1[] Και εψαλαν η Δεβορρα και ο Βαρακ ο υιος του Αβινεεμ εν τη ημερα εκεινη, λεγοντες,
1În ziua aceea, Debora a cîntat această cîntare, cu Barac, fiul lui Abinoam:
2Επειδη προεπορευθησαν αρχηγοι εν τω Ισραηλ, Επειδη ο λαος προσεφερεν εαυτον εκουσιως, Ευλογειτε τον Κυριον.
2,,Nişte căpetenii s'au pus în fruntea poporului în Israel, Şi poporul s'a arătat gata de luptă: Binecuvîntaţi pe Domnul!
3Ακουσατε, βασιλεις· δοτε ακροασιν, σατραπαι· εγω, εις τον Κυριον εγω θελω ψαλλει εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ θελω ψαλμωδει.
3Ascultaţi, împăraţi! Luaţi aminte, domnitori! Voi cînta, da, voi cînta Domnului, Voi cînta din alăută Domnului, Dumnezeului lui Israel.
4Κυριε, οτε εξηλθες απο Σηειρ, οτε εκινησας απο της πεδιαδος του Εδωμ, η γη εσεισθη και οι ουρανοι εσταλαξαν, αι νεφελαι ετι εσταλαξαν υδωρ.
4Doamne, cînd ai ieşit din Seir, Cînd ai plecat din cîmpiile Edomului, Pămîntul s'a cutremurat, cerurile au picurat, Şi norii au turnat ape cu găleata;
5Τα ορη ετακησαν υπο της παρουσιας του Κυριου· αυτο το Σινα απο της παρουσιας Κυριου του Θεου του Ισραηλ.
5Munţii s'au clătinat înaintea Domnului, Sinaiul acela s'a clătinat Domnului, Dumnezeului lui Israel``.
6[] Εν ταις ημεραις του Σαμεγαρ υιου του Αναθ, εν ταις ημεραις της Ιαηλ, εγκατελειφθησαν αι οδοι, και οι διαβαται περιεπατουν οδους πλαγιας.
6,,Pe vremea lui Şamgar, fiul lui Anat, Pe vremea Iaelei drumurile erau părăsite, Şi călătorii apucau pe căi strîmbe.
7Εξελιπον οι ηγεμονες εν τω Ισραηλ, εξελιπον, εωσου εγω η Δεβορρα εσηκωθην, εσηκωθην μητηρ εν τω Ισραηλ.
7Căpeteniile erau fără putere în Israel, fără putere, Pînă cînd m'am sculat eu, Debora, Pînă cînd m'am ridicat eu, ca o mamă în Israel.
8Εξελεξαν θεους νεους· τοτε πολεμος εν ταις πυλαις· εφανη αρα ασπις η λογχη μεταξυ τεσσαρακοντα χιλιαδων εν τω Ισραηλ;
8El îşi alesese noi dumnezei: Atunci războiul era la porţi; Dar nu vedeai nici scut, nici suliţă La patruzeci de mii în Israel.
9Η καρδια μου ειναι προς τους αρχηγους του Ισραηλ, οσοι μεταξυ του λαου προσεφεραν εαυτους εκουσιως. Ευλογειτε τον Κυριον.
9Inima mea se îndreaptă spre căpeteniile lui Israel, Spre aceia din popor cari s'au arătat gata să lupte. Binecuvîntaţi pe Domnul!
10Υμνολογειτε· οι επιβαινοντες επι λευκων ονων, οι καθημενοι εις το κρινειν, και οι περιπατουντες εν ταις οδοις.
10Voi, cari călăriţi pe măgăriţe albe, Voi, cari şedeţi pe covoare, Şi voi, cari umblaţi pe drum, -cîntaţi!
11Ελευθερωθεντες απο του κροτου των τοξοτων, εν τοις τοποις οπου αντλουσιν υδωρ, εκει θελουσι διηγεισθαι τας δικαιοσυνας του Κυριου, τας δικαιοσυνας των ηγεμονων αυτου μεταξυ του Ισραηλ. Κατεβη τοτε εις τας πυλας ο λαος του Κυριου.
