Greek: Modern

Romanian: Cornilescu

1 Kings

8

1[] Τοτε συνηθροισεν ο βασιλευς Σολομων προς εαυτον εν Ιερουσαλημ τους πρεσβυτερους του Ισραηλ και παντας τους αρχηγους των φυλων, τους οικογεναρχας των υιων Ισραηλ, δια να αναβιβασωσι την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου εκ της πολεως Δαβιδ, ητις ειναι η Σιων.
1Atunci împăratul Solomon a adunat la el la Ierusalim pe bătrînii lui Israel şi pe toate căpeteniile seminţiilor, pe căpeteniile familiilor copiilor lui Israel, ca să mute din cetatea lui David, adică Sionul, chivotul legămîntului Domnului.
2Και συνηθροισθησαν παντες οι ανδρες Ισραηλ προς τον βασιλεα Σολομωντα εν τη εορτη κατα τον μηνα Εθανειμ, οστις ειναι ο εβδομος μην.
2Toţi bărbaţii lui Israel s'au strîns la împăratul Solomon, în luna lui Etanim, care este a şaptea lună, în timpul praznicului.
3Και ηλθον παντες οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ και εσηκωσαν οι ιερεις την κιβωτον.
3Cînd au venit toţi bătrînii lui Israel, preoţii au ridicat chivotul.
4Και ανεβιβασαν την κιβωτον του Κυριου και την σκηνην του μαρτυριου και παντα τα σκευη τα αγια τα εν τη σκηνη· οι ιερεις και οι Λευιται ανεβιβασαν αυτα.
4Au adus chivotul Domnului, cortul întîlnirii, şi toate uneltele sfinte, cari erau în cort: preoţii şi Leviţii le-au adus.
5Και ο βασιλευς Σολομων και πασα η συναγωγη του Ισραηλ, οι συναχθεντες προς αυτον, ησαν μετ' αυτου εμπροσθεν της κιβωτου, θυσιαζοντες προβατα και βοας, οσα δεν ητο δυνατον να λογαριασθωσι και να αριθμηθωσι δια το πληθος.
5Împăratul Solomon şi toată adunarea lui Israel chemată la el au stătut înaintea chivotului. Au jertfit oi şi boi, cari n'au putut fi nici număraţi, nici socotiţi, din pricina mulţimii lor.
6Και εισηγαγον οι ιερεις την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου εις τον τοπον αυτης, εις το χρηστηριον του οικου, εις τα αγια των αγιων, υποκατω των πτερυγων των χερουβειμ.
6Preoţii au dus chivotul legămîntului Domnului la locul lui, în Locul prea sfînt al casei, în Sfînta Sfintelor, subt aripile heruvimilor.
7Διοτι τα χερουβειμ ειχον εξηπλωμενας τας πτερυγας επι τον τοπον της κιβωτου, και τα χερουβειμ εκαλυπτον την κιβωτον και τους μοχλους αυτης ανωθεν.
7Căci heruvimii aveau aripile întinse peste Locul chivotului, şi acopereau chivotul şi drugii lui pedeasupra.
8Και εξειχον οι μοχλοι, και εφαινοντο τα ακρα των μοχλων εκ του αγιου τοπου εμπροσθεν του χρηστηριου, εξωθεν ομως δεν εφαινοντο· και ειναι εκει εως της σημερον.
8Se dăduse drugilor o aşa lungime încît capetele lor se vedeau din Locul sfînt dinaintea Locului prea sfînt, dar nu se vedeau deafară. Ei au fost acolo pînă în ziua de azi.
9Δεν ησαν εν τη κιβωτω ειμη αι δυο λιθιναι πλακες, τας οποιας ο Μωυσης εθεσεν εκει εν Χωρηβ, οπου ο Κυριος εκαμε διαθηκην προς τους υιους Ισραηλ, οτε εξηλθον εκ γης Αιγυπτου.
9În chivot nu erau decît cele două table de piatră, pe cari le -a pus Moise în el la Horeb, cînd a făcut Domnul legămînt cu copiii lui Israel, la ieşirea lor din ţara Egiptului.
