Greek: Modern

Romanian: Cornilescu

Psalms

78

1[] <<Μασχιλ του Ασαφ.>> Ακουσον, λαε μου, τον νομον μου· κλινατε τα ωτα σας εις τα λογια του στοματος μου.
1(O cîntare a lui Asaf.) Ascultă, poporul meu, învăţăturile mele! Luaţi aminte la cuvintele gurii mele!
2Θελω ανοιξει εν παραβολη το στομα μου· θελω προφερει πραγματα αξιομνημονευτα, τα απ' αρχης·
2Îmi deschid gura şi vorbesc în pilde, vestesc înţelepciunea vremurilor străvechi.
3οσα ηκουσαμεν και εγνωρισαμεν και οι πατερες ημων διηγηθησαν εις ημας.
3Ce am auzit, ce ştim, ce ne-au povestit părinţii noştri,
4Δεν θελομεν κρυψει αυτα απο των τεκνων αυτων εις την επερχομενην γενεαν, διηγουμενοι τους επαινους του Κυριου και την δυναμιν αυτου και τα θαυμασια αυτου, τα οποια εκαμε.
4nu vom ascunde de copiii lor; ci vom vesti neamului de oameni care va veni laudele Domnului, puterea Lui, şi minunile pe cari le -a făcut.
5Και εστησε μαρτυριον εν τω Ιακωβ και νομον εθεσεν εν τω Ισραηλ, τα οποια προσεταξεν εις τους πατερας ημων, να καμνωσιν αυτα γνωστα εις τα τεκνα αυτων·
5El a pus o mărturie în Iacov, a dat o lege în Israel, şi a poruncit părinţilor noştri să-şi înveţe în ea copiii,
6δια να γνωριζη αυτα η γενεα η επερχομενη, οι υιοι οι μελλοντες να γεννηθωσι· και αυτοι, οταν αναστηθωσι, να διηγωνται εις τα τεκνα αυτων·
6ca să fie cunoscută de cei ce vor veni după ei, de copiii cari se vor naşte, şi cari, cînd se vor face mari, să vorbească despre ea copiilor lor;
7δια να θεσωσιν επι τον Θεον την ελπιδα αυτων, και να μη λησμονωσι τα εργα του Θεου, αλλα να φυλαττωσι τας εντολας αυτου·
7pentruca aceştia să-şi pună încrederea în Dumnezeu, să nu uite lucrările lui Dumnezeu, şi să păzească poruncile Lui.
8και να μη γεινωσιν, ως οι πατερες αυτων, γενεα διεστραμμενη και απειθης· γενεα, ητις δεν εφυλαξεν ευθειαν την καρδιαν αυτης, και δεν εσταθη πιστον μετα του Θεου το πνευμα αυτης·
8Să nu fie, ca părinţii lor, un neam neascultător şi răzvrătit, un neam, care n'avea o inimă tare, şi al cărui duh nu era credincios lui Dumnezeu!
9[] ως οι υιοι του Εφραιμ, οιτινες ωπλισμενοι, βασταζοντες τοξα, εστραφησαν οπισω την ημεραν της μαχης.
9Fiii lui Efraim, înarmaţi şi trăgînd cu arcul, au dat dosul în ziua luptei,
10Δεν εφυλαξαν την διαθηκην του Θεου, και εν τω νομω αυτου δεν ηθελησαν να περιπατωσι·
10pentrucă n'au ţinut legămîntul lui Dumnezeu, şi n'au voit să umble întocmai după Legea Lui.
11και ελησμονησαν τα εργα αυτου και τα θαυμασια αυτου, τα οποια εδειξεν εις αυτους.
11Au dat uitării lucrările Lui, minunile Lui, pe cari li le arătase.
12Εμπροσθεν των πατερων αυτων εκαμε θαυμασια, εν τη γη της Αιγυπτου, τη πεδιαδι Τανεως.
12Înaintea părinţilor lor, El făcuse minuni în ţara Egiptului, în cîmpia Ţoan.
