμον μου εβαλον κληρον.
35ויהי כאשר צלבו אותו ויחלקו להם את בגדיו וגורל הפילו למלאת את אשר נאמר בפי הנביא יחלקו בגדי להם ועל לבושי יפילו גורל׃
36Και καθημενοι εφυλαττον αυτον εκει.
36וישבו שמה וישמרו אותו׃
37Και εθεσαν επανωθεν της κεφαλης αυτου την κατηγοριαν αυτου γεγραμμενην· Ουτος εστιν Ιησους ο βασιλευς των Ιουδαιων.
37וישימו את דבר אשמתו כתוב ממעל לראשו זה הוא ישוע מלך היהודים׃
38Τοτε εσταυρωθησαν μετ' αυτου δυο λησται, εις εκ δεξιων και εις εξ αριστερων.
38ויצלבו אתו שני פריצים אחד לימינו ואחד לשמאלו׃
39οι δε διαβαινοντες εβλασφημουν αυτον, κινουντες τας κεφαλας αυτων
39והעברים גדפו אותו ויניעו את ראשם׃
40και λεγοντες· Ο χαλων τον ναον και δια τριων ημερων οικοδομων, σωσον σεαυτον· αν ησαι Υιος του Θεου, καταβα απο του σταυρου.
40ויאמרו אתה ההרס את ההיכל ובנהו בשלשת ימים הושע לנפשך ואם בן האלהים אתה רדה מן הצלב׃
41Ομοιως δε και οι αρχιερεις εμπαιζοντες μετα των γραμματεων και πρεσβυτερων, ελεγον.
41וכן הלעיגו גם ראשי הכהנים עם הסופרים והזקנים לאמר׃
42Αλλους εσωσεν, εαυτον δεν δυναται να σωση· αν ηναι βασιλευς του Ισραηλ, ας καταβη τωρα απο του σταυρου και θελομεν πιστευσει εις αυτον·
42את אחרים הושיע ולעצמו לא יוכל להושיע אם מלך ישראל הוא ירד נא עתה מן הצלב ונאמין בו׃
43πεποιθεν επι τον Θεον, ας σωση τωρα αυτον, εαν θελη αυτον· επειδη ειπεν οτι Θεου Υιος ειμαι.
43בטח באלהים עתה יפלטהו אם חפץ בו כי אמר בן האלהים אני׃
44Το αυτο δε και οι λησται οι συσταυρωθεντες μετ' αυτου ωνειδιζον εις αυτον.
44וגם הפריצים הנצלבים אתו חרפהו כדברים האלה׃
45Απο δε εκτης ωρας σκοτος εγεινεν εφ' ολην την γην εως ωρας εννατης·
45ומשעה הששית היה חשך על כל הארץ עד השעה התשיעית׃
46περι δε την εννατην ωραν ανεβοησεν ο Ιησους μετα φωνης μεγαλης, λεγων· Ηλι, Ηλι, λαμα σαβαχθανι; τουτεστι, Θεε μου, Θεε μου, δια τι με εγκατελιπες;
46וכעת השעה התשיעית ויצעק ישוע בקול גדול אלי אלי למה שבקתני ותרגומו אלי אלי למה עזבתני׃
47Και τινες των εκει εστωτων ακουσαντες, ελεγον οτι τον Ηλιαν φωναζει ουτος.
47ויאמרו מקצת העמדים שם כשמעם את זאת לאמר אל אליהו הוא קורא׃
48Και ευθυς εδραμεν εις εξ αυτων και λαβων σπογγον και γεμισας οξους και περιθεσας εις καλαμον εποτιζεν αυτον.
48וימהר אחד מהם וירץ ויקח ספוג וימלא אתו חמץ וישימהו על קנה וישקהו׃
49Οι δε λοιποι ελεγον· Αφες, ας ιδωμεν αν ερχηται ο Ηλιας να σωση αυτον.
49ושאר האנשים אמרו הניחו לו ונראה אם יבוא אליהו להושיעו׃
50[] Ο δε Ιησους παλιν κραξας μετα φωνης μεγαλης, αφηκε το πνευμα.
50וישוע הוסיף לקרא בקול גדול ותצא רוחו׃
51Και ιδου, το καταπετασμα του ναου εσχισθη εις δυο απο ανωθεν εως κατω, και η γη εσεισθη και αι πετραι εσχισθησαν,
51והנה נקרעה פרכת ההיכל מלמעלה למטה לשנים קרעים והארץ נרעשה והסלעים נבקעו׃
52και τα μνημεια ηνοιχθησαν και πολλα σωματα των κεκοιμημενων αγιων ανεστησαν,
52והקברים נפתחו ורבים מגופות הקדושים ישני אדמת עפר נעורו׃
53και εξελθοντες εκ των μνημειων μετα την αναστασιν αυτου εισηλθον εις την αγιαν πολιν και ενεφανισθησαν εις πολλους.