10Και ως εξηλθον οι ιερεις εκ του αγιαστηριου, η νεφελη ενεπλησε τον οικον του Κυριου·
10În clipa cînd au ieşit preoţii din Locul sfînt, norul a umplut casa Domnului.
11και δεν ηδυναντο οι ιερεις να σταθωσι δια να λειτουργησωσιν, εξ αιτιας της νεφελης· διοτι η δοξα του Κυριου ενεπλησε τον οικον του Κυριου.
11Preoţii n'au putut să rămînă acolo să facă slujba, din pricina norului; căci slava Domnului umpluse Casa Domnului.
12[] Τοτε ελαλησεν ο Σολομων, Ο Κυριος ειπεν οτι θελει κατοικει εν γνοφω·
12Atunci Solomon a zis: ,,Domnul a zis că vrea să locuiască în întunerec!
13ωκοδομησα εις σε οικον κατοικησεως, τοπον δια να κατοικης αιωνιως.
13Eu am zidit o casă care va fi locuinţa Ta, un loc unde vei locui pe vecie!``
14Και στρεψας ο βασιλευς το προσωπον αυτου, ευλογησε πασαν την συναγωγην του Ισραηλ· πασα δε η συναγωγη του Ισραηλ ιστατο.
14Împăratul şi -a întors faţa, şi a binecuvîntat pe toată adunarea lui Israel. Toată adunarea lui Israel era în picioare.
15Και ειπεν, Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, οστις εξετελεσε δια της χειρος αυτου εκεινο το οποιον ελαλησε δια του στοματος αυτου προς Δαβιδ τον πατερα μου, λεγων,
15Şi el a zis: ,,Binecuvîntat să fie Domnul, Dumnezeul lui Israel, care a vorbit cu gura Lui tatălui meu David, şi care împlineşte, prin puterea Lui, ce spusese, cînd a zis:
16Αφ' ης ημερας εξηγαγον τον λαον μου τον Ισραηλ εξ Αιγυπτου, δεν εξελεξα απο πασων των φυλων του Ισραηλ ουδεμιαν πολιν δια να οικοδομηθη οικος, ωστε να ηναι το ονομα μου εκει· αλλ' εξελεξα τον Δαβιδ, δια να ηναι επι τον λαον μου Ισραηλ.
16,Din ziua cînd am scos din Egipt pe poporul Meu Israel, n'am ales nici o cetate dintre toate seminţiile lui Israel ca să Mi se zidească în ea o casă unde să locuiască Numele Meu, ci am ales pe David să împărăţească peste poporul Meu Israel!`
17Και ηλθεν εις την καρδιαν Δαβιδ του πατρος μου να οικοδομηση οικον εις το ονομα Κυριου του Θεου του Ισραηλ.
17Tatăl meu David avea de gînd să zidească o casă Numelui Domnului, Dumnezeului lui Israel.
18Αλλ' ο Κυριος ειπε προς Δαβιδ τον πατερα μου, Επειδη ηλθεν εις την καρδιαν σου να οικοδομησης οικον εις το ονομα μου, καλως μεν εκαμες οτι συνελαβες τουτο εν τη καρδια σου·
18Şi Domnul a zis tatălui meu David: ,Fiindcă ai avut de gînd să zideşti o casă Numelui Meu, bine ai făcut că ai avut acest gînd.
19πλην συ δεν θελεις οικοδομησει τον οικον· αλλ' ο υιος σου, οστις θελει εξελθει εκ της οσφυος σου, ουτος θελει οικοδομησει τον οικον εις το ονομα μου.
19Numai că nu tu vei zidi casa; ci fiul tău ieşit din trupul tău, va zidi casa Numelui Meu.``
20Ο Κυριος λοιπον εξεπληρωσε τον λογον αυτου, τον οποιον ελαλησε· και εγω ανεστην αντι Δαβιδ του πατρος μου, και εκαθησα επι του θρονου του Ισραηλ, καθως ελαλησεν ο Κυριος, και ωκοδομησα τον οικον εις το ονομα Κυριου του Θεου του Ισραηλ.
