1[] Επανελαβε δε ο Ελιου και ειπεν·
1Elihu a luat din nou cuvîntul, şi a zis:
2Ακουσατε τους λογους μου, ω σοφοι· και δοτε ακροασιν εις εμε, οι νοημονες·
2,Ascultaţi, înţelepţilor, cuvintele mele! Luaţi aminte la mine, pricepuţilor!
3Διοτι το ωτιον δοκιμαζει τους λογους, ο δε ουρανισκος γευεται το φαγητον.
3Căci urechea deosebeşte cuvintele, cum gustă cerul gurii bucatele.`
4Ας εκλεξωμεν εις εαυτους κρισιν· ας γνωρισωμεν μεταξυ ημων τι το καλον.
4Să alegem ce este drept, să vedem între noi ce este bun.
5Διοτι ο Ιωβ ειπεν, Ειμαι δικαιος· και ο Θεος αφηρεσε την κρισιν μου·
5Iov a zis: ,Sînt nevinovat Şi Dumnezeu nu vrea să-mi dea dreptate;
6εψευσθην εις την κρισιν μου· η πληγη μου ειναι ανιατος, ανευ παραβασεως.
6am dreptate şi trec drept mincinos; rana mea este jalnică, şi sînt fără păcat.`
7Τις ανθρωπος ως ο Ιωβ, οστις καταπινει τον χλευασμον ως υδωρ·
7Este vreun om ca Iov, care să bea batjocura ca apa,
8και υπαγει εν συνοδια μετα των εργατων της ανομιας, και περιπατει μετα ανθρωπων ασεβων;
8care să umble în tovărăşia celor ce fac rău, care să meargă mînă în mînă cu cei nelegiuiţi?
9Διοτι ειπεν, ουδεν ωφελει τον ανθρωπον το να ευαρεστη εις τον Θεον.
9Căci el a zis: ,Nu -i foloseşte nimic omului să-şi pună plăcerea în Dumnezeu.`
10[] Δια τουτο ακουσατε μου, ανδρες συνετοι· μη γενοιτο να υπαρχη εις τον Θεον αδικια, και εις τον Παντοδυναμον ανομια.
10Ascultaţi-mă dar, oameni pricepuţi! Departe de Dumnezeu nedreptatea, departe de Cel Atotputernic fărădelegea!
11Επειδη κατα το εργον του ανθρωπου θελει αποδωσει εις αυτον, και θελει καμει εκαστον να ευρη κατα την οδον αυτου.
11El dă omului după faptele lui, răsplăteşte fiecăruia după căile lui.
12Ναι, βεβαιως ο Θεος δεν θελει πραξει ασεβως, ουδε θελει διαστρεψει ο Παντοδυναμος την κρισιν.
12Nu, negreşit, Dumnezeu nu săvîrşeşte fărădelegea; Cel Atotputernic nu calcă dreptatea.
13Τις κατεστησεν αυτον επιτηρητην της γης; η τις διεταξε πασαν την οικουμενην;
13Cine L -a însărcinat să cîrmuiască pămîntul? Cine I -a dat lumea în grija Lui?
14Εαν βαλη την καρδιαν αυτου επι τον ανθρωπον, θελει συρει εις εαυτον το πνευμα αυτου και την πνοην αυτου·
14Dacă nu s'ar gîndi decît la El, dacă Şi-ar lua înapoi duhul şi suflarea,
15πασα σαρξ θελει εκπνευσει ομου, και ο ανθρωπος θελει επιστρεψει εις το χωμα.
15tot ce este carne ar pieri deodată, şi omul s'ar întoarce în ţărînă.
16[] Εαν τωρα εχης συνεσιν· ακουσον τουτο· ακροαθητι της φωνης των λογων μου.
16Dacă ai pricepere, ascultă lucrul acesta, ia aminte la glasul cuvintelor mele!
17Μηπως κυβερνα ο μισων την ευθυτητα; και θελεις καταδικασει τον κατ' εξοχην δικαιον;
17Oare ar putea să domnească un vrăjmaş al dreptăţii? Şi vei osîndi tu pe Cel drept, pe Cel puternic,
18οστις λεγει προς βασιλεα, Εισαι ασεβης, προς αρχοντας, Εισθε κακοι;
18care strigă către împăraţi: ,Netrebnicilor!` Şi către domnitori: ,Nelegiuiţilor!`
19Οστις δεν προσωποληπτει εις αρχοντας ουδε αποβλεπει εις τον πλουσιον μαλλον παρα εις τον πτωχον; επειδη παντες ουτοι ειναι εργον των χειρων αυτου.
19Care nu caută la faţa celor mari, şi nu face deosebire între bogat şi sărac, pentrucă toţi sînt lucrarea mînilor Lui?
