Greek: Modern

Romanian: Cornilescu

Psalms

102

1[] <<Προσευχη του τεθλιμμενου, οταν αδημονη, και εκχεη το παραπονον αυτου ενωπιον του Κυριου.>> Κυριε, εισακουσον της προσευχης μου, και η κραυγη μου ας ελθη προς σε.
1(O rugăciune a unui nenorocit, cînd este doborît de întristare şi îşi varsă plîngerea înaintea Domnului.) Doamne, ascultă-mi rugăciunea, şi s'ajungă strigătul meu pînă la Tine!
2Μη κρυψης το προσωπον σου απ' εμου· καθ' ην ημεραν θλιβομαι, κλινον προς εμε το ωτιον σου· καθ' ην ημεραν σε επικαλουμαι, ταχεως επακουε μου.
2Nu-mi ascunde Faţa Ta în ziua necazului meu! Pleacă-Ţi urechea spre mine, cînd strig! Ascultă-mă degrab!
3Διοτι εξελιπον ως καπνος αι ημεραι μου, και τα οστα μου ως φρυγανον κατεξηρανθησαν.
3Căci zilele mele pier ca fumul, şi oasele îmi ard ca un tăciune.
4Επληγωθη η καρδια μου και εξηρανθη ως χορτος, ωστε ελησμονησα να τρωγω τον αρτον μου.
4Inima îmi este lovită, şi mi se usucă întocmai ca iarba; pînă şi pînea uit să mi -o mănînc.
5Απο φωνης του στεναγμου μου εκολληθησαν τα οστα μου εις το δερμα μου.
5Aşa de mari îmi sînt gemetele, că mi se lipesc oasele de carne.
6Κατεσταθην ομοιος του ερημικου πελεκανος· εγεινα ως νυκτοκοραξ εν ταις ερημοις.
6Seamăn cu pelicanul din pustie, sînt ca o cucuvaie din dărîmături;
7Αγρυπνω και ειμαι ως στρουθιον μοναζον επι δωματος.
7nu mai pot dormi, şi sînt ca pasărea singuratică pe un acoperiş.
8Ολην την ημεραν με ονειδιζουσιν οι εχθροι μου· οι μαινομενοι ομνυουσι κατ' εμου.
8În fiecare zi mă bătjocoresc vrăjmaşii mei, şi protivnicii mei jură pe mine în mînia lor.
9Διοτι εφαγον στακτην ως αρτον και συνεκερασα με δακρυα το ποτον μου,
9Mănînc ţărînă în loc de pîne, şi îmi amestec lacrămile cu băutura,
10Εξ αιτιας της οργης σου και της αγανακτησεως σου· διοτι σηκωσας με ερριψας κατω.
10din pricina mîniei şi urgiei Tale; căci Tu m'ai ridicat, şi m'ai aruncat departe.
11Αι ημεραι μου παρερχονται ως σκια, και εγω εξηρανθην ως χορτος.
11Zilele mele sînt ca o umbră gata să treacă, şi mă usuc ca iarba.
12[] Συ δε, Κυριε, εις τον αιωνα διαμενεις, και το μνημοσυνον σου εις γενεαν και γενεαν.
12Dar Tu, Doamne, Tu împărăţeşti pe vecie, şi pomenirea Ta ţine din neam în neam.
13Συ θελεις σηκωθη, θελεις σπλαγχνισθη την Σιων· διοτι ειναι καιρος να ελεησης αυτην, διοτι ο διωρισμενος καιρος εφθασεν.
13Tu Te vei scula, şi vei avea milă de Sion; căci este vremea să te înduri de el, a venit vremea hotărîtă pentru el.
14Επειδη οι δουλοι σου αρεσκονται εις τους λιθους αυτης και σπλαγχνιζονται το χωμα αυτης.
14Căci robii Tăi iubesc pietrele Sionului, şi le e milă de ţărîna lui.
15Τοτε τα εθνη θελουσι φοβηθη το ονομα του Κυριου, και παντες οι βασιλεις της γης την δοξαν σου.
15Atunci se vor teme neamurile de Numele Domnului, şi toţi împăraţii pămîntului de slava Ta.
16Οταν ο Κυριος οικοδομηση την Σιων θελει φανη εν τη δοξα αυτου.
16Da, Domnul va zidi iarăş Sionul, şi Se va arăta în slava Sa.
17Θελει επιβλεψει επι την προσευχην των εγκαταλελειμμενων και δεν θελει καταφρονησει την δεησιν αυτων.
17El ia aminte la rugăciunea nevoiaşului, şi nu -i nesocoteşte rugăciunea.
18Τουτο θελει γραφθη δια την γενεαν την επερχομενην· και ο λαος, οστις θελει δημιουργηθη, θελει αινει τον Κυριον.
18Să se scrie lucrul acesta pentru neamul de oameni care va veni, şi poporul, care se va naşte, să laude pe Domnul!
19Διοτι εκυψεν εκ του υψους του αγιαστηριου αυτου, εξ ουρανου επεβλεψεν ο Κυριος επι την γην,
19Căci El priveşte din înălţimea sfinţeniei Lui; Domnul priveşte din ceruri pe pămînt,
20δια να ακουση τον στεναγμον των δεσμιων, δια να λυση τους καταδεδικασμενους εις θανατον·
20ca să audă gemetele prinşilor de război, si să izbăvească pe cei ce sînt pe moarte;
21δια να κηρυττωσιν εν Σιων το ονομα του Κυριου και την αινεσιν αυτου εν Ιερουσαλημ,
21pentru ca ei să vestească în Sion Numele Domnului, şi laudele lui în Ierusalim,
22οταν συναχθωσιν ομου οι λαοι και αι βασιλειαι, δια να δουλευσωσι τον Κυριον.
22cînd se vor strînge toate popoarele, şi toate împărăţiile, ca să slujească Domnului.
23[] Ηδυνατισεν εν τη οδω την ισχυν μου· συνετεμε τας ημερας μου.
23El mi -a frînt puterea în drum, şi mi -a scurtat zilele,
24Εγω ειπα, μη με αρπασης, Θεε μου, εν τω ημισει των ημερων μου· τα ετη σου ειναι εις γενεας γενεων.
24Eu zic: ,,Dumnezeule, nu mă lua la jumătatea zilelor mele, Tu, ai cărui ani ţin vecinic!``
25Κατ' αρχας συ, Κυριε, την γην εθεμελιωσας, και εργα των χειρων σου ειναι οι ουρανοι.
25Tu ai întemeiat în vechime pămîntul, şi cerurile sînt lucrarea mînilor Tale.
26Αυτοι θελουσιν απολεσθη, συ δε διαμενεις· και παντες ως ιματιον θελουσι παλαιωθη· ως περιενδυμα θελεις τυλιξει αυτους, και θελουσιν αλλαχθη·
26Ele vor pieri, dar Tu vei rămînea; toate se vor învechi ca o haină; le vei schimba ca pe un veşmînt, şi se vor schimba.
27συ ομως εισαι ο αυτος, και τα ετη σου δεν θελουσιν εκλειψει.
27Dar Tu rămîi Acelaş, şi anii Tăi nu se vor sfîrşi.
28Οι υιοι των δουλων σου θελουσι κατοικει, και το σπερμα αυτων θελει διαμενει ενωπιον σου.
28Fiii robilor Tăi îşi vor locui ţara, şi sămînţa lor va rămînea înaintea Ta.