20Domnul a împlinit cuvintele pe cari le rostise. Eu m'am ridicat în locul tatălui meu David, şi am şezut pe scaunul de domnie al lui Israel, cum vestise Domnul, şi am zidit casa Numelui Domnului, Dumnezeul lui Israel.
21Και διωρισα εκει τοπον δια την κιβωτον, εν η κειται η διαθηκη του Κυριου, την οποιαν εκαμε προς τους πατερας ημων, οτε εξηγαγεν αυτους εκ γης Αιγυπτου.
21Am rînduit un loc pentru chivot, unde este legămîntul Domnului, legămîntul pe care l -a făcut El cu părinţii noştri, cînd i -a scos din ţara Egiptului.
22[] Και σταθεις ο Σολομων εμπροσθεν του θυσιαστηριου του Κυριου, ενωπιον πασης της συναγωγης του Ισραηλ, εξετεινε τας χειρας αυτου προς τον ουρανον,
22Solomon s'a aşezat înaintea altarului Domnului, în faţa întregei adunări a lui Israel. Şi -a întins mînile spre cer,
23και ειπε, Κυριε Θεε του Ισραηλ, δεν ειναι Θεος ομοιος σου εκ τω ουρανω ανω και επι της γης κατω, οστις φυλαττεις την διαθηκην και το ελεος προς τους δουλους σου τους περιπατουντας ενωπιον σου εν ολη τη καρδια αυτων·
23şi a zis: ,,Doamne, Dumnezeul lui Israel! Nu este Dumnezeu ca Tine, nici sus în ceruri, nici jos pe pămînt: Tu ţii legămîntul şi îndurarea faţă de robii Tăi, cari umblă înaintea Ta din toată inima lor!
24οστις εφυλαξας προς τον δουλον σου Δαβιδ τον πατερα μου οσα ελαλησας προς αυτον· και ελαλησας δια του στοματος σου και εξετελεσας δια της χειρος σου, καθως την ημεραν ταυτην.
24Astfel, ai ţinut cuvîntul dat robului tău David, tatăl meu; şi ce ai spus cu gura Ta, împlineşti în ziua aceasta cu puterea Ta.
25Και τωρα, Κυριε Θεε του Ισραηλ, φυλαξον προς τον δουλον σου Δαβιδ τον πατερα μου εκεινο το οποιον υπεσχεθης προς αυτον, λεγων, Δεν θελει εκλειψει εις σε ανηρ απ' εμπροσθεν μου καθημενος επι του θρονου του Ισραηλ, μονον εαν προσεχωσιν οι υιοι σου εις την οδον αυτων, δια να περιπατωσιν ενωπιον μου, καθως συ περιεπατησας ενωπιον μου.
25Acum, Doamne, Dumnezeul lui Israel, ţine făgăduinţa pe care ai făcut -o tatălui meu David, cînd ai zis: ,Nu vei fi lipsit niciodată înaintea Mea de un urmaş care să şadă pe scaunul de domnie al lui Israel, numai fiii tăi să ia seamă la calea lor, şi să umble înaintea Mea cum ai umblat tu înaintea Mea.
26Τωρα λοιπον, Θεε του Ισραηλ, ας αληθευση, δεομαι, ο λογος σου, τον οποιον ελαλησας προς τον δουλον σου Δαβιδ τον πατερα μου.
26Oh, Dumnezeul lui Israel, împlinească-se făgăduinţa pe care ai făcut -o robului tău David, tatăl meu!
27Αλλα θελει αληθως κατοικησει Θεος επι της γης; ιδου, ο ουρανος και ο ουρανος των ουρανων δεν ειναι ικανοι να σε χωρεσωσι· ποσον ολιγωτερον ο οικος ουτος, τον οποιον ωκοδομησα.
27Dar ce! Va locui oare cu adevărat Dumnezeu pe pămînt? Iată că cerurile şi cerurile cerurilor nu pot să Te cuprindă: cu cît mai puţin casa aceasta pe care Ţi-am zidit -o eu!