20Εν μια στιγμη θελουσιν αποθανει, και το μεσονυκτιον ο λαος θελει ταραχθη και θελει παρελθει· και ο ισχυρος θελει αναρπαχθη, ουχι υπο χειρος.
20Într'o clipă, ei îşi pierd viaţa. La miezul nopţii, un popor se clatină şi piere. Cel puternic piere, fără amestecul mînii vreunui om.
21Διοτι οι οφθαλμοι αυτου ειναι επι τας οδους του ανθρωπου, Και βλεπει παντα τα βηματα αυτου.
21Căci Dumnezeu vede purtatea tuturor, priveşte paşii fiecăruia.
22Δεν ειναι σκοτος ουδε σκια θανατου, οπου οι εργαται της ανομιας να κρυφθωσιν.
22Nu este nici întunerec, nici umbră a morţii, unde să se poată ascunde cei ce fac fărădelegea.
23Επειδη δεν θελει αφησει πλεον τον ανθρωπον να ελθη εις κρισιν μετα του Θεου.
23Dumnezeu n'are nevoie să privească multă vreme, ca să tragă pe un om la judecată înaintea Lui.
24Θελει συντριψει αναριθμητους ισχυρους και βαλει αλλους αντ' αυτων
24El zdrobeşte pe cei mari fără cercetare, şi pune pe alţii în locul lor.
25διοτι γνωριζει τα εργα αυτων, και ανατρεπει αυτους την νυκτα, και συντριβονται.
25Căci El cunoaşte faptele lor: noaptea îi răstoarnă, sînt zdrobiţi.
26Κτυπα αυτους ως ασεβεις εν τω τοπω των θεατων·
26Îi loveşte ca pe nişte nelegiuiţi, în faţa tuturor.
27επειδη εξεκλιναν απ' αυτου και δεν εθεωρησαν ουδεμιαν των οδων αυτου·
27Abătîndu-se dela El, şi părăsindtoate căile Lui,
28και εκαμον να ελθη προς αυτον η κραυγη των πτωχων, και ηκουσε την φωνην των τεθλιμμενων.
28ei au făcut să se înalţe la Dumnezeu strigătul săracului. I-au îndreptat luarea aminte la strigătul celui nenorocit.
29Και οταν αυτος διδη ησυχιαν, τις θελει διαταραξει αυτην; και οταν κρυπτη το προσωπον αυτου, τις δυναται να ιδη αυτον; ειτε επι εθνος ειτε επι ανθρωπον ομου·
29Dacă dă El pace, cine poate s'o turbure? Dacă Îşi ascunde El Faţa, cine poate să -L vadă? La fel se poartă fie cu un popor, fie cu un om,
30ωστε να μη βασιλευη υποκριτης, δια να μη παγιδευηται ο λαος.
30pentru ca nelegiuitul să nu mai stăpînească şi să nu mai fie o cursă pentru popor.
31[] Βεβαιως πρεπει να λεγη τις προς τον Θεον, Επαθον, δεν θελω πλεον πραξει κακως·
31Căci a zis el vreodată lui Dumnezeu: ,Am fost pedepsit, nu voi mai păcătui;
32ο, τι δεν βλεπω, συ διδαξον με· εαν επραξα ανομιαν, δεν θελω πραξει πλεον.
32arată-mi ce nu văd; dacă am făcut nedreptăţi, nu voi mai face?`
33Αλλα μηπως θελει γεινει κατα τον στοχασμον σου; ειτε συ αποβαλης ειτε εκλεξης, αυτος θελει ανταποδωσει, και ουχι εγω· λεγε λοιπον ο, τι εξευρεις.
33Oare după părerea ta va face Dumnezeu dreptate? Tu lepezi, tu alegi, şi nu eu; Spune dar ce ştii!
34Ανδρες συνετοι θελουσιν ειπει προς εμε, και ο σοφος ανθρωπος οστις με ακουει,
34Oamenii cu pricepere vor fi de părerea mea, înţeleptul care m'ascultă va gîndi ca mine:
35Ο Ιωβ δεν ελαλησεν εν γνωσει, και οι λογοι αυτου δεν ησαν μετα συνεσεως.
35,Iov vorbeşte fără pricepere, şi cuvîntările lui sînt lipsite de judecată.
36Η επιθυμια μου ειναι, ο Ιωβ να εξετασθη εως τελους· επειδη απεκριθη ως οι ανθρωποι οι ασεβεις.
36Să fie încercat dar mai departe, fiindcă răspunde ca cei răi!
37Διοτι εις την αμαρτιαν αυτου προσθετει ασεβειαν· καυχαται μεταξυ ημων, και πολλαπλασιαζει τους λογους αυτου εναντιον του Θεου.
37Căci adaugă la greşelile lui păcate noi; bate din palme în mijlocul nostru, îşi înmulţeşte cuvintele împotriva lui Dumnezeu.``