1[] Ανεβη δε Ναας ο Αμμωνιτης και εστρατοπεδευσεν εναντιον της Ιαβεις-γαλααδ· και ειπον παντες οι ανδρες της Ιαβεις εις τον Ναας, Καμε συνθηκην προς ημας, και θελομεν σε δουλευει.
1Nahaş, Amonitul, a venit şi a împresurat Iabesul din Galaad. Toţi locuitorii din Iabes au zis lui Nahaş: ,,Fă... legămînt cu noi, şi-ţi vom fi supuşi.``
2Και ειπε προς αυτους Ναας ο Αμμωνιτης, Με τουτο θελω καμει συνθηκην προς εσας, να εξορυξω παντας τους δεξιους οφθαλμους σας, και να βαλω τουτο ονειδος επι παντα τον Ισραηλ.
2Dar Nahaş, Amonitul, le -a răspuns: ,,Voi face legămînt cu voi dacă mă lăsaţi să vă scot la toţi ochiul drept, şi să arunc astfel o ocară asupra întregului Israel.``
3Και ειπον προς αυτον οι πρεσβυτεροι της Ιαβεις, Δος εις ημας επτα ημερων αναβολην, δια να αποστειλωμεν μηνυτας εις παντα τα ορια του Ισραηλ· και τοτε, εαν δεν ηναι τις να μας σωση, θελομεν εξελθει προς σε.
3Bătrînii din Iabes i-au zis: ,,Dă-ne un răgaz de şapte zile, ca să trimetem soli în tot ţinutul lui Israel; şi dacă nu va fi nimeni să ne ajute, ne vom supune ţie``.
4Ηλθον λοιπον οι μηνυται εις Γαβαα του Σαουλ και ειπον τους λογους εις τα ωτα του λαου· και υψωσαν πας ο λαος την φωνην αυτων και εκλαυσαν.
4Solii au ajuns la Ghibea, cetatea lui Saul, şi au spus aceste lucruri în auzul poporului. Şi tot poporul a ridicat glasul, şi a plîns.
5[] Και ιδου, ο Σαουλ ηρχετο κατοπιν της αγελης εκ του αγρου· και ειπεν ο Σαουλ, Τι εχει ο λαος και κλαιει; Και διηγηθησαν προς αυτον τους λογους των ανδρων της Ιαβεις.
5Saul tocmai se întorcea dela cîmp, în urma boilor, şi a întrebat: ,,Ce are poporul de plînge?`` I-au istorisit ce spuseseră cei din Iabes.
6Και επηλθεν επι τον Σαουλ πνευμα Θεου, οτε ηκουσε τους λογους εκεινους· και εξηφθη η οργη αυτου σφοδρα.
6Cum a auzit Saul aceste lucruri, Duhul lui Dumnezeu a venit peste el, şi s'a mîniat foarte tare.
7Και ελαβε ζευγος βοων, και κατακοψας αυτους εις τμηματα, απεστειλεν αυτα κατα παντα τα ορια του Ισραηλ δια χειρος μηνυτων, λεγων, Οστις δεν εξελθη κατοπιν του Σαουλ και κατοπιν του Σαμουηλ, ουτω θελει γεινει εις τους βοας αυτου. Και επεπεσε φοβος Κυριου επι τον λαον, και εξηλθον ως εις ανθρωπος.
7A luat o păreche de boi, i -a tăiat în bucăţi, şi le -a trimes prin soli în tot ţinutul lui Israel, zicînd: ,,Oricine nu va merge după Saul şi Samuel, îşi va vedea boii tăiaţi la fel``. Groaza Domnului a apucat pe popor, care a pornit ca un singur om.
8Και οτε απηριθμησεν αυτους εν Βεζεκ, οι υιοι Ισραηλ ησαν τριακοσιαι χιλιαδες και οι ανδρες Ιουδα τριακοντα χιλιαδες.
8Saul le -a făcut numărătoarea la Bezec; copiii lui Israel erau trei sute de mii, şi bărbaţii lui Iuda treizeci de mii.
9Και ειπον προς τους ελθοντας μηνυτας, Ουτω θελετε ειπει προς τους ανδρας της Ιαβεις-γαλααδ· Αυριον, καθως ο ηλιος θερμανη, θελει εισθαι εις εσας σωτηρια. Και ηλθον οι μηνυται και ανηγγειλαν προς τους ανδρας της Ιαβεις· και υπερεχαρησαν.
9Ei au zis solilor cari veniseră: ,,Aşa să vorbiţi locuitorilor Iabesului din Galaad: Mîne, cînd va dogorî soarele, veţi avea ajutor``. Solii au dus vestea aceasta celor din Iabes, cari s'au umplut de bucurie,
10Και ειπον οι ανδρες της Ιαβεις, Αυριον θελομεν εξελθει προς εσας, και θελετε καμει εις ημας παν ο, τι σας φαινεται καλον.
10şi au zis Amoniţilor: ,,Mîine ne vom supune vouă, şi ne veţi face ce vă va plăcea``.
11Και την επαυριον διηρεσεν ο Σαουλ τον λαον εις τρια ταγματα· και εισηλθον εις το μεσον του στρατοπεδου, εν τη πρωινη φυλακη, και επαταξαν τους Αμμωνιτας εωσου θερμανη η ημερα· και οι εναπολειφθεντες διεσκορπισθησαν, ωστε ουδε δυο εξ αυτων δεν εμειναν ηνωμενοι.
11A două zi, Saul a împărţit poporul în trei cete. Au pătruns în tabăra Amoniţilor în straja dimineţei, şi i-au bătut pînă la căldura zilei. Ceice au scăpat, au fost risipiţi, şi n'au mai rămas doi laolaltă dintre ei.
12[] Και ειπεν ο λαος προς τον Σαμουηλ, Τις ειναι εκεινος οστις ειπεν, Ο Σαουλ θελει βασιλευσει εφ' ημας; παραδωσατε τους ανδρας, δια να θανατωσωμεν αυτους.
12Poporul a zis lui Samuel: ,,Cine zicea: ,Saul să domnească peste noi? `Daţi încoace pe oamenii aceia, ca să -i omorîm.``
13Και ειπεν ο Σαουλ, Δεν θελει θανατωθη ουδεις την ημεραν ταυτην· διοτι σημερον εκαμεν ο Κυριος σωτηριαν εν τω Ισραηλ.
13Dar Saul a zis: ,,Nimeni nu va fi omorît în ziua aceasta, căci astăzi Domnul a dat o izbăvire lui Israel``.
14Τοτε ειπεν ο Σαμουηλ προς τον λαον, Ελθετε, και ας υπαγωμεν εις Γαλγαλα και ας εγκαινισωμεν εκει την βασιλειαν.
14Şi Samuel a zis poporului: ,,Veniţi, şi să mergem la Ghilgal, ca să întărim acolo împărăţia.``
15Και υπηγε πας ο λαος εις Γαλγαλα· και εκει εκαμον τον Σαουλ βασιλεα ενωπιον του Κυριου εν Γαλγαλοις· και εκει εθυσιασαν θυσιας ειρηνικας ενωπιον του Κυριου· και εκει ευφρανθησαν ο Σαουλ και παντες οι ανδρες Ισραηλ σφοδρα.
15Tot poporul s'a dus la Ghilgal, şi au pus pe Saul împărat, înaintea Domnului, la Ghilgal. Acolo, au adus jertfe... de mulţămire înaintea Domnului; şi Saul şi toţi oamenii lui Israel s'au veselit foarte mult acolo.