28Πλην επιβλεψον επι την προσευχην του δουλου σου και επι την δεησιν αυτου, Κυριε Θεε μου, ωστε να εισακουσης της κραυγης και της δεησεως, την οποιαν ο δουλος σου δεεται ενωπιον σου την σημερον.
28Totuş, Doamne, Dumnezeul meu, ia aminte la rugăciunea robului Tău şi la cererea lui; ascultă strigătul şi rugăciunea pe care Ţi -o face astăzi robul Tău.
29δια να ηναι οι οφθαλμοι σου ανεωγμενοι προς τον οικον τουτον νυκτα και ημεραν, προς τον τοπον περι του οποιου ειπας, Το ονομα μου θελει εισθαι εκει· δια να εισακουης της δεησεως, την οποιαν ο δουλος σου θελει δεεσθαι εν τω τοπω τουτω.
29Ochii tăi să fie zi şi noapte deschişi asupra casei acesteia, asupra locului despre care ai zis: ,Acolo va fi Numele Meu!` Ascultă rugăciunea pe care Ţi -o face robul Tău în locul acesta.
30Και επακουε της δεησεως του δουλου σου και του λαου σου Ισραηλ, οταν προσευχωνται εν τω τοπω τουτω· και ακουε συ εκ του τοπου της κατοικησεως σου, εκ του ουρανου· και ακουων, γινου ιλεως.
30Binevoieşte şi ascultă cererea robului Tău şi a poporului Tău Israel, cînd se vor ruga în locul acesta! Ascultă -i din locul locuinţei Tale, din ceruri, ascultă -i şi iartă -i!
31Εαν αμαρτηση τις ανθρωπος εις τον πλησιον αυτου και ζητηση ορκον παρ' αυτου δια να καμη αυτον να ορκισθη, και ο ορκος ελθη εμπροσθεν του θυσιαστηριου σου εν τω οικω τουτω,
31Dacă va păcătui cineva împotriva aproapelui său şi va fi silit să facă un jurămînt, şi va veni să jure înaintea altarului Tău, în casa aceasta, -
32τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου και ενεργησον και κρινον τους δουλους σου, καταδικαζων μεν τον ανομον, ωστε να στρεψης κατα της κεφαλης αυτου την πραξιν αυτου, δικαιονων δε τον δικαιον, ωστε να αποδωσης εις αυτον κατα την δικαιοσυνην αυτου.
32ascultă -l din ceruri, lucrează, şi fă dreptate robilor Tăi; osîndeşte pe cel vinovat, şi întoarce vina purtării lui asupra capului lui; dă dreptate celui nevinovat, şi fă -i după nevinovăţia lui!
33Οταν κτυπηθη ο λαος σου Ισραηλ εμπροσθεν του εχθρου, διοτι ημαρτησαν εις σε, και επιστρεψωσι προς σε και δοξασωσι το ονομα σου και προσευχηθωσι και δεηθωσιν ενωπιον σου εν τω οικω τουτω,
33Cînd poporul Tău Israel va fi bătut de vrăjmaş, pentrucă a păcătuit împotriva Ta: dacă se vor întoarce la Tine şi vor da slavă Numelui Tău, dacă ...ţi vor face rugăciuni şi cereri în casa aceasta, -
34τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου και συγχωρησον την αμαρτιαν του λαου σου Ισραηλ, και επαναγαγε αυτους εις την γην, την οποιαν εδωκας εις τους πατερας αυτων.
34ascultă -i din ceruri, iartă păcatul poporului Tău Israel, şi întoarce -i în ţara pe care ai dat -o părinţilor lor!
