1[] Ηλθον λοιπον ο βασιλευς και ο Αμαν να συμποσιασωσι μετα της Εσθηρ της βασιλισσης.
1Împăratul şi Haman s'au dus la ospăţ la împărăteasa Estera.
2Και ειπε παλιν ο βασιλευς προς την Εσθηρ την δευτεραν ημεραν επι του συμποσιου του οινου, Τι το ζητημα σου, βασιλισσα Εσθηρ; και θελει δοθη εις σε· και τις η αιτησις σου; και εως του ημισεος της βασιλειας εαν ζητησης, θελει γεινει.
2În această a doua zi, împăratul a zis iarăş Esterei, pe cînd beau vin: ,,Care este cererea ta, împărăteasă Estero? Ea îţi va fi împlinită. Ce doreşti? Chiar dacă ai cere jumătate din împărăţie, o vei căpăta.``
3Τοτε απεκριθη η Εσθηρ η βασιλισσα και ειπεν, Εαν ευρηκα χαριν ενωπιον σου, βασιλευ, και εαν ηναι αρεστον εις τον βασιλεα, η ζωη μου ας μοι δοθη εις το ζητημα μου και ο λαος μου εις την αιτησιν μου·
3Împărăteasa Estera a răspuns: ,,Dacă am căpătat trecere înaintea ta, împărate, şi dacă găseşte cu cale împăratul, dă-mi viaţa: iată cererea mea; şi scapă pe poporul meu: iată dorinţa mea!
4διοτι επωληθημεν, εγω και ο λαος μου, εις απωλειαν, εις σφαγην και εις ολεθρον· και εαν ηθελομεν πωληθη ως δουλοι και δουλαι ηθελον σιωπησει, αν και ο εχθρος δεν ηδυνατο να αναπληρωση την ζημιαν του βασιλεως.
4Căci eu şi poporul meu sîntem vînduţi să fim nimiciţi, junghiaţi şi prăpădiţi. Măcar dacă am fi vînduţi să fim robi şi roabe, aş tăcea, dar vrăjmaşul n'ar putea să înlocuiască perderea făcută împăratului.``
5Τοτε απεκριθη ο βασιλευς Ασσουηρης και ειπε προς την Εσθηρ την βασιλισσαν, Τις ειναι αυτος και που ειναι εκεινος, οστις ετολμησε να καμη ουτω;
5Împăratul Ahaşveroş a luat cuvîntul, şi a zis împărătesei Estera: ,,Cine şi unde este acela care are de gînd să facă aşa?``
6Και ειπεν η Εσθηρ, Ο εναντιος και εχθρος ειναι ουτος ο αχρειος Αμαν. Τοτε εταραχθη ο Αμαν ενωπιον του βασιλεως και της βασιλισσης.
6Estera a răspuns: ,,Apăsătorul, vrăjmaşul, este Haman, răul acesta!`` Haman a rămas îngrozit în faţa împăratului şi a împărătesei.
7[] Και σηκωθεις ο βασιλευς απο του συμποσιου του οινου ωργισμενος υπηγεν εις τον κηπον του παλατιου· ο δε Αμαν εσταθη, δια να ζητηση την ζωην αυτου παρα της Εσθηρ της βασιλισσης· διοτι ειδεν οτι κακον ητο αποφασισμενον εναντιον αυτου παρα του βασιλεως.
7Şi împăratul, în mînia lui, s'a sculat şi a părăsit ospăţul, şi s'a dus în grădina casei împărăteşti. Haman a rămas să-şi ceară viaţa dela împărăteasa Estera, căci vedea bine că perderea lui era hotărîtă în mintea împăratului.
8Και επεστρεψεν ο βασιλευς απο του κηπου του παλατιου εις τον οικον του συμποσιου του οινου· ο δε Αμαν ητο πεπτωκως επι της κλινης εφ' ης ητο η Εσθηρ. Και ειπεν ο βασιλευς, Θελει ετι και την βασιλισσαν να βιαση εμπροσθεν μου εν τω οικω; Ο λογος εξηλθεν εκ του στοματος του βασιλεως και εσκεπασαν το προσωπον του Αμαν.
8Cînd s'a întors împăratul din grădina casei împărăteşti în odaia ospăţului, a văzut pe Haman că se aruncase spre patul pe care era Estera, şi i -a zis: ,,Cum, să mai şi sileşti pe împărăteasă, la mine, în casa împărătească?``
9Και ειπεν ο Αρβονα, εις εκ των ευνουχων, ενωπιον του βασιλεως, Ιδου, και το ξυλον πεντηκοντα πηχων το υψος, το οποιον ο Αμαν εκαμε δια τον Μαροδοχαιον, τον λαλησαντα αγαθα υπερ του βασιλεως, ισταται εν τη οικια του Αμαν. Και ειπεν ο βασιλευς, Κρεμασατε αυτον επ' αυτου.
9Şi Harbona, unul din fameni, a zis în faţa împăratului: ,,Iată, spînzurătoarea pregătită de Haman pentru Mardoheu, care a vorbit spre binele împăratului, este ridicată în casa lui Haman, la o înălţime de cincizeci de coţi.`` Împăratul a zis: ,,Haman să fie spînzurat pe ea!``
10Και εκρεμασαν τον Αμαν επι του ξυλου, το οποιον ητοιμασε δια τον Μαροδοχαιον. Και κατεπαυσεν ο θυμος του βασιλεως.
10Şi au spînzurat pe Haman pe spînzurătoarea pe care o pregătise el pentru Mardoheu. Şi mînia împăratului s'a potolit.