Greek: Modern

Romanian: Cornilescu

Psalms

10

1[] Δια τι, Κυριε, ιστασαι μακροθεν; κρυπτεσαι εν καιρω θλιψεως;
1Pentruce stai aşa de departe, Doamne? Pentruce Te ascunzi la vreme de necaz?
2Εν τη υπερηφανια του ασεβους κατακαιεται ο πτωχος· ας πιασθωσιν εν ταις πανουργιαις, τας οποιας διαλογιζονται.
2Cel rău, în mîndria lui, urmăreşte pe cei nenorociţi, şi ei cad jertfă curselor urzite de el.
3Διοτι ο ασεβης καυχαται εις τας επιθυμιας της ψυχης αυτου, και ο πλεονεκτης μακαριζει εαυτον· καταφρονει τον Κυριον.
3Căci cel rău se făleşte cu pofta lui, iar răpitorul batjocoreşte şi nesocoteşte pe Domnul.
4Ο ασεβης δια την αλαζονειαν του προσωπου αυτου δεν θελει εκζητησει τον Κυριον· παντες οι διαλογισμοι αυτου ειναι οτι δεν υπαρχει Θεος.
4Cel rău zice cu trufie: ,,Nu pedepseşte Domnul! Nu este Dumnezeu!`` Iată toate gîndurile lui.
5Αι οδοι αυτου μολυνονται εν παντι καιρω· αι κρισεις σου ειναι πολυ υψηλα απο προσωπου αυτου· φυσα εναντιον παντων των εχθρων αυτου.
5Treburile îi merg bine în orice vreme; judecăţile Tale sînt prea înalte pentru el, ca să le poată vedea, şi suflă cu dispreţ împotriva tuturor protivnicilor lui.
6Ειπεν εν τη καρδια αυτου, δεν θελω σαλευθη απο γενεας εις γενεαν· διοτι δεν θελω πεσει εις δυστυχιαν.
6El zice în inima lui: ,,Nu mă clatin, în veci sînt scutit de nenorocire!``
7Το στομα αυτου γεμει καταρας και απατης και δολου· υπο την γλωσσαν αυτου ειναι κακια και ανομια.
7Gura îi este plină de blesteme, de înşelătorii şi de vicleşuguri; şi supt limbă are răutate şi fărădelege.
8Καθηται εν ενεδρα των προαυλιων, εν αποκρυφοις, δια να φονευση τον αθωον· οι οφθαλμοι αυτου παραμονευουσι τον πενητα.
8Stă la pîndă lîngă sate, şi ucide pe cel nevinovat în locuri dosnice: ochii lui pîndesc pe cel nenorocit.
9Ενεδρευει εν αποκρυφω, ως λεων εν τω σπηλαιω αυτου· ενεδρευει δια να αρπαση τον πτωχον· αρπαζει τον πτωχον, οταν συρη αυτον εν τη παγιδι αυτου.
9Stă la pîndă în ascunzătoarea lui, ca leul în vizuină: stă la pîndă să prindă pe cel nenorocit. Îl prinde, şi -l trage în laţul lui:
10Κυπτει, χαμηλονει, δια να πεσωσιν οι πτωχοι εις τους ονυχας αυτου.
10se îndoaie, se pleacă, şi -i cad săracii în ghiare!
11Ειπεν εν τη καρδια αυτου, ελησμονησεν ο Θεος· εκρυψε το προσωπον αυτου· δεν θελει ιδει ποτε.
11El zice în inima lui: ,,Dumnezeu uită! Îşi ascunde Faţa şi în veac nu va vedea!``
12[] Αναστηθι, Κυριε· Θεε, υψωσον την χειρα σου· μη λησμονησης τους τεθλιμμενους.
12Scoală-Te, Doamne, Dumnezeule, ridică mîna! Nu uita pe cei nenorociţi!
13Δια τι παρωξυνεν ο ασεβης τον Θεον; ειπεν εν τη καρδια αυτου, Δεν θελεις εξετασει.
13Pentruce să hulească cel rău pe Dumnezeu? Pentruce să zică în inima lui că Tu nu pedepseşti?
14Ειδες· διοτι συ παρατηρεις την αδικιαν και την υβριν, δια να ανταποδωσης με την χειρα σου· εις σε αφιερονεται ο πτωχος· εις τον ορφανον συ εισαι ο βοηθος.
14Dar Tu vezi; căci Tu priveşti necazul şi suferinţa, ca să iei în mînă pricina lor. În nădejdea Ta se lasăcel nenorocit, şi Tu vii în ajutor orfanului.
15Συντριψον τον βραχιονα του ασεβους και πονηρου· εξερευνησον την ασεβειαν αυτου, εωσου μη ευρης αυτην πλεον.
15Zdrobeşte braţul celui rău, pedepseşte -i fărădelegile, ca să piară din ochii Tăi!
16Ο Κυριος ειναι βασιλευς εις τον αιωνα του αιωνος· τα εθνη θελουσιν εξαλειφθη εκ της γης αυτου.
16Domnul este Împărat în veci de veci; neamurile sînt nimicite din ţara Lui.
17Κυριε, εισηκουσας την επιθυμιαν των πενητων· θελεις στηριξει την καρδιαν αυτων, θελεις καμει προσεκτικον το ωτιον σου·
17Tu auzi rugăciunile celor ce sufăr, Doamne! Le întăreşti inima, Îţi pleci urechea spre ei,
18δια να κρινης τον ορφανον και τον τεταπεινωμενον, ωστε ο ανθρωπος ο γηινος να μη καταδυναστευη πλεον.
18ca să faci dreptate orfanului şi celui asuprit, şi ca să nu mai însufle groaza omul cel luat din pămînt.