11Arcaşii, din mijlocul adăpătoarelor, Să laude cu glasul lor binefacerile Domnului, Binefacerile cîrmuirii Sale în Israel. Atunci poporul Domnului s'a pogorît la porţi:
12[] Εγερθητι, εγερθητι, Δεβορρα· εγερθητι, εγερθητι, προφερε ωδην· σηκωθητι, Βαρακ, και αιχμαλωτισον τους αιχμαλωτους σου, υιε του Αβινεεμ.
12Trezeşte-te, trezeşte-te, Debora! Trezeste-te, trezeşte-te şi zi o cîntare! Scoală-te, Barac, Şi adu-ţi robii de război, Fiul lui Abinoam!
13Τοτε κατεβη το εγκαταλελειμμενον του λαου εναντιον των ισχυρων· ο Κυριος κατεβη μετ' εμου εναντιον των δυνατων.
13Atunci o rămăşiţă din popor a biruit pe cei puternici, Domnul mi -a dat biruinţa asupra celor viteji.
14Εκ του Εφραιμ οι κατοικουντες το ορος Αμαληκ κατεβησαν κατοπιν σου, Βενιαμιν, μεταξυ των λαων σου. Εκ του Μαχειρ κατεβησαν οι αρχηγοι, και εκ του Ζαβουλων οι κρατουντες ραβδον γραμματεως.
14Din Efraim au venit locuitorii lui Amalec. După tine a mers Beniamin în oştirea ta. Din Machir au venit căpeteniile, Şi din Zabulon cîrmuitorii.
15Και οι αρχοντες του Ισσαχαρ μετα της Δεβορρας, ο Ισσαχαρ προσετι και ο Βαρακ· κατοπιν τουτου εδραμον εις την κοιλαδα. Εις τας διαιρεσεις του Ρουβην ηγερθησαν μεγαλοι στοχασμοι καρδιας.
15Mai marii lui Isahar au fost cu Debora, Şi Isahar a venit după Barac, A fost trimes pe urma lui în vale. La pîraiele lui Ruben, Au fost mari hotărîri!
16Δια τι εκαθησας μεταξυ εις τας μανδρας, δια να ακουης τα βελασματα των ποιμνιων; εις τας διαιρεσεις του Ρουβην ηγερθησαν μεγαλαι συζητησεις καρδιας.
16Pentruce ai rămas în mijlocul staulelor
17Ο Γαλααδ ησυχαζε περαν του Ιορδανου· και ο Δαν δια τι εμενεν εις τα πλοια; ο Ασηρ εκαθητο εις τα παραλια, και ησυχαζεν εις τους λιμενας αυτου.
17Galaadul de dincolo de Iordan nu şi -a părăsit locuinţa. Pentruce a stat Dan pe corăbii? Aşer a stat pe malul mării, Şi s'a odihnit în limanurile lui.
18Ο Ζαβουλων ειναι λαος προσφερων την ζωην αυτου εις θανατον, και ο Νεφθαλι, επι τα υψη της πεδιαδος.
18Zabulon este un popor care a înfruntat moartea, Şi Neftali la fel, pe înălţimile din cîmpie.
19Ηλθον οι βασιλεις, επολεμησαν· τοτε επολεμησαν οι βασιλεις Χανααν εν Θααναχ πλησιον των υδατων του Μεγιδδω· λαφυρον αργυριου δεν ελαβον.
19Împăraţii au venit, s'au luptat; Atunci au luptat împăraţii Canaanului, La Tanaac, la apele Meghido; N'au luat nicio pradă, nici argint.
20Εκ του ουρανου επολεμησαν, οι αστερες εκ της πορειας αυτων επολεμησαν εναντιον του Σισαρα.
20Din ceruri se luptau, De pe cărările lor stelele se luptau împotriva lui Sisera,
21Ο ποταμος Κισων κατεσυρεν αυτους, ο παλαιος ποταμος, ο ποταμος Κισων. Κατεπατησας, ψυχη μου, δυναμιν.
21Pîrîul Chison i -a luat, Pîrîul din vremile străvechi, pîrîul Chison! Suflete, calcă-'n picioare pe viteji!
22Τοτε κατετριβησαν οι ονυχες των ιππων απο του ορμητικου δρομου, του ορμητικου δρομου των επ' αυτους ισχυρων.
