1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Επι σε, Κυριε, ηλπισα ας μη καταισχυνθω εις τον αιωνα· εν τη δικαιοσυνη σου σωσον με.
1(Către mai marele cîntăreţilor. Un psalm al lui David.) Doamne, în Tine mă încred: să nu fiu dat de ruşine niciodată. Izbăveşte-mă, în dreptatea Ta!
2Κλινον εις εμε το ωτιον σου· ταχυνον να με ελευθερωσης· γενου εις εμε ισχυρος βραχος· οικος καταφυγης, δια να με σωσης.
2Pleacă-Ţi urechea spre mine, grăbeşte de-mi ajută! Fii pentru mine o stîncă ocrotitoare, o cetăţuie unde să-mi găsesc scăparea!
3Διοτι πετρα μου και φρουριον μου εισαι· και ενεκεν του ονοματος σου οδηγησον με και διαθρεψον με.
3Căci Tu eşti Stînca mea, Cetăţuia mea, şi, pentru Numele Tău, mă vei povăţui şi mă vei călăuzi.
4Εκβαλε με εκ της παγιδος, την οποιαν εκρυψαν δι' εμε· διοτι εισαι η δυναμις μου.
4Scoate-mă din laţul, pe care mi l-au întins vrăjmaşii. Căci Tu eşti Ocrotitorul meu!
5Εις τας χειρας σου παραδιδω το πνευμα μου· συ με ελυτρωσας, Κυριε ο Θεος της αληθειας.
5În mînile Tale îmi încredinţez duhul: Tu mă vei izbăvi, Doamne, Dumnezeule adevărate!
6Εμισησα τους προσεχοντας εις τας ματαιοτητας του ψευδους· εγω δε επι τον Κυριον ελπιζω.
6Eu urăsc pe ceice se lipesc de idoli deşerţi, şi mă încred în Domnul.
7Θελω αγαλλεσθαι και ευφραινεσθαι εις το ελεος σου· διοτι ειδες την θλιψιν μου, εγνωρισας την ψυχην μου εν στενοχωριαις,
7Fă-mă să mă veselesc şi să mă bucur de îndurarea Ta, căci vezi ticăloşia mea, ştii neliniştea sufletului meu,
8και δεν με συνεκλεισας εις την χειρα του εχθρου· εστησας εν ευρυχωρια τους ποδας μου.
8şi nu mă vei da în mînile vrăjmaşului, ci îmi vei pune picioarele la loc larg.
9[] Ελεησον με, Κυριε, διοτι ειμαι εν θλιψει· εμαρανθη απο της λυπης ο οφθαλμος μου, η ψυχη μου και η κοιλια μου.
9Ai milă de mine, Doamne, căci sînt în strîmtorare: faţa, sufletul, şi trupul mi s'au topit de întristare;
10Διοτι εξελιπεν εν οδυνη η ζωη μου και τα ετη μου εν στεναγμοις· ησθενησεν απο ταλαιπωριας μου η δυναμις μου, και τα οστα μου κατεφθαρησαν.
10mi se sfîrşeşte viaţa în durere, şi anii în suspinuri. Mi s'au sleit puterile din pricina fărădelegii mele, şi-mi putrezesc oasele!
11Εις παντας τους εχθρους μου εγεινα ονειδος και εις τους γειτονας μου σφοδρα, και φοβος εις τους γνωστους μου· οι βλεποντες με εξω εφευγον απ' εμου.
11Din pricina protivnicilor mei, am ajuns de ocară, de mare ocară pentru vecinii mei, şi de groază pentru prietenii mei; ceice mă văd pe uliţă, fug de mine.
12Ελησμονηθην απο της καρδιας ως νεκρος· εγεινα ως σκευος συντετριμμενον.
12Sînt uitat de inimi ca un mort, am ajuns ca un vas sfărîmat.
13Διοτι ηκουσα τον ονειδισμον πολλων· φοβος ητο πανταχοθεν· οτε συνεβουλευθησαν κατ' εμου· εμηχανευθησαν να αφαιρεσωσι την ζωην μου.
