1[] Ευλογει, η ψυχη μου, τον Κυριον. Κυριε Θεε μου, εμεγαλυνθης σφοδρα· τιμην και μεγαλοπρεπειαν εισαι ενδεδυμενος·
1Binecuvîntează, suflete, pe Domnul! Doamne, Dumnezeule, Tu eşti nemărginit de mare! Tu eşti îmbrăcat cu strălucire şi măreţie!
2ο περιτυλιττομενος το φως ως ιματιον, ο εκτεινων τον ουρανον ως καταπετασμα·
2Te înveleşti cu lumina ca şi cu o manta; întinzi cerurile ca un cort.
3ο στεγαζων με υδατα τα υπερωα αυτου· ο ποιων τα νεφη αμαξαν αυτου· ο περιπατων επι πτερυγων ανεμων·
3Cu apele Îţi întocmeşti vîrful locuinţei Tale; din nori Îţi faci carul, şi umbli pe aripile vîntului.
4ο ποιων τους αγγελους αυτου πνευματα, τους λειτουργους αυτου πυρος φλογα·
4Din vînturi Îţi faci soli, şi din flăcări de foc, slujitori.
5ο θεμελιων την γην επι την βασιν αυτης, δια να μη σαλευθη εις τον αιωνα του αιωνος.
5Tu ai aşezat pămîntul pe temeliile lui, şi niciodată nu se va clătina.
6Με την αβυσσον, ως με ιματιον, εκαλυψας αυτην· τα υδατα εσταθησαν επι των ορεων·
6Tu îl acoperisei cu adîncul cum l-ai acoperi cu o haină; apele stăteau pe munţi,
7απο επιτιμησεως σου εφυγον· απο της φωνης της βροντης σου εσυρθησαν εν βια·
7dar, la ameninţarea Ta, au fugit, la glasul tunetului Tău au luat -o la fugă,
8ανεβησαν εις τα ορη, κατεβησαν εις τας κοιλαδας, εις τοπον, τον οποιον διωρισας δι' αυτα·
8suindu-se pe munţi şi pogorîndu-se în văi, pînă la locul, pe care li -l hotărîsei Tu.
9εθεσας οριον, το οποιον δεν θελουσιν υπερβη ουδε θελουσιν επιστρεψει δια να σκεπασωσι την γην.
9Le-ai pus o margine, pe care nu trebuie s'o treacă, pentruca să nu se mai întoarcă să acopere pămîntul.
10[] Ο εξαποστελλων πηγας εις τας φαραγγας, δια να ρεωσιν αναμεσον των ορεων·
10Tu faci să ţîşnească izvoarele în văi, şi ele curg printre munţi.
11ποτιζουσι παντα τα θηρια του αγρου· οι αγριοι ονοι σβυνουσι την διψαν αυτων·
11Tu adăpi la ele toate fiarele cîmpului; în ele îşi potolesc setea măgarii sălbatici.
12πλησιον αυτων τα πετεινα του ουρανου κατασκηνουσι, και αναμεσον των κλαδων κελαδουσιν.
12Păsările cerului locuiesc pe marginile lor, şi fac să le răsune glasul printre ramuri.
13Ο ποτιζων τα ορη εκ των υπερωων αυτου· απο του καρπου των εργων σου χορταινει η γη.
13Din locaşul Tău cel înalt Tu uzi munţii; şi se satură pămîntul de rodul lucrărilor Tale.
14Ο αναδιδων χορτον δια τα κτηνη και βοτανην προς χρησιν του ανθρωπου, δια να εξαγη τροφην εκ της γης,
14Tu faci să crească iarba pentru vite, şi verdeţuri pentru nevoile omului, ca pămîntul să dea hrană:
15και οινον ευφραινοντα την καρδιαν του ανθρωπου, ελαιον δια να λαμπρυνη το προσωπον αυτου, και αρτον στηριζοντα την καρδιαν του ανθρωπου.
15vin, care înveseleşte inima omului, untdelemn, care -i înfrumuseţează faţa, şi pîne, care -i întăreşte inima.
16Εχορτασθησαν τα δενδρα του Κυριου· αι κεδροι του Λιβανου, τας οποιας εφυτευσεν·
16Se udă copacii Domnului, cedrii din Liban, pe cari i -a sădit El.
17Οπου τα πετεινα καμνουσι φωλεας· αι πευκαι ειναι η κατοικια του πελαργου.
17În ei îşi fac păsările cuiburi; iar cocostîrcul îşi are locuinţa în chiparoşi;
18Τα ορη τα υψηλα ειναι δια τας δορκαδας· αι πετραι καταφυγη εις τους δασυποδας.
