Greek: Modern

Romanian: Cornilescu

Job

3

1[] Μετα ταυτα ηνοιξεν ο Ιωβ το στομα αυτου, και κατηρασθη την ημεραν αυτου.
1După aceea, Iov a deschis gura şi a blestemat ziua în care s'a născut.
2Και ελαλησεν ο Ιωβ και ειπεν·
2A luat cuvîntul şi a zis:
3Ειθε να χαθη η ημερα καθ' ην εγεννηθην, και η νυξ καθ' ην ειπον, Εγεννηθη αρσενικον.
3,,Blestemată să fie ziua în care m'am născut,
4Η ημερα εκεινη να ηναι σκοτος· ο Θεος να μη αναζητηση αυτην ανωθεν, και να μη φεγξη επ' αυτην φως.
4Prefacă-se în întunerec ziua aceea, să nu se îngrijească Dumnezeu de ea din cer, şi să nu mai strălucească lumina peste ea!
5Σκοτος και σκια θανατου να αμαυρωσωσιν αυτην· γνοφος να επικαθηται επ' αυτην. Να επελθωσιν επ' αυτην ως πικροτατην ημεραν.
5S'o cuprindă întunerecul şi umbra morţii, nori groşi să vină peste ea, şi neguri de peste zi s'o înspăimînte!
6Την νυκτα εκεινην να κατακρατηση σκοτος· να μη συναφθη με τας ημερας του ετους· να μη εισελθη εις τον αριθμον των μηνων.
6Noaptea aceea! S'o acopere întunerecul, să piară din an, să nu mai fie numărată între luni!
7Ιδου, ερημος να ηναι η νυξ εκεινη· φωνη χαρμοσυνος να μη επελθη επ' αυτην.
7Da, stearpă să fie noaptea aceea, ducă-se veselia din ea!
8Να καταρασθωσιν αυτην οι καταρωμενοι τας ημερας, οι ετοιμοι να ανεγειρωσι το πενθος αυτων.
8Blestemată să fie de ceice blastămă zilele, de ceice ştiu să întărîte Leviatanul;
9Να σκοτισθωσι τα αστρα της εσπερας αυτης· να προσμενη το φως, και να μη ερχηται· και να μη ιδη τα βλεφαρα της αυγης·
9să se întunece stelele din amurgul ei, în zădar să aştepte lumina, şi să nu mai vadă genele zorilor zilei!
10διοτι δεν εκλεισε τας θυρας της κοιλιας της μητρος μου, και δεν εκρυψε την θλιψιν απο των οφθαλμων μου.
10Căci n'a închis pîntecele care m'a zămislit, nici n'a ascuns suferinţa dinaintea ochilor mei.
11[] Δια τι δεν απεθανον απο μητρας; και δεν εξεπνευσα αμα εξηλθον εκ της κοιλιας;
11Dece n'am murit în pîntecele mamei mele? Dece nu mi-am dat sufletul la ieşirea din pîntecele ei?
12Δια τι με υπεδεχθησαν τα γονατα; η δια τι οι μαστοι δια να θηλασω;
12Dece am găsit genunchi cari să mă primească? Şi ţîţe cari să-mi dea lapte?
13Διοτι τωρα ηθελον κοιμασθαι και ησυχαζει· ηθελον υπνωττει· τοτε ηθελον εισθαι εις αναπαυσιν,
13Acum aş fi culcat, aş fi liniştit, aş dormi şi m'aş odihni
14μετα βασιλεων και βουλευτων της γης, οικοδομουντων εις εαυτους ερημωσεις·
14cu împăraţii şi cei mari de pe pămînt, cari şi-au zidit falnice morminte,
15η μετα αρχοντων, οιτινες εχουσι χρυσιον, οιτινες εγεμισαν τους οικους αυτων αργυριου·
15cu domnitorii cari aveau aur, şi şi-au umplut casele cu argint.
16η ως εξαμβλωμα κεκρυμμενον δεν ηθελον υπαρχει, ως βρεφη μη ιδοντα φως.
16Sau n'aş mai fi în viaţă, aş fi ca o stîrpitură îngropată, ca nişte copii cari n'au văzut lumina!
17Εκει οι ασεβεις παυουσιν απο του να ταραττωσι, και εκει αναπαυονται οι κεκοπιασμενοι·
17Acolo nu te mai necăjesc cei răi, acolo se odihnesc cei sleiţi de puteri.
18εκει αναπαυονται ομου οι αιχμαλωτοι· δεν ακουουσι φωνην καταδυναστου·
18Acolo cei puşi în lanţuri sînt lăsaţi toţi în pace, nu mai aud glasul asupritorului;
19εκει ειναι ο μικρος και ο μεγας· και ο δουλος, ελευθερος του κυριου αυτου.
19cel mai mic şi cel mare sînt tot una acolo, şi robul scapă de stăpînul său.
20[] Δια τι εδοθη φως εις τον δυστυχη, και ζωη εις τον πεπικραμενον την ευχην,
20Pentru ce dă Dumnezeu lumină celui ce sufere, şi viaţă celor amăriţi la suflet,
21οιτινες ποθουσι τον θανατον και δεν επιτυγχανουσιν, αν και ανορυττωσιν αυτον μαλλον παρα κεκρυμμενους θησαυρους,
21cari aşteaptă moartea şi nu vine; măcar că o doresc mai mult decît o comoară,
22οιτινες υπερχαιρουσιν, υπερευφραινονται, οταν ευρωσι τον ταφον;
22cari n'ar mai putea de bucurie şi de veselie, dacă ar găsi mormîntul? -
23Δια τι εδοθη φως εις ανθρωπον, του οποιου η οδος ειναι κεκρυμμενη, και τον οποιον ο Θεος περιεκλεισε;
23Pentruce, zic, dă El lumină omului care nu ştie încotro să meargă, pe care îl îngrădeşte Dumnezeu de toate părţile?
24Διοτι προ του φαγητου μου ερχεται ο στεναγμος μου, και οι βρυγμοι μου εκχεονται ως υδατα.
24Suspinurile îmi sînt hrana de toate zilele, şi jalea mi se varsă ca apa.
25Επειδη εκεινο, το οποιον εφοβουμην, συνεβη εις εμε, και εκεινο, το οποιον ετρομαζον, ηλθεν επ' εμε.
25De ce mă tem, aceea mi se întîmplă; de ce mi -e frică, de aceea am parte!
26Δεν ειχον ειρηνην ουδε αναπαυσιν ουδε ησυχιαν· οργη επηλθεν επ' εμε.
26N'am nici linişte, nici pace, nici odihnă, şi necazul dă peste mine.``