1[] Και ηλθεν ο Δαβιδ εις Νωβ, προς Αχιμελεχ τον ιερεα· εξεπλαγη δε ο Αχιμελεχ εις την συναντησιν του Δαβιδ και ειπε προς αυτον, Δια τι συ μονος, και δεν ειναι ουδεις μετα σου;
1David s'a dus la Nob, la preotul Ahimelec, care a alergat speriat înaintea lui, şi i -a zis: ,,Pentruce eşti singur şi nu este nimeni cu tine?``
2Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αχιμελεχ τον ιερεα, Ο βασιλευς προσεταξεν εις εμε υποθεσιν τινα και μοι ειπεν, Ας μη εξευρη μηδεις μηδεν περι της υποθεσεως, δια την οποιαν εγω σε αποστελλω, μηδε τι προσεταξα εις εσε· και διωρισα εις τους δουλους τον δεινα και δεινα τοπον.
2David a răspuns preotului Ahimelec: ,,Împăratul mi -a dat o poruncă şi mi -a zis: ,Nimeni să nu ştie nimic de pricina pentru care te trimet şi de porunca pe care ţi-am dat -o.` Am hotărît un loc de întîlnire cu oamenii mei.
3Τωρα λοιπον τι σοι ειναι προχειρον; δος πεντε αρτους εις την χειρα μου, η ο, τι ευρισκεται.
3Acum ce ai la îndemînă? Dă-mi cinci pîni, sau ce se va găsi.``
4Και απεκριθη ο ιερευς προς τον Δαβιδ, και ειπε, Δεν εχω προχειρον ουδενα κοινον αρτον, αλλ' ειναι αρτοι ηγιασμενοι· οι νεοι εφυλαχθησαν καθαροι τουλαχιστον απο γυναικων;
4Preotul a răspuns lui David: ,,N-am pîne obicinuită la îndemnă, ci numai pîne sfinţită; doar dacă oamenii tăi s'au ferit de împreunarea cu femei!``
5Και απεκριθη ο Δαβιδ προς τον ιερεα και ειπε προς αυτον, Μαλιστα αι γυναικες ειναι μακραν αφ' ημων εις τας τρεις ταυτας ημερας, αφου εξηλθον, και τα σκευη των νεων ειναι καθαρα· και ουτος ο αρτος ειναι τροπον τινα κοινος, μαλιστα επειδη σημερον ειναι αλλος ηγιασμενος εις τα σκευη.
5David a răspuns preotului: ,,Ne-am ferit de împreunarea cu femei de trei zile decînd am plecat, şi toţi oamenii mei sînt curaţi; de altfel, dacă aceasta este o faptă necurată, va fi sfinţită negreşt azi de acela care o va face.``
6Εδωκε λοιπον ο ιερευς εις αυτον τους αρτους τους αγιους· διοτι δεν ητο εκει αρτος παρα τους αρτους της προθεσεως, οιτινες ειχον σηκωθη απ' εμπροσθεν του Κυριου, δια να θεσωσιν αρτους ζεστους καθ' ην ημεραν εσηκωθησαν εκεινοι.
6Atunci preotul i -a dat pînea sfinţită, căci nu era acolo altă pîne decît pînea pentru punerea înainte, care fusese luată dinaintea Domnului ca să fie înlocuită cu pîne caldă, în clipa cînd luaseră pe cealaltă.
7Ητο δε εκει ανθρωπος τις εκ των δουλων του Σαουλ, την ημεραν εκεινην, κρατουμενος ενωπιον του Κυριου· και το ονομα αυτου Δωηκ, ο Ιδουμαιος, ο πρωτιστος των ποιμενων του Σαουλ.
7Chiar în ziua aceea, se afla acolo închis înaintea Domnului un om dintre slujitorii lui Saul; era un Edomit, numit Doeg, căpetenia păstorilor lui Saul.
8Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αχιμελεχ, Και δεν εχεις εδω προχειρον κανεν δορυ η ρομφαιαν; διοτι ουτε την ρομφαιαν μου ουτε τα οπλα μου ελαβον εν τη χειρι μου, επειδη του βασιλεως η υποθεσις ητο κατεπειγουσα.
8David a zis lui Ahimelec: ,,N'ai la îndemînă o suliţă sau o sabie? Căci nu mi-am luat cu mine nici sabia nici armele, pentrucă porunca împăratului era grabnică.``
9Και ειπεν ο ιερευς, Η ρομφαια Γολιαθ του Φιλισταιου, τον οποιον επαταξας εν τη κοιλαδι Ηλα, ιδου ειναι περιτετυλιγμενη εις φορεμα οπισθεν του εφοδ· εαν θελης να λαβης αυτην, λαβε· διοτι ενταυθα δεν ειναι αλλη παρα εκεινην. Και ειπεν ο Δαβιδ, Δεν ειναι ουδεμια ως αυτη· δος μοι αυτην.
9Preotul a răspuns: ,,Iată sabia lui Goliat, Filisteanul, pe care l-ai omorît în valea terebinţilor; este învelită într'un covor, în dosul efodului; dacă vrei s'o iei, ia -o, căci nu este alta aici.`` Şi David a zis: ,,Nu -i alta ca ea; dă-mi -o.``
10[] Και εσηκωθη ο Δαβιδ και εφυγε την ημεραν εκεινην απο προσωπου του Σαουλ, και υπηγε προς τον Αγχους, βασιλεα της Γαθ
10David s'a sculat şi a fugit chiar în ziua aceea de Saul. A ajuns la Achiş, împăratul Gatului.
11Και ειπον οι δουλοι του Αγχους προς αυτον, Δεν ειναι ουτος ο Δαβιδ ο βασιλευς του τοπου; δεν ειναι ουτος, εις τον οποιον αμοιβαιως εψαλλον εν τοις χοροις, λεγουσαι, Ο Σαουλ επαταξε τας χιλιαδας αυτου, και ο Δαβιδ τας μυριαδας αυτου;
11Slujitorii lui Achiş i-au zis: ,,Nu este acesta David, împăratul ţării? Nu este el acela pentru care se cînta, jucînd: ,Saul şi -a bătut miile lui, Iar David zecile lui de mii?``
12Και εβαλεν ο Δαβιδ τους λογους τουτους εν τη καρδια αυτου και εφοβηθη σφοδρα απο του Αγχους βασιλεως της Γαθ.
12David a pus la inimă aceste cuvinte, şi a avut o mare frică de Achiş, împăratul Gatului.
13Και ηλλαξε τον τροπον αυτου εμπροσθεν αυτων, και προσεποιηθη τον τρελλον μεταξυ των χειρων αυτων, και εξυεν επανω των θυρων της πυλης, και αφινε τον σιελον αυτου να καταπιπτη εις το γενειον αυτου.
13A făcut pe nebunul înaintea lor; făcea năzdrăvănii înaintea lor, făcea zgîrîieturi pe uşile porţilor, şi lăsa să -i curgă balele pe barbă.
14Τοτε ειπεν ο Αγχους προς τους δουλους αυτου, Ιδου, σεις βλεπετε τον ανθρωπον οτι ειναι τρελλος· δια τι εφερετε αυτον προς εμε;
14Achiş a zis slujitorilor săi: ,,Vedeţi bine că omul acesta şi -a pierdut minţile; pentruce mi -l aduceţi?
15μηπως εγω στερουμαι τρελλων, ωστε να φερητε τουτον δια να καμνη τον τρελλον εμπροσθεν μου; ουτος ηθελεν εισελθει εις την οικιαν μου;
15Oare duc lipsă de nebuni, de-mi aduceţi pe acesta şi mă faceţi martor la năzdrăvăniile lui? Să intre el în casa mea?``