1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Περιεμεινα εν υπομονη τον Κυριον, και εκλινε προς εμε και ηκουσε της κραυγης μου·
1(Către mai marele cîntăreţilor. Un psalm al lui David.) Îmi pusesem nădejdea în Domnul, şi El S'a plecat spre mine, mi -a ascultat strigătele.
2και με ανεβιβασεν εκ λακκου ταλαιπωριας, εκ βορβορωδους πηλου, και εστησεν επι πετραν τους ποδας μου, εστερεωσε τα βηματα μου·
2M'a scos din groapa pieirii, din fundul mocirlei; mi -a pus picioarele pe stîncă, şi mi -a întărit paşii.
3και εβαλεν εν τω στοματι μου ασμα νεον, υμνον εις τον Θεον ημων· θελουσιν ιδει πολλοι και θελουσι φοβηθη και θελουσιν ελπισει επι Κυριον.
3Mi -a pus în gură o cîntare nouă, o laudă pentru Dumnezeul nostru. Mulţi au văzut lucrul acesta, s'au temut, şi s'au încrezut în Domnul.
4Μακαριος ο ανθρωπος, οστις εθεσε τον Κυριον ελπιδα αυτου και δεν αποβλεπει εις τους υπερηφανους και εις τους κλινοντας επι ψευδη.
4Ferice de omul, care îşi pune încrederea în Domnul, şi care nu se îndreaptă spre cei trufaşi şi mincinoşi!
5Πολλα εκαμες συ, Κυριε ο Θεος μου, τα θαυμασια σου· και τους περι ημων διαλογισμους σου δεν ειναι δυνατον να εκθεση τις εις σε· εαν ηθελον να απαγγελλω και να ομιλω περι αυτων, υπερβαινουσι παντα αριθμον.
5Doamne, Dumnezeule, multe sînt minunile şi planurile Tale pentru mine: nimeni nu se poate asemăna cu Tine. Aş vrea să le vestesc şi să le trîmbiţez, dar numărul lor este prea mare ca să le povestesc.
6[] Θυσιαν και προσφοραν δεν ηθελησας· διηνοιξας εν εμοι ωτα· ολοκαυτωμα και προσφοραν περι αμαρτιας δεν εζητησας.
6Tu nu doreşti nici jertfă, nici dar de mîncare, ci mi-ai străpuns urechile; nu ceri nici ardere de tot, nici jertfă de ispăşire.
7Τοτε ειπα, Ιδου, ερχομαι· εν τω τομω του βιβλιου ειναι γεγραμμενον περι εμου·
7Atunci am zis: ,,Iată-mă că vin! -în sulul cărţii este scris despre mine-
8χαιρω, Θεε μου, να εκτελω το θελημα σου· και ο νομος σου ειναι εν τω μεσω της καρδιας μου.
8vreau să fac voia Ta, Dumnezeule! Şi Legea Ta este în fundul inimii mele.
9Εκηρυξα δικαιοσυνην εν συναξει μεγαλη· ιδου, δεν εμποδισα τα χειλη μου, Κυριε, συ εξευρεις.
9Vestesc îndurarea Ta, în adunarea cea mare; iată că nu-mi închid buzele. Tu ştii lucrul acesta, Doamne!
10Την δικαιοσυνην σου δεν εκρυψα εντος της καρδιας μου· την αληθειαν σου και την σωτηριαν σου ανηγγειλα· δεν εκρυψα το ελεος σου και την αληθειαν σου απο συναξεως μεγαλης.
10Nu ţin în inima mea îndurarea Ta, ci vestesc adevărul tău şi mîntuirea Ta, şi nu ascund bunătatea şi credincioşia Ta în adunarea cea mare.
11[] Συ, Κυριε, μη απομακρυνης τους οικτιρμους σου απ' εμου· το ελεος σου και η αληθεια σου ας με περιφρουρωσι διαπαντος.
11Tu, Doamne, nu-mi vei opri îndurările tale; ci bunătatea şi credincioşia Ta mă vor păzi totdeauna.
12Διοτι με περιεκυκλωσαν αναριθμητα κακα· με κατεφθασαν αι ανομιαι μου, και δεν δυναμαι να θεωρω αυτας· επληθυνθησαν υπερ τας τριχας της κεφαλης μου· και η καρδια μου με εγκαταλειπει.
12Căci rele fără număr mă împresoară, m'au ajuns pedepsele pentru nelegiuirile mele; şi nu le mai pot suferi vederea. Sînt mai multe decît perii capului meu, şi mi se moaie inima.
13Ευδοκησον, Κυριε, να με ελευθερωσης Κυριε, ταχυνον εις βοηθειαν μου.
13Izbăveşte-mă, Doamne! Vino, Doamne, degrabă în ajutorul meu.
14Ας αισχυνθωσι και ας εκτραπωσιν ομου οι ζητουντες την ψυχην μου, δια να απολεσωσιν αυτην· ας στραφωσιν εις τα οπισω και ας εντραπωσιν οι θελοντες το κακον μου.
14Să fie ruşinaţi şi înfruntaţi, toţi cei ce vor să-mi ia viaţa! Să dea înapoi şi să roşească de ruşine ceice-mi doresc pierzarea!
15Ας εξολοθρευθωσι δια μισθον της αισχυνης αυτων οι λεγοντες προς εμε, ευγε, ευγε.
15Să rămînă înlemniţi de ruşinea lor, cei ce-mi zic: ,,Ha! Ha!``
16Ας αγαλλωνται και ας ευφραινωνται εις σε παντες οι ζητουντες σε· οι αγαπωντες την σωτηριαν σου ας λεγωσι διαπαντος, Μεγαλυνθητω ο Κυριος.
16Să se bucure şi să se veselească în Tine toţi cei ce Te caută! Ceice iubesc mîntuirea Ta să zică fără încetare: ,,Mărit să fie Domnul!``
17Εγω δε ειμαι πτωχος και πενης· αλλ' ο Κυριος φροντιζει περι εμου· η βοηθεια μου και ο ελευθερωτης μου συ εισαι· Θεε μου, μη βραδυνης.
17Eu sînt sărac şi lipsit, dar Domnul Se gîndeşte la mine. Tu eşti ajutorul şi izbăvitorul meu: nu zăbovi, Dumnezeule!