13Διεσχισε την θαλασσαν και διεπερασεν αυτους και εστησε τα υδατα ως σωρον·
13A despărţit marea, şi le -a deschis un drum prin ea, ridicînd apele ca un zid.
14και ωδηγησεν αυτους την ημεραν εν νεφελη και ολην την νυκτα εν φωτι πυρος.
14I -a călăuzit ziua cu un nor, şi toată noaptea cu lumina unui foc strălucitor.
15Διεσχισε πετρας εν τη ερημω και εποτισεν αυτους ως εκ μεγαλων αβυσσων·
15A despicat stînci în pustie, şi le -a dat să bea ca din nişte valuri cu ape multe.
16και εξηγαγε ρυακας εκ της πετρας και κατεβιβασεν υδατα ως ποταμους.
16A făcut să ţîşnească izvoare din stînci, şi să curgă ape ca nişte rîuri.
17Αλλ' αυτοι εξηκολουθουν ετι αμαρτανοντες εις αυτον, παροξυνοντες τον Υψιστον εν ανυδρω τοπω·
17Dar ei tot n'au încetat să păcătuiască împotriva Lui, n'au încetat să se răzvrătească împotriva Celui Prea Înalt în pustie.
18και επειρασαν τον Θεον εν τη καρδια αυτων, ζητουντες βρωσιν κατα την ορεξιν αυτων·
18Au ispitit pe Dumnezeu în inima lor, cerînd mîncare după poftele lor.
19και ελαλησαν κατα του Θεου, λεγοντες, Μηπως δυναται ο Θεος να ετοιμαση τραπεζαν εν τη ερημω;
19Au vorbit împotriva lui Dumnezeu, şi au zis: ,,Oare va putea Dumnezeu să pună o masă în pustie?
20Ιδου, επαταξε την πετραν, και ερρευσαν υδατα και χειμαρροι επλημμυρησαν· μηπως δυναται να δωση και αρτον; η να ετοιμαση κρεας εις τον λαον αυτου;
20Iată că El a lovit stînca, de au curs ape, şi s'au vărsat şiroaie. Dar va putea El să dea şi pîne, sau să facă rost de carne poporului Său?``
21Δια τουτο ηκουσεν ο Κυριος και ωργισθη· και πυρ εξηφθη κατα του Ιακωβ, ετι δε και οργη ανεβη κατα του Ισραηλ·
21Domnul a auzit, şi S'a mîniat. Un foc s'a aprins împotriva lui Iacov, şi s'a stîrnit împotriva lui Israel mînia Lui,
22διοτι δεν επιστευσαν εις τον Θεον, ουδε ηλπισαν επι την σωτηριαν αυτου·
22pentrucă n'au crezut în Dumnezeu, pentrucă n'au avut încredere în ajutorul Lui.
23ενω προσεταξε τας νεφελας απο ανωθεν και τας θυρας του ουρανου ηνοιξε,
23El a poruncit norilor de sus, şi a deschis porţile cerurilor:
24και εβρεξεν εις αυτους μαννα δια να φαγωσι και σιτον ουρανου εδωκεν εις αυτους·
24a plouat peste ei mană de mîncare, şi le -a dat grîu din cer.
25αρτον αγγελων εφαγεν ο ανθρωπος· τροφην εστειλεν εις αυτους μεχρι χορτασμου.
25Au mîncat cu toţii pînea celor mari, şi le -a trimes mîncare să se sature.
26Εσηκωσεν εν τω ουρανω ανατολικον ανεμον, και δια της δυναμεως αυτου επεφερε τον νοτον·
26A pus să sufle în ceruri vîntul de răsărit, şi a adus, prin puterea Lui, vîntul de miazăzi.
27και εβρεξεν επ' αυτους κρεας ως το χωμα και πετεινα πτερωτα ως την αμμον της θαλασσης·
27A plouat peste ei carne ca pulberea, şi păsări înaripate, cît nisipul mării;
28και εκαμε να πεσωσιν εις το μεσον του στρατοπεδου αυτων, κυκλω των σκηνων αυτων.
