1[] Οτε δε ηκουσεν ο Σαναβαλλατ οτι ημεις οικοδομουμεν το τειχος, ωργισθη και ηγανακτησε πολυ και περιεγελασε τους Ιουδαιους.
1Cînd a auzit Sanbalat că zidim iarăş zidul, s'a mîniat şi s'a supărat foarte tare. Şi -a bătut joc de Iudei,
2Και ελαλησεν ενωπιον των αδελφων αυτου και του στρατευματος της Σαμαρειας και ειπε, Τι καμνουσιν οι αθλιοι ουτοι Ιουδαιοι; θελουσιν αφησει αυτους; θελουσι θυσιασει; θελουσι τελειωσει εν μια ημερα; θελουσιν αναζωοποιησει εκ των σωρων του χωματος τους λιθους, και τουτους κεκαυμενους;
2şi a zis înaintea fraţilor săi şi înaintea ostaşilor Samariei: ,,La ce lucrează aceşti Iudei neputincioşi? Oare vor fi lăsaţi să lucreze? Oare vor jertfi? Oare vor isprăvi? Oare vor da ei viaţă unor pietre înmormîntate supt mormane de praf şi arse de foc?``
3Πλησιον δε αυτου ητο Τωβιας ο Αμμωνιτης· και ειπε, Και αν κτισωσιν, αλωπηξ αναβαινουσα θελει καθαιρεσει το λιθινον αυτων τειχος.
3Tobia, Amonitul, era lîngă el, şi a zis: ,,Să zidească numai! Dacă se va sui o vulpe, le va dărîma zidul lor de piatră.``
4Ακουσον, Θεε ημων· διοτι μυκτηριζομεθα· και στρεψον τον ονειδισμον αυτων κατα της κεφαλης αυτων και καμε αυτους να γεινωσι λαφυρον εν γη αιχμαλωσιας·
4,,Ascultă, Dumnezeul nostru, cum sîntem batjocoriţi! Fă să cadă ocările lor asupra capului lor, şi dă -i pradă pe un pămînt unde să fie robi.
5και μη καλυψης την ανομιαν αυτων, και η αμαρτια αυτων ας μη εξαλειφθη απ' εμπροσθεν σου· διοτι προεφεραν ονειδισμους κατα των οικοδομουντων.
5Nu le ierta fărădelegea, şi păcatul lor să nu fie şters dinaintea Ta; căci au necăjit pe cei ce zidesc.``
6Ουτως ανωκοδομησαμεν το τειχος· και απαν το τειχος συνεδεθη, εως του ημισεος αυτου· διοτι ο λαος ειχε καρδιαν εις το εργαζεσθαι.
6Am zidit zidul, care a fost isprăvit pretutindeni pînă la jumătate din înălţimea lui. Şi poporul lucra cu inimă.
7[] Αλλ' οτε Σαναβαλλατ και Τωβιας και οι Αραβες και οι Αμμωνιται και οι Αζωτιοι ηκουσαν οτι τα τειχη της Ιερουσαλημ επισκευαζονται, και οτι τα χαλασματα ηρχισαν να φραττωνται, ωργισθησαν σφοδρα·
7Dar Sanbalat, Tobia, Arabii, Amoniţii şi Asdodiţii, s'au supărat foarte tare cînd au auzit că dregerea zidurilor înainta şi că spărturile începeau să se astupe.
8και συνωμοσαν παντες ομου να ελθωσι να πολεμησωσιν εναντιον της Ιερουσαλημ, και να καμωσιν εις αυτην βλαβην.
8S'au unit toţi împreună ca să vină împotriva Ierusalimului, şi să -i facă stricăciuni.
9Και ημεις προσηυχηθημεν εις τον Θεον ημων και εστησαμεν φυλακας εναντιον αυτων ημεραν και νυκτα, φοβουμενοι απ' αυτων.
9Ne-am rugat Dumnezeului nostru, şi am pus o strajă zi şi noapte ca să ne apere împotriva loviturilor lor.
10Και ειπεν ο Ιουδας, Η δυναμις των εργατων ητονησε, και το χωμα ειναι πολυ, και ημεις δεν δυναμεθα να οικοδομωμεν το τειχος.
10Însă Iuda zicea: ,,Puterile celor ce duc poverile slăbesc, şi dărîmăturile sînt multe; nu vom putea să zidim zidul.``
11Οι δε εχθροι ημων ειπον, Δεν θελουσι μαθει ουδε θελουσιν ιδει, εωσου ελθωμεν εις το μεσον αυτων και φονευσωμεν αυτους, και καταπαυσωμεν το εργον.
11Şi vrăjmaşii noştri ziceau: ,,Nu vor şti şi nu vor vedea nimic pînă vom ajunge în mijlocul lor; îi vom ucide şi vom face astfel să înceteze lucrarea.``
12Και ελθοντες οι Ιουδαιοι, οι κατοικουντες πλησιον αυτων, ειπον προς ημας δεκακις, Προσεχετε απο παντων των τοπων, δια των οποιων επιστρεφετε προς ημας.
12Şi Iudeii, cari locuiau lîngă ei, au venit de zece ori şi ne-au înştiinţat despre toate locurile pe unde veneau la noi.