35Οταν ο ουρανος κλεισθη, και δεν γινηται βροχη, διοτι ημαρτησαν εις σε, εαν προσευχηθωσι προς τον τοπον τουτον και δοξασωσι το ονομα σου και επιστρεψωσιν απο των αμαρτιων αυτων, αφου ταπεινωσης αυτους,
35Cînd se va închide cerul, şi nu va fi ploaie, din pricina păcatelor făcute de ei împotriva Ta: dacă se vor ruga în locul acesta şi vor da slavă Numelui tău, şi dacă se vor abate dela păcatele lor, pentrucă -i vei pedepsi-
36τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου και συγχωρησον την αμαρτιαν των δουλων σου και του λαου σου Ισραηλ, διδαξας αυτους την οδον την αγαθην, εις την οποιαν πρεπει να περιπατωσι, και δος βροχην επι την γην σου, την οποιαν εδωκας εις τον λαον σου δια κληρονομιαν.
36ascultă -i din ceruri, iartă păcatul robilor Tăi şi al poporului Tău Israel, învaţă -l calea cea bună pe care trebuie să umble, şi să trimeţi ploaie pe pămîntul pe care l-ai dat de moştenire poporului Tău!
37Πεινα εαν γεινη εν τη γη, θανατικον εαν γεινη, ανεμοφθορια, ερυσιβη, ακρις, βρουχος εαν γεινη, ο εχθρος αυτων εαν πολιορκηση αυτους εν τω τοπω της κατοικιας αυτων, οποιαδηποτε πληγη, οποιαδηποτε νοσος γεινη,
37Cînd foametea, ciuma, rugina, tăciunele, lăcustele, de un fel sau altul, vor fi în ţară, cînd vrăjmaşul va împresura pe poporul Tău în ţara lui, în cetăţile lui, cînd vor fi urgii sau boli de orice fel:
38πασαν προσευχην, πασαν δεησιν γινομενην υπο παντος ανθρωπου, υπο παντος του λαου σου Ισραηλ, οταν γνωριση εκαστος την πληγην της καρδιας αυτου και εκτεινη τας χειρας αυτου προς τον οικον τουτον,
38dacă un om, dacă tot poporul Tău Israel va face rugăciuni şi cereri, şi fiecare îşi va cunoaşte mustrarea cugetului lui şi va întinde mînile spre casa aceasta, -
39τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου, του τοπου της κατοικησεως σου, και συγχωρησον και ενεργησον και δος εις εκαστον κατα πασας τας οδους αυτου, οπως γνωριζεις την καρδιαν αυτου, διοτι συ, μονος συ, γνωριζεις τας καρδιας παντων των υιων ανθρωπων.
39ascultă -l din ceruri, din locul locuinţei Tale, şi iartă -l; lucrează, şi răsplăteşte fiecăruia după căile lui, Tu care cunoşti inima fiecăruia, căci numai Tu cunoşti inima tuturor copiilor oamenilor,
40δια να σε φοβωνται πασας τας ημερας οσας ζωσιν επι προσωπου της γης, την οποιαν εδωκας εις τους πατερας ημων.
40ca să se teamă de Tine în tot timpul cît vor trăi în ţara pe care ai dat -o părinţilor noştri!
41Και τον ξενον ετι, οστις δεν ειναι εκ του λαου σου Ισραηλ, αλλ' ερχεται απο γης μακρας δια το ονομα σου,
41Cînd străinul, care nu este din poporul Tău Israel, va veni dintr'o ţară depărtată, pentru Numele Tău,
42διοτι θελουσιν ακουσει το ονομα σου το μεγα και την χειρα σου την κραταιαν και τον βραχιονα σου τον εξηπλωμενον, οταν ελθη και προσευχηθη προς τον οικον τουτον,
42căci se va şti că Numele Tău este mare, mîna Ta este tare, şi braţul Tău este întins, cînd va veni să se roage în casa aceasta, -
43συ επακουσον εκ του ουρανου, του τοπου της κατοικησεως σου, και ενεργησον κατα παντα περι οσων ο ξενος σε επικαλεσθη· δια να γνωρισωσι παντες οι λαοι της γης το ονομα σου, να σε φοβωνται, καθως ο λαος σου Ισραηλ· και δια να γνωρισωσιν οτι το ονομα σου εκληθη επι τον οικον τουτον, τον οποιον ωκοδομησα.