28le -a făcut să cadă în mijlocul taberii lor, dejur împrejurul locuinţelor lor.
29Και εφαγον και εχορτασθησαν σφοδρα· και εφερεν εις αυτους την επιθυμιαν αυτων·
29Ei au mîncat şi s'au săturat din destul: Dumnezeu le -a dat ce doriseră.
30δεν ειχον χωρισθη απο της επιθυμιας αυτων, ετι ητο εν τω στοματι αυτων βρωσις αυτων,
30Dar n'apucaseră să-şi stîmpere bine pofta, mîncarea le era încă în gură,
31και οργη του Θεου ανεβη επ' αυτους, και εφονευσε τους μεγαλητερους εξ αυτων και τους εκλεκτους του Ισραηλ κατεβαλεν.
31cînd s'a stîrnit mînia lui Dumnezeu împotriva lor, a lovit de moarte pe cei mai tari din ei, şi a doborît pe tinerii lui Israel.
32Εν πασι τουτοις ημαρτησαν ετι και δεν επιστευσαν εις τα θαυμασια αυτου.
32Cu toate acestea, ei n'au încetat să păcătuiască, şi n'au crezut în minunile Lui.
33Δια τουτο συνετελεσεν εν ματαιοτητι τας ημερας αυτων και τα ετη αυτων εν ταραχη.
33De aceea, El le -a curmat zilele ca o suflare, le -a curmat anii printr'un sfîrşit năpraznic.
34Οτε εθανατονεν αυτους, τοτε εξεζητουν αυτον, και επεστρεφον και απο ορθρου προσετρεχον εις τον Θεον·
34Cînd îi lovea de moarte, ei Îl căutau, se întorceau şi se îndreptau spre Dumnezeu;
35και ενεθυμουντο, οτι ο Θεος ητο φρουριον αυτων και ο Θεος ο Υψιστος λυτρωτης αυτων.
35îşi aduceau aminte că Dumnezeu este Stînca lor, şi că Dumnezeul Autoputernic este Izbăvitorul lor.
36Αλλ' εκολακευον αυτον δια του στοματος αυτων και δια της γλωσσης αυτων εψευδοντο προς αυτον·
36Dar Îl înşelau cu gura, şi -L minţeau cu limba.
37Η δε καρδια αυτων δεν ητο ευθεια μετ' αυτου, και δεν ησαν πιστοι εις την διαθηκην αυτου.
37Inima nu le era tare faţă de El, şi nu erau credincioşi legămîntului Său.
38Αυτος ομως οικτιρμων συνεχωρησε την ανομιαν αυτων και δεν ηφανισεν αυτους· αλλα πολλακις ανεστελλε τον θυμον αυτου, και δεν διηγειρεν ολην την οργην αυτου·
38Totuş, în îndurarea Lui, El iartă nelegiuirea şi nu nimiceşte; Îşi opreşte de multe ori mînia şi nu dă drumul întregei Lui urgii.
39και ενεθυμηθη οτι ησαν σαρξ· ανεμος παρερχομενος και μη επιστρεφων.
39El Şi -a adus deci aminte că ei nu erau decît carne, o suflare care trece şi nu se mai întoarce.
40[] Ποσακις παρωξυναν αυτον εν τη ερημω, παρωργισαν αυτον εν τη ανυδρω,
40Decîteori s'au răzvrătit ei împotriva Lui în pustie! Decîteori L-au mîniat ei în pustietate!
41και εστραφησαν και επειρασαν τον Θεον, και τον Αγιον του Ισραηλ παρωξυναν.
41Da, n'au încetat să ispitească pe Dumnezeu, şi să întărîte pe Sfîntul lui Israel.
42Δεν ενεθυμηθησαν την χειρα αυτου, την ημεραν καθ' ην ελυτρωσεν αυτους απο του εχθρου·
42Nu şi-au mai adus aminte de puterea Lui, de ziua, cînd i -a izbăvit de vrăjmaş,
43πως εδειξεν εν Αιγυπτω τα σημεια αυτου και τα θαυμασια αυτου εν τη πεδιαδι Τανεως·
43de minunile, pe cari le -a făcut în Egipt, şi de semnele Lui minunate din cîmpia Ţoan.
