Greek: Modern

Romanian: Cornilescu

Job

36

1[] Και ο Ελιου εξηκολουθησε και ειπεν·
1Elihu a urmat şi a zis:
2Υπομεινον με ολιγον, και θελω σε διδαξει· διοτι εχω ετι λογους υπερ του Θεου.
2,,Aşteaptă puţin, şi voi urma, căci mai am încă de vorbit pentru Dumnezeu.
3Θελω λαβει τα επιχειρηματα μου μακροθεν, και θελω αποδωσει δικαιοσυνην εις τον Ποιητην μου·
3Îmi voi lua temeiurile de departe, şi voi dovedi dreptatea Ziditorului meu.
4διοτι οι λογοι μου επ' αληθειας δεν θελουσιν εισθαι ψευδεις· πλησιον σου ειναι ο τελειος κατα την γνωσιν.
4Fii încredinţat, cuvîntările mele nu sînt minciuni, ci ai a face cu un om cu simţăminte curate.
5[] Ιδου, ο Θεος ειναι ισχυρος, ομως δεν καταφρονει ουδενα· ισχυρος εις δυναμιν σοφιας.
5Dumnezeu este puternic, dar nu leapădă pe nimeni; şi este puternic prin tăria priceperii Lui.
6Δεν θελει ζωοποιησει τον ασεβη· εις δε τους πτωχους διδει το δικαιον.
6El nu lasă pe cel rău să trăiască, şi face dreptate celui nenorocit.
7Δεν αποσυρει τους οφθαλμους αυτου απο των δικαιων, αλλα και μετα βασιλεων βαλλει αυτους επι θρονου· μαλιστα καθιζει αυτους διαπαντος, και ειναι υψωμενοι.
7Nu-Şi întoarce ochii de asupra celor fără prihană, şi -i pune pe scaunul de domnie cu împăraţii, îi aşează pentru totdeauna ca să domnească.
8Και εαν ηθελον εισθαι δεδεμενοι με δεσμα και πιασθη με σχοινια θλιψεως,
8Se întîmplă să cadă în lanţuri, şi să fie prinşi în legăturile nenorocirii?
9τοτε φανερονει εις αυτους τα εργα αυτων και τας παραβασεις αυτων, οτι υπερηυξησαν,
9Le pune înainte faptele lor, fărădelegile lor, mîndria lor.
10και ανοιγει το ωτιον αυτων εις διδασκαλιαν, και απο της ανομιας προσταζει να επιστρεψωσιν.
10Îi înştiinţează ca să se îndrepte, îi îndeamnă să se întoarcă dela nelegiuire.
11Εαν υπακουσωσι και δουλευσωσι, θελουσι τελειωσει τας ημερας αυτων εν αγαθοις και τα ετη αυτων εν ευφροσυναις.
11Dacă ascultă şi se supun, îşi sfîrşesc zilele în fericire, şi anii în bucurie.
12Αλλ' εαν δεν υπακουσωσι, θελουσι διαπερασθη υπο ρομφαιας και θελουσι τελευτησει εν αγνωσια.
12Dacă n'ascultă, pier ucişi de sabie, mor în orbirea lor.
13Οι δε υποκριται την καρδιαν επισωρευουσιν οργην· δεν θελουσι βοησει οταν δεση αυτους·
13Nelegiuiţii se mînie, nu strigă către Dumnezeu cînd îi înlănţuie;
14αυτοι αποθνησκουσιν εν τη νεοτητι, και η ζωη αυτων τελειονει μεταξυ των ασελγων.
14îşi pierd viaţa în tinereţă, mor ca cei desfrînaţi.
15[] Λυτρονει τον τεθλιμμενον εν τη θλιψει αυτου και ανοιγει τα ωτα αυτων εν συμφορα·
15Dar Dumnezeu scapă pe cel nenorocit prin nenorocirea lui, şi prin suferinţă îl înştiinţează.
16και ουτως ηθελε σε εκβαλει απο της στενοχωριας εις ευρυχωριαν, οπου δεν υπαρχει στενοχωρια· και το παρατιθεμενον επι της τραπεζης σου θελει εισθαι πληρες παχους.