18munţii cei înalţi sînt pentru ţapii sălbatici, iar stîncile sînt adăpost pentru iepuri.
19[] Εκαμε την σεληνην δια τους καιρους· ο ηλιος γνωριζει την δυσιν αυτου.
19El a făcut luna ca să arate vremile; soarele ştie cînd trebuie să apună.
20Φερεις σκοτος, και γινεται νυξ· εν αυτη περιφερονται παντα τα θηρια του δασους·
20Tu aduci întunerecul, şi se face noapte: atunci toate fiarele pădurilor se pun în mişcare;
21οι σκυμνοι βρυχωνται δια να αρπασωσι, και να ζητησωσι παρα του Θεου την τροφην αυτων.
21puii de lei mugesc după pradă, şi îşi cer hrana dela Dumnezeu.
22Ο ηλιος ανατελλει· συναγονται και πλαγιαζουσιν εν τοις σπηλαιοις αυτων·
22Cînd răsare soarele, ele fug înapoi, şi se culcă în vizuinile lor.
23εξερχεται ο ανθρωπος εις το εργον αυτου και εις την εργασιαν αυτου εως εσπερας.
23Dar omul iese la lucrul său, şi la munca lui, pînă seara.
24Ποσον μεγαλα ειναι τα εργα σου, Κυριε· τα παντα εν σοφια εποιησας· η γη ειναι πληρης των ποιηματων σου·
24Cît de multe sînt lucrările Tale, Doamne! Tu pe toate le-ai făcut cu înţelepciune, şi pămîntul este plin de făpturile Tale.
25αυτη η θαλασσα η μεγαλη και ευρυχωρος. Εκει ειναι ερπετα αναριθμητα, ζωα μικρα μετα μεγαλων·
25Iată marea cea întinsă şi mare: în ea se mişcă nenumărate vieţuitoare mici şi mari.
26εκει διατρεχουσι τα πλοια· εκει ο Λευιαθαν ουτος, τον οποιον επλασας δια να παιζη εν αυτη.
26Acolo în ea, umblă corăbiile, şi în ea este leviatanul acela pe care l-ai făcut să se joace în valurile ei.
27Παντα ταυτα επι σε ελπιζουσι, δια να δωσης εν καιρω την τροφην αυτων.
27Toate aceste vieţuitoare Te aşteaptă, ca să le dai hrana la vreme.
28Διδεις εις αυτα, συναγουσιν· ανοιγεις την χειρα σου, χορταινουσιν αγαθα.
28Le -o dai Tu, ele o primesc; Îţi deschizi Tu mîna, ele se satură de bunătăţile Tale.
29Αποστρεφεις το προσωπον σου, ταραττονται· σηκονεις την πνοην αυτων, αποθνησκουσι και εις το χωμα αυτων επιστρεφουσιν·
29Îţi ascunzi Tu Faţa, ele tremură; le iei Tu suflarea: ele mor, şi se întorc în ţărîna lor.
30εξαποστελλεις το πνευμα σου, κτιζονται, και ανανεονεις το προσωπον της γης.
30Îţi trimeţi Tu suflarea: ele sînt zidite, şi înoieşti astfel faţa pămîntului.
31[] Η δοξα του Κυριου εστω εις τον αιωνα· ας ευφραινεται ο Κυριος εις τα εργα αυτου·
31În veci să ţină slava Domnului! Să Se bucure Domnul de lucrările Lui!
32ο επιβλεπων επι την γην και καμνων αυτην να τρεμη· εγγιζει τα ορη, και καπνιζουσι.
32El priveşte pămîntul, şi pămîntul se cutremură; atinge munţii, şi ei fumegă.
33Θελω ψαλλει εις τον Κυριον ενοσω ζω· θελω ψαλμωδει εις τον Θεον μου ενοσω υπαρχω.
33Voi cînta Domnului cît voi trăi, voi lăuda pe Dumnezeul meu cît voi fi.
34Η εις αυτον μελετη μου θελει εισθαι γλυκεια· εγω θελω ευφραινεσθαι εις τον Κυριον.
34Fie plăcute Lui cuvintele mele! Mă bucur de Domnul.
35Ας εκλειψωσιν οι αμαρτωλοι απο της γης και οι ασεβεις ας μη υπαρχωσι πλεον. Ευλογει, η ψυχη μου, τον Κυριον. Αλληλουια.
35Să piară păcătoşii de pe pămînt, şi cei răi să nu mai fie! Binecuvintează, suflete, pe Domnul! Lăudaţi pe Domnul!