44και μετεβαλεν εις αιμα τους ποταμους αυτων και τους ρυακας αυτων, δια να μη πιωσιν.
44Cum le -a prefăcut rîurile în sînge, şi n'au putut să bea din apele lor.
45Απεστειλεν επ' αυτους κυνομυιαν και κατεφαγεν αυτους, και βατραχους και εφανισαν αυτους.
45Cum a trimes împotriva lor nişte muşte otrăvitoare, cari i-au mîncat, şi broaşte, cari i-au nimicit.
46Και παρεδωκε τους καρπους αυτων εις τον βρουχον και τους κοπους αυτων εις την ακριδα.
46Cum le -a dat holdele pradă omizilor, rodul muncii lor pradă lăcustelor.
47Κατηφανισε δια της χαλαζης τας αμπελους αυτων και τας συκαμινους αυτων με πετρας χαλαζης·
47Cum le -a prăpădit viile, bătîndu-le cu piatră, şi smochinii din Egipt cu grindină.
48και παρεδωκεν εις την χαλαζαν τα κτηνη αυτων και τα ποιμνια αυτων εις τους κεραυνους.
48Cum le -a lăsat vitele pradă grindinei, şi turmele pradă focului cerului.
49Απεστειλεν επ' αυτους την εξαψιν του θυμου αυτου, την αγανακτησιν και την οργην και την θλιψιν, αποστελλων αυτα δι' αγγελων κακοποιων.
49El Şi -a aruncat împotriva lor mînia Lui aprinsă, urgia, iuţimea şi necazul: o droaie de îngeri aducători de nenorociri.
50Ηνοιξεν οδον εις την οργην αυτου· δεν εφεισθη απο του θανατου την ψυχην αυτων, και παρεδωκεν εις θανατικον την ζωην αυτων·
50Cum Şi -a dat drum slobod mîniei, nu le -a scăpat sufletul dela moarte, şi le -a dat viaţa pradă molimei;
51και επαταξε παν πρωτοτοκον εν Αιγυπτω, την απαρχην της δυναμεως αυτων εν ταις σκηναις του Χαμ·
51cum a lovit pe toţi întîii născuţi din Egipt, pîrga puterii în corturile lui Ham.
52και εσηκωσεν εκειθεν ως προβατα τον λαον αυτου και ωδηγησεν αυτους ως ποιμνιον εν τη ερημω·
52Cum a pornit pe poporul Său ca pe nişte oi, şi i -a povăţuit ca pe o turmă în pustie.
53και ωδηγησεν αυτους εν ασφαλεια, και δεν εδειλιασαν· τους δε εχθρους αυτων εσκεπασεν η θαλασσα.
53Cum i -a dus fără nici o grijă, ca să nu le fie frică, iar marea a acoperit pe vrăjmaşii lor.
54Και εισηγαγεν αυτους εις το οριον της αγιοτητος αυτου, το ορος τουτο, το οποιον απεκτησεν η δεξια αυτου·
54Cum i -a adus spre hotarul Lui cel sfînt, spre muntele acesta, pe care dreapta Lui l -a cîştigat.
55και εξεδιωξεν απ' εμπροσθεν αυτων τα εθνη και διεμοιρασεν αυτα κληρονομιαν με σχοινιον, και εν ταις σκηναις αυτων κατωκισε τας φυλας του Ισραηλ.
55Cum a izgonit neamurile dinaintea lor, le -a împărţit ţara în părţi de moştenire, şi a pus seminţiile lui Israel să locuiască în corturile lor.
56Και ομως επειρασαν και παρωξυναν τον Θεον τον υψιστον και δεν εφυλαξαν τα μαρτυρια αυτου·
56Dar ei au ispitit pe Dumnezeul Prea Înalt, s'au răzvrătit împotriva Lui, şi n'au ţinut poruncile Lui.
