Greek: Modern

Romanian: Cornilescu

Psalms

49

1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος δια τους υιους Κορε.>> Ακουσατε ταυτα, παντες οι λαοι· ακροασθητε, παντες οι κατοικοι της οικουμενης·
1(Către mai marele cîntăreţilor. Un psalm al fiilor lui Core.) Ascultaţi lucrul acesta, toate popoarele, luaţi aminte, toţi locuitorii lumii:
2μικροι τε και μεγαλοι, πλουσιοι ομου και πενητες.
2mici şi mari, bogaţi şi săraci!
3Το στομα μου θελει λαλησει σοφιαν· και η μελετη της καρδιας μου ειναι συνεσις.
3Gura mea va vorbi cuvinte înţelepte, şi inima mea are gînduri pline de judecată.
4Θελω κλινει εις παραβολην το ωτιον μου· θελω εκθεσει εν κιθαρα το αινιγμα μου.
4Eu îmi plec urechea la pildele care îmi sînt însuflate, îmi încep cîntarea în sunetul arfei.
5Δια τι να φοβωμαι εν ημεραις συμφορας, οταν με περικυκλωση η ανομια των ενεδρευοντων με;
5Pentru ce să mă tem în zilele nenorocirii, cînd mă înconjoară nelegiuirea protivnicilor mei?
6[] Οιτινες ελπιζουσιν εις τα αγαθα αυτων και καυχωνται εις το πληθος του πλουτου αυτων·
6Ei se încred în avuţiile lor, şi se fălesc cu bogăţia lor cea mare.
7ουδεις δυναται ποτε να εξαγοραση αδελφον, μηδε να δωση εις τον Θεον λυτρον δι' αυτον·
7Dar nu pot să se răscumpere unul pe altul, nici să dea lui Dumnezeu preţul răscumpărării.
8διοτι πολυτιμος ειναι η απολυτρωσις της ψυχης αυτων, και ανευρητος διαπαντος,
8Răscumpărarea sufletului lor este aşa de scumpă, că nu se va face niciodată.
9ωστε να ζη αιωνιως, να μη ιδη διαφθοραν.
9Nu vor trăi pe vecie, nu pot să nu vadă mormîntul.
10Διοτι βλεπει τους σοφους αποθνησκοντας, καθως και τον αφρονα και τον ανοητον απολλυμενους και καταλειποντας εις αλλους τα αγαθα αυτων.
10Da, îl vor vedea: căci înţelepţii mor, nebunul şi prostul deopotrivă pier, şi lasă altora avuţiile lor.
11Ο εσωτερικος λογισμος αυτων ειναι οτι οι οικοι αυτων θελουσιν υπαρχει εις τον αιωνα, αι κατοικιαι αυτων εις γενεαν και γενεαν· ονομαζουσι τα υποστατικα αυτων με τα ιδια αυτων ονοματα.
11Ei îşi închipuiesc că vecinice le vor fi casele, că locuinţele lor vor dăinui din veac în veac, ei, cari dau numele lor la ţări întregi.
12Πλην ο ανθρωπος ο εν τιμη δεν διαμενει, ωμοιωθη με τα κτηνη τα φθειρομενα.
12Dar omul pus în cinste nu dăinuieşte, ci este ca dobitoacele cari se taie.
13Αυτη η οδος αυτων ειναι μωρια αυτων· και ομως οι απογονοι αυτων ηδυνονται εις τα λογια αυτων. Διαψαλμα.
13Iată ce soartă au ei, cei plini de atîta încredere, precum şi cei ce îi urmează, cărora le plac cuvintele lor. -
14Ως προβατα εβληθησαν εις τον αδην· θανατος θελει ποιμανει αυτους· και οι ευθεις θελουσι κατακυριευσει αυτους το πρωι· η δε δυναμις αυτων θελει παλαιωθη εν τω αδη, αφου εκαστος αφηση την κατοικιαν αυτου.
14Sînt duşi ca o turmă în locuinţa morţilor, îi paşte moartea, şi în curînd oamenii fără prihană îi calcă în picioare: li se duce frumuseţa, şi locuinţa morţilor le este locaşul.
15[] Αλλ' ο Θεος θελει λυτρωσει την ψυχην μου εκ χειρος αδου· διοτι θελει με δεχθη. Διαψαλμα.
15Dar mie Dumnezeu îmi va scăpa sufletul din locuinţa morţilor, căci mă va lua supt ocrotirea Lui. -
16Μη φοβου οταν πλουτηση ανθρωπος, οταν αυξηση η δοξα της οικιας αυτου·
16Nu te teme cînd se îmbogăţeşte cineva, şi cînd i se înmulţesc vistieriile casei;
17διοτι εν τω θανατω αυτου, δεν θελει συμπαραλαβει ουδεν, ουδε θελει καταβη κατοπιν αυτου η δοξα αυτου.
17căci nu ia nimic cu el cînd moare: vistieriile lui nu se pogoară după el.
18Αν και ηυλογησε την ψυχην αυτου εν τη ζωη αυτου, και οι ανθρωποι θελωσι σε επαινει αγαθοποιουντα σεαυτον,
18Să se tot creadă omul fericit în viaţă, să se tot laude cu bucuriile pe cari şi le face,
19Θελει υπαγει εις την γενεαν των πατερων αυτου· εις τον αιωνα δεν θελουσιν ιδει φως.
19căci tot în locuinţa părinţilor săi va merge, şi nu va mai vedea lumina niciodată.
20Ο ανθρωπος ο εν τιμη και μη εννοων ωμοιωθη με τα κτηνη τα φθειρομενα.
20Omul pus în cinste, şi fără pricepere, este ca dobitoacele pe cari le tai.