Greek: Modern

Romanian: Cornilescu

Job

7

1[] Δεν ειναι εκστρατεια ο βιος του ανθρωπου επι της γης; αι ημεραι αυτου ως ημεραι μισθωτου;
1Soarta omului pe pămînt este ca a unui ostaş, şi zilele lui sînt ca ale unui muncitor cu ziua.
2Καθως ο δουλος επιποθει την σκιαν, και καθως ο μισθωτος αναμενει τον μισθον αυτου,
2Cum suspină robul după umbră, cum îşi aşteaptă muncitorul plata,
3ουτως εγω ελαβον δια κληρονομιαν μηνας ματαιοτητος, και οδυνηραι νυκτες διωρισθησαν εις εμε.
3aşa am eu parte de luni de durere, şi partea mea sînt nopţi de suferinţă.
4Οταν πλαγιαζω, λεγω, Ποτε θελω εγερθη, και θελει περασει η νυξ; και ειμαι πληρης ανησυχιας εως της αυγης·
4Mă culc, şi zic: ,Cînd mă voi scula? Cînd se va sfîrşi noaptea?` Şi mă satur de frămîntări pînă în revărsatul zorilor.
5Η σαρξ μου ειναι περιενδεδυμενη σκωληκας και βωλους χωματος· το δερμα μου διασχιζεται και ρεει.
5Trupul mi se acopere cu viermi şi cu o coajă pămîntoasă, pielea-mi crapă şi se desface.
6Αι ημεραι μου ειναι ταχυτεραι της κερκιδος του υφαντου, και χανονται ανευ ελπιδος.
6Zilele mele sboară mai iuţi decît suveica ţesătorului, se duc şi nu mai am nicio nădejde!
7[] Ενθυμηθητι οτι η ζωη μου ειναι ανεμος· ο οφθαλμος μου δεν θελει επιστρεψει δια να ιδη αγαθον.
7Adu-Ţi aminte, Dumnezeule, că viaţa mea este doar o suflare! Ochii mei nu vor mai vedea fericirea.
8Ο οφθαλμος του βλεποντος με δεν θελει με ιδει πλεον· οι οφθαλμοι σου ειναι επ' εμε, και εγω δεν υπαρχω.
8Ochiul, care mă priveşte, nu mă va mai privi; ochiul tău mă va căuta, şi nu voi mai fi.
9Καθως το νεφος διαλυεται και χανεται ουτως ο καταβαινων εις τον ταφον δεν θελει επαναβη·
9Cum se risipeşte norul şi trece, aşa nu se va mai ridica celce se pogoară în Locuinţa morţilor!
10δεν θελει επιστρεψει πλεον εις τον οικον αυτου, και ο τοπος αυτου δεν θελει γνωρισει αυτον πλεον.
10Nu se va mai întoarce în casa lui, şi nu-şi va mai cunoaşte locul în care locuia.
11Δια τουτο εγω δεν θελω κρατησει το στομα μου· θελω λαλησει εν τη αγωνια του πνευματος μου· θελω θρηνολογησει εν τη πικρια της ψυχης μου.
11De aceea nu-mi voi ţinea gura, ci voi vorbi în neliniştea inimii mele, mă voi tîngui în amărăciunea sufletului meu.
12Θαλασσα ειμαι η κητος, ωστε εθεσας επ' εμε φυλακην;
12Oare o mare sînt eu, sau un balaur de mare, de-ai pus strajă în jurul meu?
13Οταν λεγω, Η κλινη μου θελει με παρηγορησει, η κοιτη μου θελει ελαφρωσει το παραπονον μου,
13Cînd zic: ,Patul mă va uşura, culcuşul îmi va alina durerile,`
14τοτε με φοβιζεις με ονειρα και με καταπληττεις με ορασεις·
14atunci mă înspăimînţi prin visuri, mă îngrozeşti prin vedenii.
15και η ψυχη μου εκλεγει αγχονην και θανατον, παρα τα οστα μου.
15Ah! aş vrea mai bine gîtuirea, mai bine moartea decît aceste oase!
16Αηδιασα· δεν θελω ζησει εις τον αιωνα· λειψον απ' εμου· διοτι αι ημεραι μου ειναι ματαιοτης.
16Le dispreţuiesc!... nu voi trăi în veci... Lasă-mă, căci doar o suflare mi -i viaţa!
17[] Τι ειναι ο ανθρωπος, ωστε μεγαλυνεις αυτον, και βαλλεις τον νουν σου επ' αυτον;
17Ce este omul, ca să-Ţi pese atît de mult de el, ca să iei seama la el,
18Και επισκεπτεσαι αυτον κατα πασαν πρωιαν και δοκιμαζεις αυτον κατα πασαν στιγμην;
18să -l cercetezi în toate dimineţile, şi să -l încerci în toate clipele?
19Εως ποτε δεν θελεις συρθη απ' εμου και δεν θελεις με αφησει, εως να καταπιω τον σιελον μου;
19Cînd vei înceta odată să mă priveşti? Cînd îmi vei da răgaz să-mi înghit scuipatul?
20Ημαρτησα· τι δυναμαι να καμω εις σε, διατηρητα του ανθρωπου; δια τι με εθεσας σημαδιον σου, και ειμαι βαρος εις εμαυτον;
20Dacă am păcătuit, ce pot să-Ţi fac, Păzitorul oamenilor? Pentruce m'ai pus ţintă săgeţilor Tale, de am ajuns o povară chiar pentru mine însumi?
21Και δια τι δεν συγχωρεις την παραβασιν μου και αφαιρεις την ανομιαν μου; διοτι μετ' ολιγον θελω κοιμασθαι εν τω χωματι· και το πρωι θελεις με ζητησει, και δεν θελω υπαρχει.
21Pentruce nu-mi ierţi păcatul, şi pentruce nu-mi uiţi fărădelegea? Căci voi adormi în ţărînă, şi cînd mă vei căuta, nu voi mai fi!``