43ascultă -l din ceruri, din locul locuinţei Tale, şi dă străinului aceluia tot ce-Ţi va cere, pentruca toate popoarele pămîntului să cunoască Numele Tău, să se teamă de Tine, ca şi poporul Tău Israel, şi să ştie că Numele Tău este chemat peste casa aceasta pe care am zidit -o eu!
44Οταν ο λαος σου εξελθη εις πολεμον εναντιον των εχθρων αυτων, οπου αποστειλης αυτους, και προσευχηθωσιν εις τον Κυριον, προς την πολιν, την οποιαν εξελεξας, και τον οικον, τον οποιον ωκοδομησα εις το ονομα σου,
44Cînd poporul Tău va ieşi la luptă împotriva vrăjmaşului său, urmînd calea pe care i -o vei porunci Tu: dacă vor face rugăciuni Domnului, cu privirile întoarse spre cetatea pe care ai ales -o Tu, şi spre casa pe care am zidit -o eu Numelui Tău, -
45τοτε επακουσον εκ του ουρανου της προσευχης αυτων και της δεησεως αυτων, και καμε το δικαιον αυτων.
45ascultă din ceruri rugăciunile şi cererile lor, şi fă-le dreptate!
46Οταν αμαρτησωσιν εις σε, διοτι ουδεις ανθρωπος ειναι αναμαρτητος, και οργισθης εις αυτους και παραδωσης αυτους εις τον εχθρον, ωστε οι αιχμαλωτισται να φερωσιν αυτους αιχμαλωτους εις την γην του εχθρου, μακραν η πλησιον,
46Cînd vor păcătui împotriva Ta, -căci nu este om care să nu păcătuiască, -şi Te vei mînia împotriva lor şi -i vei da în mîna vrăjmaşului, care -i va duce robi într'o ţară vrăjmaşă, depărtată sau apropiată:
47και ελθωσιν εις εαυτους εν τη γη, οπου εφερθησαν αιχμαλωτοι, και επιστρεψωσι και δεηθωσι προς σε εν τη γη των αιχμαλωτισαντων αυτους, λεγοντες, Ημαρτομεν, ηνομησαμεν, ηδικησαμεν,
47dacă se vor coborî în ei înşişi, în ţara unde vor fi robi, dacă se vor întoarce la Tine, şi-Ţi vor face cereri în ţara celor ce -i vor duce în robie, şi vor zice: ,Am păcătuit, am săvîrşit fărădelegi, am făcut rău!`;
48και επιστρεψωσι προς σε εξ ολης της καρδιας αυτων και εξ ολης της ψυχης αυτων, εν τη γη των εχθρων των αιχμαλωτισαντων αυτους, και προσευχηθωσι προς σε προς την γην αυτων την οποιαν εδωκας εις τους πατερας αυτων, την πολιν την οποιαν εξελεξας, και τον οικον τον οποιον ωκοδομησα εις το ονομα σου,
48dacă se vor întoarce la Tine din toată inima lor şi din tot sufletul lor, în ţara vrăjmaşilor lor cari i-au luat robi, dacă-Ţi vor face rugăciuni, cu privirile întoarse spre ţara lor, pe care ai dat -o părinţilor lor, spre cetatea pe care ai ales -o, şi spre casa pe care am zidit -o eu Numelui Tău, -
49τοτε επακουσον εκ του ουρανου, του τοπου της κατοικησεως σου, της προσευχης αυτων και της δεησεως αυτων και καμε το δικαιον αυτων,
49ascultă din ceruri, din locul locuinţei Tale, rugăciunile şi cererile lor: şi fă-le dreptate;
50και συγχωρησον εις τον λαον σου, τον αμαρτησαντα εις σε, και αφες πασας τας παραβασεις αυτων, δια των οποιων εγειναν παραβαται εναντιον σου, και κινησον εις οικτιρμον αυτων τους αιχμαλωτισαντας αυτους ωστε να οικτειρωσιν αυτους·
50iartă poporului Tău păcatele lui şi toate fărădelegile făcute împotriva Ta; trezeşte mila celor ce -i vor ţinea robi, ca să se îndure de ei,
51διοτι λαος σου και κληρονομια σου ειναι, τον οποιον εξηγαγες εξ Αιγυπτου, εκ μεσου του σιδηρου χωνευτηριου.
