1[] Θεε των εκδικησεων, Κυριε, Θεε των εκδικησεων, εμφανηθι.
1Doamne, Dumnezeul răzbunărilor, Tu, Dumnezeul răzbunărilor, arată-Te!
2Υψωθητι, Κριτα της γης· αποδος ανταποδοσιν εις τους υπερηφανους.
2Scoală-Te, Judecătorul pămîntului, şi răsplăteşte celor mîndri după faptele lor!
3Εως ποτε οι ασεβεις, Κυριε, εως ποτε οι ασεβεις θελουσι θριαμβευει;
3Pînă cînd vor birui cei răi, Doamne, pînă cînd vor birui cei răi?
4Εως ποτε θελουσι προφερει και λαλει σκληρα; θελουσι καυχασθαι παντες οι εργαται της ανομιας;
4Ei ţin cuvîntări puternice, vorbesc cu trufie, şi toţi cei ce fac răul se fălesc.
5Τον λαον σου, Κυριε, καταθλιβουσι και την κληρονομιαν σου κακοποιουσι.
5Ei zdrobesc pe poporul Tău, Doamne, şi asupresc moştenirea Ta.
6Την χηραν και τον ξενον φονευουσι και θανατονουσι τους ορφανους.
6Junghie pe văduvă şi pe străin, ucid pe orfani,
7Και λεγουσι, δεν θελει ιδει ο Κυριος ουδε θελει νοησει ο Θεος του Ιακωβ.
7şi zic: ,,Nu vede Domnul, şi Dumnezeul lui Iacov nu ia aminte!``
8Εννοησατε, οι αφρονες μεταξυ του λαου· και οι μωροι, ποτε θελετε φρονιμευσει;
8Totuş, învăţaţi-vă minte, oameni fără minte! Cînd vă veţi înţelepţi, nebunilor?
9Ο φυτευσας το ωτιον, δεν θελει ακουσει; ο πλασας τον οφθαλμον, δεν θελει ιδει;
9Cel ce a sădit urechea, s'ar putea să n'audă? Cel ce a întocmit ochiul, s'ar putea să nu vadă?
10Ο σωφρονιζων τα εθνη, δεν θελει ελεγξει; ο διδασκων τον ανθρωπον γνωσιν;
10Cel ce pedepseşte neamurile, s'ar putea să nu pedepsească, El, care a dat omului pricepere?
11Ο Κυριος γνωριζει τους διαλογισμους των ανθρωπων, οτι ειναι ματαιοι.
11Domnul cunoaşte gîndurile omului: ştie că sînt deşerte.
12[] Μακαριος ο ανθρωπος, τον οποιον σωφρονιζεις, Κυριε, και δια του νομου σου διδασκεις αυτον·
12Ferice de omul, pe care -l pedepseşti Tu, Doamne, şi pe care -l înveţi din Legea Ta,
13δια να αναπαυης αυτον απο των ημερων της συμφορας, εωσου σκαφθη λακκος εις τον ασεβη.
13ca să -l linişteşti în zilele nenorocirii, pînă se va săpa groapa celui rău!
14Διοτι δεν θελει απορριψει ο Κυριος τον λαον αυτου, και την κληρονομιαν αυτου δεν θελει εγκαταλειψει.
14Căci Domnul nu lasă pe poporul Său, şi nu-Şi părăseşte moştenirea.
15Επειδη η κρισις θελει επιστρεψει εις την δικαιοσυνην, και θελουσιν ακολουθησει αυτην παντες οι ευθεις την καρδιαν.
15Ci se va face odată judecata după dreptate, şi toţi cei cu inima curată o vor găsi bună.
16Τις θελει σηκωθη υπερ εμου κατα των πονηρευομενων; τις θελει παρασταθη υπερ εμου κατα των εργατων της ανομιας;
16Cine mă va ajuta împotriva celor răi? Cine mă va sprijini împotriva celor ce fac răul?
17Εαν ο Κυριος δεν με εβοηθει, παρ' ολιγον ηθελε κατοικησει ψυχη μου εν τη σιωπη.
17De n'ar fi Domnul ajutorul meu, cît de curînd ar fi sufletul meu în tăcerea morţii!
18Οτε ελεγον, ωλισθησεν ο πους μου, το ελεος σου, Κυριε, με εβοηθει.
18Oridecîte ori zic: ,,Mi se clatină piciorul!`` bunătatea Ta, Doamne, mă sprijineşte totdeauna.
19Εν τω πληθει των αμηχανιων της καρδιας μου, αι παρηγοριαι σου ευφραναν την ψυχην μου.
19Cînd gînduri negre se frămîntă cu grămada înlăuntrul meu, mîngîierile Tale îmi înviorează sufletul.
20Μηπως εχει μετα σου συγκοινωνιαν ο θρονος της ανομιας, οστις μηχαναται αδικιαν αντι νομου;
20Te vor pune cei răi să şezi pe scaunul lor de domnie, ei cari pregătesc nenorocirea la adăpostul legii?
21Αυτοι εφορμωσι κατα της ψυχης του δικαιου και αιμα αθωον καταδικαζουσιν.
21Ei se strîng împotriva vieţii celui neprihănit, şi osîndesc sînge nevinovat.
22Αλλ' ο Κυριος ειναι εις εμε καταφυγιον και ο Θεος μου το φρουριον της ελπιδος μου.
22Dar Domnul este turnul meu de scăpare, Dumnezeul meu este stînca mea de adăpost.
23Και θελει επιστρεψει επ' αυτους την ανομιαν αυτων και εν τη πονηρια αυτων θελει αφανισει αυτους· Κυριος ο Θεος ημων θελει αφανισει αυτους.
23El va face să cadă asupra lor nelegiuirea, El îi va nimici prin răutatea lor; Domnul, Dumnezeul nostru, îi va nimici.