53ויצאו מן הקברים אחרי הקיצו ויבאו אל העיר הקדושה ויראו לרבים׃
54Ο δε εκατονταρχος και οι μετ' αυτου φυλαττοντες τον Ιησουν, ιδοντες τον σεισμον και τα γενομενα, εφοβηθησαν σφοδρα, λεγοντες· Αληθως Θεου Υιος ητο ουτος.
54ושר המאה והאנשים אשר אתו השמרים את ישוע כראותם את הרעש ואת אשר נהיתה נבהלו מאד ויאמרו אכן זה היה בן אלהים׃
55Ησαν δε εκει γυναικες πολλαι απο μακροθεν θεωρουσαι, αιτινες ηκολουθησαν τον Ιησουν απο της Γαλιλαιας υπηρετουσαι αυτον·
55ותהיינה שם נשים רבות הראות מרחוק אשר הלכו אחרי ישוע מן הגליל לשרתו׃
56μεταξυ των οποιων ητο Μαρια η Μαγδαληνη, και Μαρια η μητηρ του Ιακωβου και Ιωση, και η μητηρ των υιων Ζεβεδαιου.
56ובתוכן מרים המגדלית ומרים אם יעקב ויוסי ואם בני זבדי׃
57[] Οτε δε εγεινεν εσπερα, ηλθεν ανθρωπος πλουσιος απο Αριμαθαιας, το ονομα Ιωσηφ, οστις και αυτος εμαθητευσεν εις τον Ιησουν·
57ויהי בערב ויבא איש עשיר מן הרמתים ושמו יוסף וגם הוא היה מתלמידי ישוע׃
58ουτος ελθων προς τον Πιλατον, εζητησε το σωμα του Ιησου. Τοτε ο Πιλατος προσεταξε να αποδοθη το σωμα.
58ויגש אל פילטוס לשאל את גוית ישוע ויצו פליטוס כי תנתן לו׃
59Και λαβων το σωμα ο Ιωσηφ, ετυλιξεν αυτο με σινδονα καθαραν,
59ויקח יוסף את הגויה ויכרך אותה בסדין טהור׃
60και εθεσεν αυτο εν τω νεω αυτου μνημειω, το οποιον ελατομησεν εν τη πετρα, και προσκυλισας λιθον μεγαν εις την θυραν του μνημειου ανεχωρησεν.
60וישימה בקבר החדש אשר חצב לו בסלע ויגל אבן גדולה על פתח הקבר וילך לו׃
61Ητο δε εκει Μαρια η Μαγδαληνη και η αλλη Μαρια, καθημεναι απεναντι του ταφου.
61ומרים המגדלית ומרים האחרת היו ישבות שם ממול הקבר׃
62Και τη επαυριον, ητις ειναι μετα την παρασκευην, συνηχθησαν οι αρχιερεις και οι Φαρισαιοι προς τον Πιλατον
62ויהי ממחרת ערב השבת ויקהלו הכהנים הגדולים והפרושים אל פילטוס׃
63λεγοντες· Κυριε, ενεθυμηθημεν οτι εκεινος ο πλανος ειπεν ετι ζων, Μετα τρεις ημερας θελω αναστηθη.
63ויאמרו אדנינו זכרנו כי אמר המתעה ההוא בעודנו חי מקצה שלשת ימים קום אקום׃
64Προσταξον λοιπον να ασφαλισθη ο ταφος εως της τριτης ημερας, μηποτε οι μαθηται αυτου ελθοντες δια νυκτος κλεψωσιν αυτον και ειπωσι προς τον λαον, Ανεστη εκ των νεκρων· και θελει εισθαι η εσχατη πλανη χειροτερα της πρωτης.
64לכן צוה נא ויסכר מבוא הקבר עד היום השלישי פן יבאו תלמידיו בלילה וגנבהו ואמרו אל העם הנה קם מן המתים והיתה התרמית האחרונה רעה מן הראשונה׃
65Ειπε δε προς αυτους ο Πιλατος· Εχετε φυλακας· υπαγετε, ασφαλισατε καθως εξευρετε.
65ויאמר אליהם פילטוס הנה לכם אנשי משמר לכו סכרוהו כדעתכם׃
66Οι δε υπηγον και ησφαλισαν τον ταφον, σφραγισαντες τον λιθον και επιστησαντες τους φυλακας.
66וילכו ויסכרו את מבוא הקבר ויחתמו את האבן ויעמידו עליו את המשמר׃