13Aud vorbele rele ale multora, văd spaima care domneşte împrejur, cînd se sfătuiesc ei împreună împotriva mea, şi uneltesc să-mi ia viaţa.
14Αλλ' εγω επι σε, Κυριε, ηλπισα· ειπα, συ εισαι ο Θεος μου.
14Dar eu mă încred în Tine, Doamne, şi zic: ,,Tu eşti Dumnezeul meu!``
15Εις τας χειρας σου ειναι οι καιροι μου· λυτρωσον με εκ χειρος των εχθρων μου και εκ των καταδιωκοντων με.
15Soarta mea este în mîna Ta; scapă-mă de vrăjmaşii şi de prigonitorii mei!
16Επιφανον το προσωπον σου επι τον δουλον σου· σωσον με εν τω ελεει σου.
16Fă să lumineze Faţa Ta peste robul Tău, scapă-mă, prin îndurarea Ta!
17Κυριε, ας μη καταισχυνθω, διοτι σε επεκαλεσθην· ας καταισχυνθωσιν οι ασεβεις, ας σιωπησωσιν εν τω αδη.
17Doamne, să nu rămîn de ruşine cînd Te chem. Ci să rămînă de ruşine cei răi, şi ei să se pogoare muţi în locuinţa morţilor!
18Αλαλα ας γεινωσι τα χειλη τα δολια, τα λαλουντα σκληρως κατα του δικαιου εν υπερηφανια και καταφρονησει.
18Să amuţească buzele mincinoase, cari vorbesc cu îndrăzneală, cu trufie şi dispreţ împotriva celui neprihănit!
19[] Ποσον μεγαλη ειναι η αγαθοτης σου, την οποιαν εφυλαξας εις τους φοβουμενους σε και ενηργησας εις τους ελπιζοντας επι σε εμπροσθεν των υιων των ανθρωπων.
19O, cît de mare este bunătatea Ta, pe care o păstrezi pentru cei ce se tem de Tine, şi pe care o arăţi celor ce se încred în Tine, în faţa fiilor oamenilor!
20Θελεις κρυψει αυτους εν αποκρυφω του προσωπου σου απο της αλαζονειας των ανθρωπων· θελεις κρυψει αυτους εν σκηνη απο της αντιλογιας των γλωσσων.
20Tu îi ascunzi, la adăpostul Feţei Tale, de cei ce -i prigonesc, îi ocroteşti în cortul Tău de limbile-cari -i clevetesc.
21Ευλογητος ο Κυριος, διοτι εθαυμαστωσε το ελεος αυτου προς εμε εν πολει οχυρα.
21Binecuvîntat să fie Domnul, căci Şi -a arătat în chip minunat îndurarea faţă de mine: parc'aş fi fost într'o cetate întărită.
22Εγω δε ειπα εν τη εκπληξει μου, Απερριφθην απ' εμπροσθεν των οφθαλμων σου· πλην συ ηκουσας της φωνης των δεησεων μου, οτε εβοησα προς σε.
22În pornirea mea nechibzuită, ziceam: ,,Sînt izgonit dinaintea Ta!`` Dar Tu ai auzit glasul rugăciunilor mele, cînd am strigat spre Tine.
23Αγαπησατε τον Κυριον, παντες οι οσιοι αυτου· ο Κυριος φυλαττει τους πιστους, και ανταποδιδει περισσως εις τους πραττοντας την υπερηφανιαν.
23Iubiţi dar pe Domnul, toţi cei iubiţi de El. Căci Domnul păzeşte pe cei credincioşi, şi pedepseşte aspru pe cei mîndri.
24Ανδριζεσθε, και ας κραταιωθη η καρδια σας, παντες οι ελπιζοντες επι Κυριον.
24Fiţi tari, şi îmbărbătaţi-vă inima, toţi cei ce nădăjduiţi în Domnul!