1[] Και ο Αχιτοφελ ειπε προς τον Αβεσσαλωμ, Ας εκλεξω τωρα δωδεκα χιλιαδας ανδρων και σηκωθεις, ας καταδιωξω οπισω του Δαβιδ την νυκτα·
1Ahitofel a zis lui Absalom: ,,Lasă-mă să aleg douăsprezece mii de oameni! Mă voi scula, şi voi urmări pe David chiar în noaptea aceasta.
2και θελω επελθει κατ' αυτου, ενω ειναι αποκαμωμενος και εκλελυμενος τας χειρας, και θελω κατατρομαξει αυτον· και πας ο λαος ο μετ' αυτου θελει φυγει, και θελω παταξει τον βασιλεα μεμονωμενον·
2Îl voi lua pe neaşteptate, cînd va fi obosit şi va avea mînile slăbite, îl voi înspăimînta, şi tot poporul care este cu el va fugi. Voi lovi numai pe împărat,
3και θελω επιστρεψει παντα τον λαον προς σε· διοτι ο ανηρ, τον οποιον συ ζητεις, ειναι ως εαν παντες επεστρεφον· πας δε ο λαος θελει εισθαι εν ειρηνη.
3şi voi aduce înapoi la tine pe tot poporul; moartea omului pe care -l urmăreşti va face ca toţi să se întoarcă, şi tot poporul va fi în pace.``
4Και ηρεσεν ο λογος εις τον Αβεσσαλωμ και εις παντας τους πρεσβυτερους του Ισραηλ.
4Cuvintele acestea au plăcut lui Absalom şi tuturor bătrînilor lui Israel.
5Τοτε ειπεν ο Αβεσσαλωμ, Καλεσον τωρα και Χουσαι τον Αρχιτην, και ας ακουσωμεν τι λεγει και αυτος.
5Dar Absalom a zis: ,,Chemaţi şi pe Huşai, Architul, şi să auzim şi ce va zice el.``
6Και οτε εισηλθεν ο Χουσαι προς τον Αβεσσαλωμ, ειπε προς αυτον ο Αβεσσαλωμ, λεγων, Ο Αχιτοφελ ελαλησε κατα τουτον τον τροπον· πρεπει να καμωμεν κατα τον λογον αυτου η ουχι; λαλησον συ.
6Huşai a venit la Absalom, şi Absalom i -a zis: ,,Iată cum a vorbit Ahitofel; trebuie să facem ce a zis el, sau nu? Spune tu!``
7Και ειπεν ο Χουσαι προς τον Αβεσσαλωμ, Δεν ειναι καλη η συμβουλη, την οποιαν εδωκεν ο Αχιτοφελ ταυτην την φοραν.
7Huşai a răspuns lui Absalom: ,,De data aceasta, sfatul pe care ţi l -a dat Ahitofel nu este bun.``
8Και ειπεν ο Χουσαι, συ εξευρεις τον πατερα σου και τους ανδρας αυτου, οτι ειναι δυνατοι και καταπικροι την ψυχην, ως αρκτος στερηθεισα των τεκνων αυτης εν τη πεδιαδι και ο πατηρ σου ειναι ανηρ πολεμιστης και δεν θελει μεινει την νυκτα μετα του λαου·
8Şi Huşai a zis: ,,Tu cunoşti vitejia tatălui tău şi a oamenilor lui; sînt înfuriaţi ca o ursoaică de pe cîmp, căreia i s'au răpit puii. Tatăl tău este un om de război, şi nu va petrece noaptea cu poporul;
9ιδου, τωρα ειναι κεκρυμμενος εν λακκω τινι η εν αλλω τινι τοπω· και εαν πεσωσι τινες εξ αυτων εις την αρχην, πας οστις ακουση θελει ειπει, θραυσις εγεινεν εις τον λαον, τον ακολουθουντα τον Αβεσσαλωμ·
9iată, acum, stă ascuns în vreo groapă sau în vreun alt loc. Şi dacă, dela început, vor cădea unii subt loviturile lor, se va auzi îndată, şi se va zice: ,Poporul care urma pe Absalom a fost înfrînt!`
10τοτε και ο ανδρειος, του οποιου η καρδια ειναι ως η καρδια του λεοντος, θελει πανταπασι νεκρωθη· διοτι πας ο Ισραηλ εξευρει, οτι ο πατηρ σου ειναι δυνατος· και οι μετ' αυτου, ανδρες δυναμεως·
10Atunci cel mai viteaz, chiar dacă ar fi avut o inimă de leu, se va înspăimînta; căci tot Israelul ştie că tatăl tău este un viteaz, şi că are nişte viteji cu el.
11δια ταυτα εγω συμβουλευω να συναχθη προς σε πας ο Ισραηλ, απο Δαν εως Βηρ-σαβεε, ως η αμμος η παρα την θαλασσαν κατα το πληθος, και να υπαγης προσωπικως να πολεμησης·
11Sfatul meu este dar ca tot Israelul să se strîngă la tine, dela Dan pînă la Beer-Şeba, o mulţime ca nisipul de pe marginea mării. Şi tu însuţi să mergi la luptă.