51căci sînt poporul Tău şi moştenirea Ta, şi Tu i-ai scos din Egipt, din mijlocul unui cuptor de fer!
52Ας ηναι λοιπον οι οφθαλμοι σου ανεωγμενοι εις την δεησιν του δουλου σου και εις την δεησιν του λαου σου Ισραηλ, δια να εισακουης αυτους περι οσων σε επικαλεσθωσι,
52Ochii Tăi să fie deschişi la cererea robului Tău şi la cererea poporului Tău Israel, ca să -i asculţi în tot ce-Ţi vor cere!
53διοτι συ εξεχωρισας αυτους απο παντων των λαων της γης, δια να ηναι κληρονομια σου, καθως ελαλησας δια χειρος Μωυσεως του δουλου σου, οτε εξηγαγες τους πατερας ημων εξ Αιγυπτου, Δεσποτα Κυριε.
53Căci Tu i-ai ales din toate celelalte popoare ale pămîntului, ca să faci din ei moştenirea Ta, cum ai spus prin robul Tău Moise, cînd ai scos din Egipt pe părinţii noştri, Doamne, Dumnezeule!``
54[] Και αφου ετελειωσεν ο Σολομων να καμνη ολην την προσευχην και την δεησιν ταυτην προς τον Κυριον, εσηκωθη απ' εμπροσθεν του θυσιαστηριου του Κυριου, οπου ητο γονυπετης με τας χειρας αυτου εξηπλωμενας προς τον ουρανον.
54Cînd a isprăvit Solomon de spus Domnului toată rugăciunea aceasta şi cererea aceasta, s'a sculat dinaintea altarului Domnului, unde îngenunchiase, cu mînile întinse spre cer.
55Και εσταθη και ευλογησε πασαν την συναξιν του Ισραηλ μετα φωνης μεγαλης, λεγων,
55Şi stînd în picioare, a binecuvîntat cu glas tare toată adunarea lui Israel, zicînd:
56Ευλογητος Κυριος, οστις εδωκεν αναπαυσιν εις τον λαον αυτου Ισραηλ, κατα παντα οσα υπεσχεθη· δεν επεσεν ουδε εις εκ παντων των λογων των αγαθων, τους οποιους ελαλησε δια χειρος Μωυσεως του δουλου αυτου.
56,,Binecuvîntat să fie Domnul, care a dat odihnă poporului Său Israel, după toate făgăduinţele Lui! Din toate bunele cuvinte pe cari le rostise prin robul Său Moise, niciunul n'a rămas neîmplinit.
57Γενοιτο Κυριος ο Θεος ημων μεθ' ημων, καθως ητο μετα των πατερων ημων να μη αφηση ημας, μηδε να εγκαταλειψη ημας·
57Domnul, Dumnezeul nostru, să fie cu noi, cum a fost cu părinţii noştri; să nu ne părăsească şi să nu ne lase,
58δια να επικλινη τας καρδιας ημων εις εαυτον ωστε να περιπατωμεν εις πασας τας οδους αυτου και να φυλαττωμεν τας εντολας αυτου και τα διαταγματα αυτου και τας κρισεις αυτου, τα οποια προσεταξεν εις τους πατερας ημων.
58ci să ne plece inimile spre El, ca să umblăm în toate căile Lui, şi să păzim poruncile Lui, legile Lui şi rînduielile Lui, pe cari le -a poruncit părinţilor noştri!
59Και ουτοι οι λογοι μου, τους οποιους εδεηθην ενωπιον του Κυριου, να ηναι ημεραν και νυκτα πλησιον Κυριου του Θεου ημων, δια να καμνη το δικαιον του δουλου αυτου και το δικαιον του λαου αυτου Ισραηλ, κατα την αναγκην εκαστης ημερας·
59Cuvintele acestea, cuprinse în cererile mele înaintea Domnului, să fie zi şi noapte înaintea Domnului, Dumnezeului nostru, şi să facă în tot timpul dreptate robului Său şi poporului Său Israel,
60δια να γνωρισωσι παντες οι λαοι της γης, οτι ο Κυριος, αυτος ειναι ο Θεος, ουδεις αλλος.
