Greek: Modern

Romanian: Cornilescu

Job

5

1[] Καλεσον τωρα, εαν τις σοι αποκριθη; και προς τινα των αγιων θελεις αποβλεψει;
1Strigă acum! Cine îţi va răspunde? Căruia dintre sfinţi îi vei vorbi?
2Διοτι η οργη φονευει τον αφρονα, και η αγανακτησις θανατονει τον μωρον.
2Nebunul piere ucis de mînia lui, prostul moare ucis de aprinderea lui.
3Εγω ειδον τον αφρονα ριζουμενον· αλλ' ευθυς προειπα κατηραμενην την κατοικιαν αυτου.
3Am văzut pe un nebun prinzînd rădăcină; apoi deodată i-am blestemat locuinţa.
4Οι υιοι αυτου ειναι μακραν απο της σωτηριας, και καταπιεζονται εμπροσθεν της πυλης, και ουδεις ο ελευθερων·
4Fiii lui n'au noroc, sînt călcaţi în picioare la poartă, şi nimeni nu i scapă!
5των οποιων τον θερισμον κατατρωγει ο πεινων, και αρπαζει αυτον εκ των ακανθων και την περιουσιαν αυτων καταπινει ο διψων.
5Secerişul lui este mîncat de cei flămînzi, cari vin să -l ia chiar şi din spini, şi averile lui sînt înghiţite de oameni însetaţi.
6[] Διοτι εκ του χωματος δεν εξερχεται η θλιψις, ουδε η λυπη βλαστανει εκ της γης·
6Nenorocirea nu răsare din ţărînă, şi suferinţa nu încolţeşte din pămînt.
7αλλ' ο ανθρωπος γενναται δια την λυπην, και οι νεοσσοι των αετων δια να πετωσιν υψηλα.
7Omul se naşte ca să sufere, după cum scînteia se naşte ca să zboare.
8Αλλ' εγω τον Θεον θελω επικαλεσθη, και εν τω Θεω θελω εναποθεσει την υποθεσιν μου·
8Eu aş alerga la Dumnezeu, lui Dumnezeu i-aş spune necazul meu.
9οστις καμνει μεγαλεια ανεξιχνιαστα, θαυμασια αναριθμητα·
9El face lucruri mari şi nepătrunse, minuni fără număr.
10οστις διδει βροχην επι το προσωπον της γης, και πεμπει υδατα επι το προσωπον των αγρων·
10El varsă ploaia pe pămînt, şi trimete apă pe cîmpii.
11οστις υψονει τους ταπεινους, και ανεγειρει εις σωτηριαν τους τεθλιμμενους·
11El înalţă pe cei smeriţi, şi izbăveşte pe cei necăjiţi.
12οστις διασκεδαζει τας βουλας των πανουργων, και δεν δυνανται αι χειρες αυτων να εκτελεσωσι την επιχειρησιν αυτων·
12El nimiceşte planurile oamenilor vicleni, şi mînile lor nu pot să le împlinească.
13οστις συλλαμβανει τους σοφους εν τη πανουργια αυτων· και η βουλη των δολιων ανατρεπεται·
13El prinde pe cei înţelepţi în viclenia lor, şi planurile oamenilor înşelători sînt răsturnate:
14την ημεραν απαντωσι σκοτος, και εν μεσημβρια ψηλαφωσι καθως εν νυκτι.
14dau peste întunerec în mijlocul zilei, bîjbăie ziua nameaza mare ca noaptea.
15Τον πτωχον ομως λυτρονει εκ της ρομφαιας, εκ του στοματος αυτων και εκ της χειρος του ισχυρου.
15Astfel, Dumnezeu ocroteşte pe cel slab împotriva ameninţărilor lor, şi -l scapă din mîna celor puternici.
16Και ο πτωχος εχει ελπιδα, της δε ανομιας το στομα εμφραττεται.
16Aşa încît nădejdea sprijineşte pe cel nenorocit, iar fărădelegea îşi închide gura.
17[] Ιδου, μακαριος ο ανθρωπος, τον οποιον ελεγχει ο Θεος· δια τουτο μη καταφρονει την παιδειαν του Παντοδυναμου·
17Ferice de omul pe care -l ceartă Dumnezeu! Nu nesocoti mustrarea Celui Atot Puternic.
18διοτι αυτος πληγονει και επιδενει· κτυπα, και αι χειρες αυτου ιατρευουσιν.
18El face rana, şi tot El o leagă; El răneşte, şi mîna Lui tămăduieşte.
19Εν εξ θλιψεσι θελει σε ελευθερωσει· και εν τη εβδομη δεν θελει σε εγγισει κακον.
19De şase ori te va izbăvi din necaz, şi de şapte ori nu te va atinge răul.
20Εν τη πεινη θελει σε λυτρωσει εκ θανατου· και εν πολεμω εκ χειρος ρομφαιας.
20El te va scăpa de moarte în vreme de foamete, şi de loviturile săbiei în vreme de război.
21Απο μαστιγος γλωσσης θελεις εισθαι πεφυλαγμενος· και δεν θελεις φοβηθη απο του επερχομενου ολεθρου.
21Vei fi la adăpost de biciul limbii, vei fi fără teamă cînd va veni pustiirea.
22Τον ολεθρον και την πειναν θελεις καταγελα· και δεν θελεις φοβηθη απο των θηριων της γης.
22Vei rîde de pustiire ca şi de foamete, şi nu vei avea să te temi de fiarele pămîntului.
23Διοτι θελεις εχει συμμαχιαν μετα των λιθων της πεδιαδος· και τα θηρια του αγρου θελουσιν ειρηνευει μετα σου.
23Căci vei face legămînt pînă şi cu pietrele cîmpului, şi fiarele pămîntului vor fi în pace cu tine.
24Και θελεις γνωρισει οτι ειρηνη ειναι εν τη σκηνη σου, και θελεις επισκεφθη την κατοικιαν σου, και δεν θελει σοι λειπει ουδεν.
24Vei avea fericire în cortul tău, îţi vei găsi turmele întregi,
25Και θελεις γνωρισει οτι ειναι πολυ το σπερμα σου, και οι εκγονοι σου ως η βοτανη της γης.
25îţi vei vedea sămînţa crescîndu-ţi, şi odraslele înmulţindu-se ca iarba de pe cîmp.
26Θελεις ελθει εις τον ταφον εν βαθει γηρατι, καθως συσσωρευεται η θημωνια του σιτου εν τω καιρω αυτης.
26Vei intra în mormînt la bătrîneţă, ca snopul strîns la vremea lui.
27Ιδου, τουτο εξιχνιασαμεν, ουτως εχει· ακουσον αυτο και γνωρισον εν σεαυτω.
27Iată ce am cercetat, şi aşa este! Ascultă, că sînt spre folosul tău!``