12ουτω θελομεν επελθει κατ' αυτου εις οντινα τοπον ευρεθη, και θελομεν πεσει επ' αυτον ως πιπτει η δροσος επι την γην· ωστε εξ αυτου και εκ παντων των ανθρωπων των μετ' αυτου δεν θελει μεινει ουδε εις·
12Dacă vom ajunge la el în vreun loc unde l-am găsi, vom cădea peste el cum cade roua pe pămînt; şi nu va scăpa niciunul, nici el, nici vreunul din oamenii cari sînt cu el.
13εαν δε καταφυγη εις πολιν τινα, τοτε πας ο Ισραηλ θελει φερει κατα της πολεως εκεινης σχοινια, και θελομεν συρει αυτην εως του χειμαρρου, ωστε να μη μεινη εκει ουδε λιθαριον.
13Dacă va fugi într'o cetate, tot Israelul va duce funii la cetatea aceea, şi o vom trage în pîrîu, pînă cînd nu va mai rămînea nici o piatră în ea.``
14Και ειπεν ο Αβεσσαλωμ και παντες οι ανδρες Ισραηλ, Καλητερα ειναι η συμβουλη του Χουσαι του Αρχιτου παρα την συμβουλην του Αχιτοφελ. Διοτι ο Κυριος διεταξε να διασκεδαση την καλην συμβουλην του Αχιτοφελ, δια να επιφερη ο Κυριος το κακον επι τον Αβεσσαλωμ.
14Absalom şi toţi oamenii lui Israel au zis: ,,Sfatul lui Huşai, Architul, este mai bun decît sfatul lui Ahitofel.`` Dar Domnul hotărîse să nimicească bunul sfat al lui Ahitofel, ca să aducă nenorocirea peste Absalom.
15[] Και ειπεν ο Χουσαι προς τον Σαδωκ και προς τον Αβιαθαρ, τους ιερεις, Ουτω και ουτω συνεβουλευσεν ο Αχιτοφελ τον Αβεσσαλωμ και τους πρεσβυτερους του Ισραηλ, και ουτω και ουτω συνεβουλευσα εγω·
15Husai a zis preoţilor Ţadoc şi Abiatar: ,,Ahitofel a dat cutare şi cutare sfat lui Absalom şi bătrînilor lui Israel, şi eu i-am sfătuit cutare şi cutare lucru.
16τωρα λοιπον αποστειλατε ταχεως και αναγγειλατε προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Μη μεινης την νυκτα ταυτην εν ταις πεδιασι της ερημου, αλλα σπευσον να διαπερασης, δια να μη καταποθη ο βασιλευς και πας ο λαος ο μετ' αυτου.
16Acum trimeteţi îndată ştire lui David, şi spuneţi -i: ,Nu sta noaptea în cîmpiile pustiei, ci du-te mai departe, ca nu cumva împăratul şi tot poporul care este cu el să fie în primejdie să piară.`
17Ο δε Ιωναθαν και ο Αχιμαας ισταντο πλησιον της Εν-ρωγηλ, διοτι δεν ετολμων να φανωσιν οτι εισηρχοντο εις την πολιν· και υπηγε παιδισκη τις και απηγγειλε προς αυτους το πραγμα· οι δε υπηγαν και απηγγειλαν προς τον βασιλεα Δαβιδ.
17Ionatan şi Ahimaaţ stăteau lîngă fîntîna Roguel. Slujnica venea şi le aducea ştiri, iar ei se duceau să dea de veste împăratului David; căci nu îndrăzneau să se arate şi să intre în cetate.
18Νεος τις δε ιδων αυτους, απηγγειλε προς τον Αβεσσαλωμ· πλην και οι δυο υπηγαν ταχεως και εισηλθον εις την οικιαν τινος εν Βαουρειμ, οστις ειχε φρεαρ εν τη αυλη αυτου, και κατεβησαν εκει.
18Dar odată i -a zărit un tînăr, şi a spus lui Absalom. Ei au plecat amîndoi în grabă, şi au ajuns la Bahurim, la casa unui om care avea o fîntînă în curte, şi s'au pogorît în ea.
19Και η γυνη λαβουσα καλυμμα εξηπλωσεν επι το στομιον του φρεατος, και εχυσεν επ' αυτο κοπανισμενον σιτον· ωστε δεν εγνωσθη το πραγμα.
19Femeia a luat o învelitoare, a întins -o peste gura fîntînii, şi a împrăştiat urluială pe ea, ca să nu dea nimic de bănuit.
20Και ελθοντες οι δουλοι του Αβεσσαλωμ εις την οικιαν προς την γυναικα, ειπον, Που ειναι ο Αχιμαας και ο Ιωναθαν; Η δε γυνη ειπε προς αυτους, Διεβησαν το ρυακιον του υδατος. Και αφου εζητησαν και δεν ευρηκαν αυτους, επεστρεψαν εις Ιερουσαλημ.