22Atunci copitele cailor au răsunat De goana, de goana năbădăioasă a războinicilor lor.
23Καταρασθε την Μηρωζ, ειπεν ο αγγελος του Κυριου, καταρασθε καταραν τους κατοικους αυτης διοτι δεν ηλθον εις βοηθειαν του Κυριου, εις βοηθειαν του Κυριου εναντιον των δυνατων.
23Blestemaţi pe Meroza, a zis Îngerul Domnului, Blestemaţi, blestemaţi pe locuitorii lui; Căci n'au venit în ajutorul Domnului, În ajutorul Domnului, printre oamenii viteji``.
24[] Ευλογημενη ας ηναι υπερ τας γυναικας η Ιαηλ, η γυνη του Εβερ του Κεναιου· υπερ τας γυναικας εν ταις σκηναις ευλογημενη ας ηναι.
24Binecuvîntată să fie între femei Iael, Nevasta lui Heber, Chenitul! Binecuvîntată să fie ea între femeile cari locuiesc în corturi!
25Υδωρ εζητησε, γαλα εδωκε· βουτυρον προσεφερεν εις μεγαλοπρεπη κρατηρα.
25El a cerut apă, şi ea i -a a dat lapte; În pahar împărătesc i -a adus unt.
26Την αριστεραν αυτης ηπλωσεν εις τον πασσαλον, και την δεξιαν αυτης εις την σφυραν των εργατων· και σφυροκοπησασα τον Σισαρα εσχισε την κεφαλην αυτου, και συνεθλασε και διεπερασε τους μηνιγγας αυτου.
26Cu o mînă a luat ţăruşul, Şi cu dreapta ciocanul lucrătorilor, A lovit pe Sisera, i -a despicat capul, I -a sfărîmat şi străpuns tîmpla.
27Μεταξυ των ποδων αυτης συνεκαμφθη, επεσεν, εκειτο· μεταξυ των ποδων αυτης συνεκαμφθη, επεσεν· οπου συνεκαμφθη, εκει επεσε νεκρος.
27El s'a ghemuit: a căzut şi s'a culcat la picioarele ei; S'a ghemuit şi a căzut la picioarele ei; Acolo unde s'a ghemuit, acolo a căzut fără viaţă.
28Η μητηρ του Σισαρα εκυπτε δια της θυριδος και εβοα δια του δικτυωτου, Δια τι η αμαξα αυτου βραδυνει να ελθη, δια τι εβραδυναν οι τροχοι των αμαξων αυτου;
28Pe fereastră, prin zăbrele, Se uită mama lui Sisera, şi strigă: ,,Pentruce zăboveşte carul lui să vină? Pentruce vin carăle lui aşa de încet?``
29Αι σοφαι κυριαι αυτης απεκρινοντο προς αυτην· αυτη μαλιστα εδιδε την αποκρισιν προς εαυτην·
29Cele mai înţelepte dintre femeile ei îi răspund, Şi ea îşi răspunde singură:
30Δεν επετυχον; δεν διεμοιρασαν τα λαφυρα; μιαν η δυο νεας εις εκαστον ανδρα, εις τον Σισαρα λαφυρα ποικιλοχροα, λαφυρα ποικιλοχροα κεντητα, ποικιλοχροα κεντητα και εκ των δυο μερων, περιλαιμια των λαφυραγωγουμενων;
30,,Negreşit, au găsit pradă! Şi -o împărţesc: O fată, două fete de fiecare om; Pradă de haine văpsite pentru Sisera; Pradă de haine văpsite cusute la gherghef, Două haine văpsite şi cusute la gherghef, De pus pe grumazul biruitorului!``
31Ουτω να απολεσθωσι παντες οι εχθροι σου, Κυριε· οι δε αγαπωντες αυτον ας ηναι ως ο ηλιος ανατελλων εν τη δοξη αυτου. Και ανεπαυθη η γη τεσσαρακοντα ετη.
31Aşa să piară toţi vrăjmaşii Tăi, Doamne! Dar cei ce -L iubesc sînt ca soarele, cînd se arată în puterea lui``. Ţara a avut odihnă patruzeci de ani.