13Οθεν εστησα εις τους χαμηλοτερους τοπους οπισθεν του τειχους και εις τους υψηλοτερους τοπους, εστησα τον λαον κατα συγγενειας, με τας ρομφαιας αυτων, με τας λογχας αυτων και με τα τοξα αυτων.
13De aceea am pus, în locurile cele mai de jos, dinapoia zidului, şi în locurile tari, poporul pe familii, i-am aşezat pe toţi cu săbiile, suliţele şi arcurile lor.
14Και ειδον και εσηκωθην και ειπα προς τους προκριτους και προς τους προεστωτας και προς το επιλοιπον του λαου, Μη φοβηθητε απ' αυτων· ενθυμεισθε τον Κυριον, τον μεγαν και φοβερον, και πολεμησατε υπερ των αδελφων σας, των υιων σας και των θυγατερων σας, των γυναικων σας και των οικων σας.
14M'am uitat, şi sculîndu-mă, am zis mai marilor, dregătorilor şi celuilalt popor: ,,Nu vă temeţi de ei! Aduceţi-vă aminte de Domnul cel mare şi înfricoşat, şi luptaţi pentru fraţii voştri, pentru fiii voştri şi fetele voastre, pentru nevestele voastre, şi pentru casele voastre!``
15Και οτε οι εχθροι ημων ηκουσαν οτι το πραγμα εγνωσθη εις ημας, και διεσκεδασεν ο Θεος την βουλην αυτων, επεστρεψαμεν παντες ημεις εις το τειχος, εκαστος εις το εργον αυτου.
15Cînd au auzit vrăjmaşii noştri că am fost înştiinţaţi, Dumnezeu le -a nimicit planul, şi ne-am întors cu toţii la zid, fiecare la lucrarea lui.
16[] Και απ' εκεινης της ημερας το ημισυ των δουλων μου ειργαζοντο το εργον, και το ημισυ αυτων εκρατουν τας λογχας, τους θυρεους και τα τοξα, τεθωρακισμενοι και οι αρχοντες ησαν οπισω παντος του οικου Ιουδα.
16Din ziua aceea, jumătate din oamenii mei lucrau, iar celalaltă jumătate era înarmată cu suliţe, cu scuturi, cu arcuri şi cu platoşe. Căpeteniile erau înapoia întregei case a lui Iuda.
17Οι οικοδομουντες το τειχος και οι αχθοφορουντες και οι φορτιζοντες, εκαστος δια της μιας χειρος αυτου εδουλευεν εις το εργον και δια της αλλης εκρατει το οπλον.
17Ceice zideau zidul, şi cei ce duceau sau încărcau poverile, cu o mînă lucrau, iar cu alta ţineau arma.
18Οι δε οικοδομοι, εκαστος ειχε την ρομφαιαν αυτου περιεζωσμενην εις την οσφυν αυτου και ωκοδομει ο δε σαλπιζων εν τη σαλπιγγι ητο πλησιον μου.
18Fiecare din ei, cînd lucra, îşi avea sabia încinsă la mijloc. Cel ce suna din trîmbiţă stătea lîngă mine.
19Και ειπα προς τους προκριτους και προς τους προεστωτας και προς το επιλοιπον του λαου, το εργον ειναι μεγα και πλατυ· ημεις δε ειμεθα διακεχωρισμενοι επι το τειχος, ο εις μακραν του αλλου·
19Am zis mai marilor, dregătorilor, şi celuilalt popor: ,,Lucrarea este mare şi întinsă, şi noi sîntem risipiţi pe zid, departe unii de alţii.
20εις οντινα λοιπον τοπον ακουσητε την φωνην της σαλπιγγος, εκει δραμετε προς ημας· ο Θεος ημων θελει πολεμησει υπερ ημων.
20La sunetul trîmbiţei, să vă strîngeţi la noi, spre locul de unde o veţi auzi. Dumnezeul nostru va lupta pentru noi.``
21Ουτως ειργαζομεθα το εργον· και το ημισυ αυτων εκρατει τας λογχας, απ' αρχης της αυγης εως της ανατολης των αστρων.
21Aşa făceam lucrarea: jumătate din noi stînd cu suliţa în mînă din zorii zilei pînă la ivirea stelelor.
22Και κατα τον αυτον καιρον ειπα προς τον λαον, Εκαστος μετα του δουλου αυτου ας διανυκτερευη εν τω μεσω της Ιερουσαλημ, και ας ηναι την νυκτα φυλακες εις ημας, και ας εργαζωνται την ημεραν.
22În acelaş timp, am mai zis poporului: ,,Fiecare să petreacă noaptea în Ierusalim cu slujitorul lui; noaptea să facem de strajă, iar ziua să lucrăm.``
23Και ουτε εγω, ουτε οι αδελφοι μου, ουτε οι δουλοι μου, ουτε οι ανδρες της προφυλαξεως οι ακολουθουντες με, ουδεις εξ ημων εξεδυετο τα ιματια αυτου· μονον δια να λουηται εξεδυετο εκαστος.
23Şi nu ne-am desbrăcat de haine, nici eu, nici fraţii mei, nici slujitorii mei, nici oamenii de strajă, cari erau subt porunca mea. Fiecare se ducea cu armele la apă.