60pentruca toate popoarele pămîntului să poată cunoaşte că Domnul este Dumnezeu şi că nu este alt Dumnezeu afară de El!
61Ας ηναι λοιπον η καρδια σας τελεια προς Κυριον τον Θεον ημων, δια να περιπατητε εις τα διαταγματα αυτου και να φυλαττητε τας εντολας αυτου, καθως εν τη ημερα ταυτη.
61Inima voastră să fie în totul a Domnului, Dumnezeului nostru, cum este astăzi, ca să urmaţi legile Lui şi să păziţi poruncile Lui.``
62[] Και ο βασιλευς και πας ο Ισραηλ μετ' αυτου, προσεφεραν θυσιαν ενωπιον του Κυριου.
62Împăratul şi tot Israelul împreună cu el au adus jertfe înaintea Domnului.
63Και εθυσιασεν Σολομων τας θυσιας τας ειρηνικας, τας οποιας προσεφερεν εις τον Κυριον, εικοσιδυο χιλιαδας βοων και εκατον εικοσι χιλιαδας προβατων· ουτως εγκαινιασαν τον οικον του Κυριου ο βασιλευς και παντες οι υιοι Ισραηλ.
63Solomon a junghiat douăzeci şi două de mii de boi şi o sută douăzeci de mii de oi pentru jertfa de mulţămire, pe care a adus -o Domnului. Aşa a făcut împăratul şi toţi copiii lui Israel sfinţirea Casei Domnului.
64Την αυτην ημεραν καθιερωσεν ο βασιλευς το μεσον της αυλης της κατα προσωπον του οικου του Κυριου· διοτι εκει προσεφερε τα ολοκαυτωματα και την εξ αλφιτων προσφοραν και το στεαρ των ειρηνικων προσφορων· επειδη το θυσιαστηριον το χαλκινον, το κατ' εμπροσθεν του Κυριου, ητο μικρον ωστε να χωρεση τα ολοκαυτωματα και την εξ αλφιτων προσφοραν και το στεαρ των ειρηνικων προσφορων.
64În ziua aceea, împăratul a sfinţit mijlocul curţii, care este înaintea Casei Domnului; căci acolo a adus arderile de tot, darurile de mîncare, şi grăsimile jertfelor de mulţămire, pentrucă altarul de aramă care este înaintea Domnului era prea mic, ca să cuprindă arderile de tot, darurile de mîncare, şi grăsimile jertfelor de mulţămire.
65Και κατ' εκεινον τον καιρον εκαμεν Σολομων την εορτην, και πας ο Ισραηλ μετ' αυτου, συναξις μεγαλη, απο της εισοδου Αιμαθ μεχρι του ποταμου Αιγυπτου, ενωπιον Κυριου του Θεου ημων, επτα ημερας και επτα ημερας, δεκατεσσαρας ημερας.
65Solomon a prăznuit atunci sărbătoarea, şi tot Israelul a prăznuit împreună cu el. O mare mulţime, venită dela împrejurimile Hamatului pînă la pîrîul Egiptului, s'a strîns înaintea Domnului, Dumnezeului nostru, timp de şapte zile, şi alte şapte zile, adică patrusprezece zile.
66την ογδοην ημεραν απελυσε τον λαον· και ευλογησαν τον βασιλεα και ανεχωρησαν εις τας σκηνας αυτων, χαιροντες και ευφραινομενοι εκ καρδιας, δια παντα τα αγαθα οσα ο Κυριος εκαμε προς Δαβιδ τον δουλον αυτου και προς Ισραηλ τον λαον αυτου.
66În ziua a opta, a dat drumul poporului. Şi ei au binecuvîntat pe împărat, şi s'au dus în corturile lor, veseli şi cu inima mulţămită pentru tot binele pe care -l făcuse Domnul robului Său David, şi poporului Său Israel.