20Slujitorii lui Absalom au intrat în casă la femeia acesta, şi au zis: ,Unde sînt Ahimaaţ şi Ionatan?` Femeia le -a răspuns: ,Au trecut pîrîul`. Au căutat, şi negăsindu -i, s'au întors la Ierusalim.
21Αφου δε εκεινοι ανεχωρησαν, ανεβησαν εκ του φρεατος και υπηγαν και απηγγειλαν προς τον βασιλεα Δαβιδ και ειπον προς τον Δαβιδ, Σηκωθητε και περασατε ταχεως το υδωρ· διοτι ουτω συνεβουλευσεν εναντιον σας ο Αχιτοφελ.
21După plecarea lor, Ahimaaţ şi Ionatan au ieşit din fîntînă, şi s'au dus să dea de ştire împăratului David. Au zis lui David: ,Sculaţi-vă şi grăbiţi-vă de treceţi apa, căci Ahitofel a plănuit cutare şi cutare lucru împotriva voastră.`
22[] Τοτε εσηκωθη ο Δαβιδ και πας ο λαος ο μετ' αυτου και διεβησαν τον Ιορδανην· μεχρι του χαραγματος της ημερας δεν ελειψεν ουδε εις εξ αυτων, οστις δεν διεβη τον Ιορδανην.
22David şi tot poporul care era cu el s'au sculat şi au trecut Iordanul; cînd se lumina de ziuă, nu rămăsese nici unul care să nu fi trecut Iordanul``.
23Ο δε Αχιτοφελ, ιδων οτι η συμβουλη αυτου δεν εξετελεσθη, εσαμαρωσε τον ονον αυτου και σηκωθεις, ανεχωρησε προς τον οικον αυτου, εις την πολιν αυτου· και αφου διεταξε τα του οικου αυτου, εκρεμασθη και απεθανε και εταφη εν τω ταφω του πατρος αυτου.
23Ahitofel, cînd a văzut că sfatul lui n'a fost urmat, a pus şaua pe măgar, şi a plecat acasă în cetatea lui. Şi -a pus casa în rînduială, şi s'a spînzurat. Cînd a murit, l-au îngropat în mormîntul tatălui său.
24Και ο Δαβιδ ηλθεν εις Μαχαναιμ· ο δε Αβεσσαλωμ διεβη τον Ιορδανην, αυτος και παντες οι ανδρες Ισραηλ μετ' αυτου.
24David ajunsese la Mahanaim, cînd a trecut Absalom Iordanul, însoţit de toţi bărbaţii lui Israel.
25Και κατεστησεν ο Αβεσσαλωμ αρχιστρατηγον τον Αμασα αντι του Ιωαβ. Ητο δε ο Αμασα υιος ανδρος ονομαζομενου Ιθρα, Ισραηλιτου, οστις εισηλθε προς την Αβιγαιαν, θυγατερα του Ναας, αδελφην Σερουιας, της μητρος του Ιωαβ.
25Absalom a pus pe Amasa în fruntea oştirii, în locul lui Ioab. Amasa era fiul unui om numit Itra, Israelitul, care intrase la Abigal, fata lui Nahaş şi sora Ţeruiei, mama lui Ioab.
26Και εστρατοπεδευσαν ο Ισραηλ και ο Αβεσσαλωμ εν γη Γαλααδ.
26Israel şi Absalom au tăbărît în ţara Galaadului.
27Οτε δε ηλθεν ο Δαβιδ εις Μαχαναιμ, Σωβει, ο υιος του Ναας απο Ραββα εκ των υιων Αμμων, και Μαχειρ, ο υιος του Αμμηλ απο Λο-δεβαρ, και Βαρζελλαι ο Γαλααδιτης απο Ρωγελλιμ,
27Cînd a ajuns David la Mahanaim, Şobi, fiul lui Nahaş, din Raba fiilor lui Amon, Machir, fiul lui Amiel, din Lodebar, şi Barzilai... Galaaditul, din Roghelim,
28εφεραν κλινας και λεκανας και σκευη πηλινα και σιτον και κριθην και αλευρον και σιτον πεφρυγανισμενον και κυαμους και φακην και οσπρια πεφρυγανισμενα,
28au adus paturi, lighene, vase de pămînt, grîu, orz, făină, grîu prăjit, bob, linte, uscături,
29και μελι και βουτυρον και προβατα και τυρους βοος προς τον Δαβιδ και προς τον λαον τον μετ' αυτου, δια να φαγωσι διοτι ειπον, Ο λαος ειναι πεινασμενος και εκλελυμενος και διψασμενος εν τη ερημω.
29miere, unt, oi, şi brînză de vacă. Au adus aceste lucruri lui David şi poporului care era cu el, ca să mănînce; căci ziceau: ,,Poporul acesta trebuie să fi suferit de foame, de oboseală şi de sete, în pustie.``