57αλλ' εστραφησαν και εφερθησαν απιστως, ως οι πατερες αυτων· εστραφησαν ως τοξον στρεβλον·
57Ci s'au depărtat şi au fost necredincioşi, ca şi părinţii lor, s'au abătut la o parte, ca un arc înşelător,
58και παρωργισαν αυτον με τους υψηλους αυτων τοπους, και με τα γλυπτα αυτων διηγειραν αυτον εις ζηλοτυπιαν.
58L-au supărat prin înălţimile lor, şi I-au stîrnit gelozia cu idolii lor.
59Ηκουσεν ο Θεος και υπερωργισθη και εβδελυχθη σφοδρα τον Ισραηλ·
59Dumnezeu a auzit, şi Ş'a mîniat, şi a urgisit rău de tot pe Israel.
60και εγκατελιπε την σκηνην του Σηλω, την σκηνην οπου κατωκησε μεταξυ των ανθρωπων·
60A părăsit locuinţa Lui din Silo, cortul în care locuia între oameni.
61και παρεδωκεν εις αιχμαλωσιαν την δυναμιν αυτου και την δοξαν αυτου εις χειρα εχθρου·
61Şi -a dat slava pradă robiei, şi măreţia Lui în mînile vrăjmaşului.
62και παρεδωκεν εις ρομφαιαν τον λαον αυτου και υπερωργισθη κατα της κληρονομιας αυτου·
62A dat pradă săbiei pe poporul Lui, şi S'a mîniat pe moştenirea Lui.
63τους νεους αυτων κατεφαγε πυρ, και αι παρθενοι αυτων δεν ενυμφευθησαν·
63Pe tinerii lui i -a ars focul, şi fecioarele lui n'au mai fost sărbătorite cu cîntări de nuntă.
64οι ιερεις αυτων επεσον εν μαχαιρα, και αι χηραι αυτων δεν επενθησαν.
64Preoţii săi au căzut ucişi de sabie, şi văduvele lui nu s'au bocit.
65Τοτε εξηγερθη ως εξ υπνου ο Κυριος, ως ανθρωπος δυνατος, βοων απο οινου·
65Atunci Domnul S'a trezit, ca unul care a dormit, ca un viteaz îmbărbătat de vin,
66και επαταξε τους εχθρους αυτου εις τα οπισω· ονειδος αιωνιον εθεσεν επ' αυτους.
66şi a lovit pe protivnicii Lui, cari fugeau, acoperindu -i cu vecinică ocară.
67Και απερριψε την σκηνην Ιωσηφ, και την φυλην Εφραιμ δεν εξελεξεν.
67Însă a lepădat cortul lui Iosif, şi n'a ales seminţia lui Efraim;
68Αλλ' εξελεξε την φυλην Ιουδα, το ορος της Σιων, το οποιον ηγαπησε.
68ci a ales seminţia lui Iuda, muntele Sionului, pe care -l iubeşte.
69Και ωκοδομησεν ως υψηλα παλατια το αγιαστηριον αυτου, ως την γην την οποιαν εθεμελιωσεν εις τον αιωνα.
69Şi -a zidit sfîntul locaş ca cerurile de înalt, şi tare ca pămîntul, pe care l -a întemeiat pe veci.
70Και εξελεξε Δαβιδ τον δουλον αυτου και ανελαβεν αυτον εκ των ποιμνιων των προβατων·
70A ales pe robul Său David, şi l -a luat dela staulele de oi.
71Εξοπισθεν των θηλαζοντων προβατων εφερεν αυτον, δια να ποιμαινη Ιακωβ τον λαον αυτου και Ισραηλ την κληρονομιαν αυτου·
71L -a luat dindărătul oilor, cari alăptau, ca să pască pe poporul Său Iacov, şi pe moştenirea Sa Israel.
72Και εποιμανεν αυτους κατα την ακακιαν της καρδιας αυτου· και δια της συνεσεως των χειρων αυτου ωδηγησεν αυτους.
72Şi David i -a cîrmuit cu o inimă neprihănită, şi i -a povăţuit cu mîni pricepute.