16Şi pe tine te va scoate din strîmtoare, ca să te pună la loc larg, în slobozenie deplină, şi masa ta va fi încărcată cu bucate gustoase.
17Αλλα συ εξεπληρωσας δικην ασεβους· δικη και κρισις θελουσι σε καταλαβει.
17Dar dacă-ţi aperi pricina ca un nelegiuit, pedeapsa este nedeslipită de pricina ta.
18Επειδη υπαρχει θυμος, προσεχε μη σε εξαφανιση δια της προσβολης αυτου· τοτε ουδε μεγα λυτρον ηθελε σε λυτρωσει.
18Supărarea să nu te împingă la batjocură, şi mărimea preţului răscumpărării să nu te ducă în rătăcire!
19Θελει αποβλεψει εις τα πλουτη σου, ουτε εις χρυσιον ουτε εις πασαν την ισχυν της δυναμεως;
19Oare ar ajunge strigătele tale să te scoată din necaz, şi chiar toate puterile pe cari le-ai putea desfăşura?
20Μη επιποθει την νυκτα, καθ' ην οι λαοι εκκοπτονται εν τω τοπω αυτων.
20Nu suspina după noapte, care ia popoarele din locul lor.
21Προσεχε, μη στραφης προς την ανομιαν· διοτι συ προεκρινας τουτο μαλλον παρα την θλιψιν.
21Fereşte-te să faci rău, căci suferinţa te îndeamnă la rău.
22Ιδου, ο Θεος ειναι υψωμενος δια της δυναμεως αυτου· τις διδασκει ως αυτος;
22Dumnezeu este mare în puterea Lui; cine ar putea să înveţe pe alţii ca El?
23Τις διωρισεν εις αυτον την οδον αυτου; η τις δυναται να ειπη, Επραξας ανομιαν;
23Cine Îi cere socoteală de căile Lui, şi cine îndrăzneşte să -I spună: ,,Faci rău?``
24[] Ενθυμου να μεγαλυνης το εργον αυτου, το οποιον θεωρουσιν οι ανθρωποι.
24Nu uita să lauzi faptele Lui, pe cari toţi oamenii trebuie să le mărească!
25Πας ανθρωπος βλεπει αυτο· ο ανθρωπος θεωρει αυτο μακροθεν.
25Orice om le priveşte, fiecare muritor le vede de departe.
26Ιδου, ο Θεος ειναι μεγας και ακατανοητος εις ημας, και ο αριθμος των ετων αυτου ανεξερευνητος.
26Iată ce mare e Dumnezeu! Dar noi nu -L putem pricepe, numărul anilor Lui nimeni nu l -a pătruns.
27Οταν ανασυρη τας ρανιδας του υδατος, αυται καταχεουσιν εκ των ατμων αυτου βροχην,
27Căci El trage la El picăturile de apă, le preface în abur şi dă ploaia,
28την οποιαν τα νεφη ραινουσιν· αφθονως σταλαζουσιν επι τον ανθρωπον.
28pe care norii o strecoară, şi o picură peste mulţimea oamenilor.
29Δυναται τις ετι να εννοηση τας εφαπλωσεις των νεφελων, τον κροτον της σκηνης αυτου;
29Şi cine poate pricepe ruperea norului, şi bubuitul cortului Său?
30Ιδου, εφαπλονει το φως αυτου επ' αυτην και σκεπαζει τους πυθμενας της θαλασσης·
30Iată, El Îşi întinde lumina în jurul Lui, şi acoperă adîncimile mării.
31επειδη δι' αυτων δικαζει τους λαους και διδει τροφην αφθονως.
31Prin aceste mijloace, El judecă popoarele, şi dă belşug de hrană.
32Εν ταις παλαμαις αυτου κρυπτει την αστραπην· και προσταζει αυτην εις ο, τι εχει να απαντηση.
32Ia fulgerul în mînă, şi -l aruncă asupra protivnicilor Lui.
33Παραγγελλει εις αυτην υπερ του φιλου αυτου, κατα δε του ασεβους ετοιμαζει οργην.
33Dă de veste că e de faţă printr'unbubuit, şi pînă şi turmele Îi simt apropierea.