1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ, δουλου του Κυριου.>> Του ασεβους η παρανομια λεγει εν τη καρδια μου, δεν ειναι φοβος Θεου εμπροσθεν των οφθαλμων αυτου.
1(Către mai marele cîntăreţilor. Un psalm al lui David, robul Domnului.) Nelegiuirea celui rău zice inimii mele: ,,Nu este frică de Dumnezeu înaintea ochilor lui.``
2Διοτι απατα εαυτον εις τους οφθαλμους αυτου περι του οτι θελει ευρεθη η ανομια αυτου δια να μισηθη.
2Căci se măguleşte singur în ochii lui, ca să-şi desăvîrşească fărădelegea, ca să-şi potolească ura.
3Τα λογια του στοματος αυτου ειναι ανομια και δολος· δεν ηθελησε να νοηση δια να πραττη το αγαθον.
3Cuvintele gurii lui sînt mincinoase şi înşelătoare; nu mai vrea să lucreze cu înţelepciune şi să facă binele.
4Ανομιαν διαλογιζεται επι της κλινης αυτου· ισταται εν οδω ουχι καλη· το κακον δεν μισει.
4În aşternutul lui se gîndeşte la răutate, stă pe o cale care nu este bună, şi nu urăşte răul.
5[] Κυριε, εως του ουρανου φθανει το ελεος σου, η αληθεια σου εως των νεφελων.
5Bunătatea Ta, Doamne, ajunge pînă la ceruri, şi credincioşia Ta pînă la nori.
6Η δικαιοσυνη σου ειναι ως τα υψηλα ορη· αι κρισεις σου αβυσσος μεγαλη· ανθρωπους και κτηνη σωζεις, Κυριε.
6Dreptatea Ta este ca munţii lui Dumnezeu, şi judecăţile Tale sînt ca Adîncul cel mare. Doamne, Tu sprijineşti pe oameni şi pe dobitoace!
7Ποσον πολυτιμον ειναι το ελεος σου, Θεε. Δια τουτο οι υιοι των ανθρωπων ελπιζουσιν επι την σκιαν των πτερυγων σου.
7Cît de scumpă este bunătatea Ta, Dumnezeule! La umbra aripilor Tale găsesc fiii oamenilor adăpost.
8Θελουσι χορτασθη απο του παχους του οικου σου, και απο του χειμαρρου της τρυφης σου θελεις ποτισει αυτους.
8Se satură de belşugul Casei Tale, şi -i adăpi din şivoiul desfătărilor Tale.
9Διοτι μετα σου ειναι η πηγη της ζωης· εν τω φωτι σου θελομεν ιδει φως.
9Căci la Tine este izvorul vieţii; prin lumina Ta vedem lumina.
10Εκτεινον το ελεος σου προς τους γνωριζοντας σε, και την δικαιοσυνην σου προς τους ευθεις την καρδιαν.
10Întinde-Ţi şi mai departe bunătatea peste ceice Te cunosc, şi dreptatea peste cei cu inima neprihănită!
11Ας μη ελθη επ' εμε πους υπερηφανιας· και χειρ ασεβων ας μη με σαλευση.
11Să nu m'ajungă piciorul celui mîndru, şi să nu mă pună pe fugă mîna celor răi.
12Εκει επεσον οι εργαται της ανομιας· κατεσπρωχθησαν και δεν θελουσι δυνηθη να ανεγερθωσι.
12Ceice fac fărădelegea au şi început să cadă; sînt răsturnaţi, şi nu pot să se mai scoale.