Greek: Modern

Russian 1876

Acts

7

1[] Ειπε δε ο αρχιερευς· Τωοντι ουτως εχουσι ταυτα;
1Тогда сказал первосвященник: так ли это?
2Ο δε ειπεν· Ανδρες αδελφοι και πατερες, ακουσατε. Ο Θεος της δοξης εφανη εις τον πατερα ημων Αβρααμ οτε ητο εν τη Μεσοποταμια, πριν κατοικηση εν Χαρραν,
2Но он сказал: мужи братия и отцы! послушайте. Бог славы явился отцу нашему Аврааму в Месопотамии, прежде переселения его в Харран,
3και ειπε προς αυτον· Εξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενειας σου, και ελθε εις γην, την οποιαν θελω σοι δειξει.
3и сказал ему: выйди из земли твоей и из родства твоего и из дома отца твоего, и пойди в землю, которую покажу тебе.
4Τοτε εξελθων εκ της γης των Χαλδαιων κατωκησεν εν Χαρραν· και εκειθεν μετα τον θανατον του πατρος αυτου μετωκισεν αυτον εις την γην ταυτην, εις την οποιαν σεις κατοικειτε τωρα·
4Тогда он вышел из земли Халдейской и поселился вХарране; а оттуда, по смерти отца его, переселил его Бог в сию землю, в которой вы ныне живете.
5και δεν εδωκεν εις αυτον κληρονομιαν εν αυτη ουδε βημα ποδος, υπεσχεθη δε οτι θελει δωσει αυτην κτημα εις αυτην και εις το σπερμα αυτου μετ' αυτον, ενω δεν ειχε τεκνον.
5И не дал ему на ней наследства ни на стопу ноги, а обещал дать ее во владение ему и потомству его по нем, когда еще был он бездетен.
6Ελαλησε δε προς αυτον ο Θεος ουτως, οτι το σπερμα αυτου θελει εισθαι παροικον εν γη ξενη, και θελουσι δουλωσει αυτο και καταθλιψει τετρακοσια ετη·
6И сказал ему Бог, что потомки его будут переселенцами в чужой земле и будут впорабощении и притеснении лет четыреста.
7και το εθνος, εις το οποιον θελουσι δουλωθη, εγω θελω κρινει, ειπεν ο Θεος· και μετα ταυτα θελουσιν εξελθει και θελουσι με λατρευσει εν τω τοπω τουτω.
7Но Я, сказал Бог, произведу суд над тем народом, у которого они будут в порабощении; и после того они выйдут и будут служить Мне на сем месте.
8Και εδωκεν εις αυτον διαθηκην περιτομης· και ουτως εγεννησε τον Ισαακ και περιετεμεν αυτον τη ογδοη ημερα, και ο Ισαακ εγεννησε τον Ιακωβ, και ο Ιακωβ τους δωδεκα πατριαρχας.
8И дал ему завет обрезания. По сем родил он Исаака и обрезал его в восьмой день; а Исаак родил Иакова, Иаков же двенадцать патриархов.
9Και οι πατριαρχαι, φθονησαντες τον Ιωσηφ, επωλησαν εις την Αιγυπτον. Ο Θεος ομως ητο μετ' αυτου,
9Патриархи, по зависти, продали Иосифа в Египет; но Бог был с ним,
10και ηλευθερωσεν αυτον εκ πασων των θλιψεων αυτου και εδωκεν εις αυτον χαριν και σοφιαν ενωπιον Φαραω του βασιλεως της Αιγυπτου, οστις κατεστησεν αυτον κυβερνητην επι της Αιγυπτου και ολου του οικου αυτου.
10и избавил его от всех скорбей его, и даровал мудрость ему и благоволение царя Египетского фараона, который и поставил его начальником над Египтом и над всем домом своим.
11Ηλθε δε πεινα εφ' ολην την γην της Αιγυπτου και Χανααν και θλιψις μεγαλη, και δεν ευρισκον τροφας οι πατερες ημων.
11И пришел голод и великая скорбь на всю землю Египетскую и Ханаанскую, и отцы наши не находили пропитания.
12Ακουσας δε ο Ιακωβ οτι υπηρχε σιτος εν Αιγυπτω, εξαπεστειλε πρωτην φοραν τους πατερας ημων·
12Иаков же, услышав, что есть хлеб в Египте, послал туда отцов наших в первый раз.
13και εν τη δευτερα ανεγνωρισθη ο Ιωσηφ εις τους αδελφους αυτου, και εφανερωθη εις τον Φαραω το γενος του Ιωσηφ.
13А когда они пришли во второй раз, Иосиф открылся братьям своим, и известен стал фараону род Иосифов.
14Αποστειλας δε ο Ιωσηφ, εκαλεσε προς εαυτον τον πατερα αυτου Ιακωβ και πασαν την συγγενειαν αυτου εβδομηκοντα πεντε ψυχας.
14Иосиф, послав, призвал отца своего Иакова и все родство свое, душ семьдесят пять.
15Και κατεβη ο Ιακωβ εις Αιγυπτον και ετελευτησεν εκει αυτος και οι πατερες ημων,
15Иаков перешел в Египет, и скончался сам и отцы наши;
16και μετεκομισθησαν εις Συχεμ και ετεθησαν εν τω μνηματι, το οποιον ηγορασεν ο Αβρααμ με τιμην αργυριου παρα των υιων του Εμμωρ πατρος του Συχεμ.
16и перенесены были в Сихем и положены во гробе, который купил Авраам ценою серебра у сынов Еммора Сихемова.
17[] Καθως δε επλησιαζεν ο καιρος της επαγγελιας, την οποιαν ωμοσεν ο Θεος προς τον Αβρααμ, ηυξησεν ο λαος και επληθυνθη εν Αιγυπτω,
17А по мере, как приближалось время исполниться обетованию, о котором клялся Бог Аврааму, народ возрастал и умножался в Египте,
18εωσου εσηκωθη βασιλευς αλλος, οστις δεν ηξευρε τον Ιωσηφ.
18до тех пор, как восстал иной царь, который не знал Иосифа.
19Ουτος δολιευθεις το γενος ημων, κατεθλιψε τους πατερας ημων, ωστε να καμη να ριπτωνται τα βρεφη αυτων, δια να μη ζωογονωνται·
19Сей, ухищряясь против рода нашего, притеснял отцов наших, принуждая их бросать детей своих, чтобы неоставались в живых.
20εν τουτω τω καιρω εγεννηθη ο Μωυσης, και ειχε θειον καλλος· οστις ανετραφη τρεις μηνας εν τω οικω του πατρος αυτου.
20В это время родился Моисей, и был прекрасен пред Богом. Три месяца он был питаем в доме отца своего.
21Αφου δε ερριφθη, ανελαβεν αυτον η θυγατηρ του Φαραω και ανεθρεψεν αυτον δια να ηναι υιος αυτης.
21А когда был брошен, взяла его дочь фараонова и воспитала его у себя, как сына.
22Και εδιδαχθη ο Μωυσης πασαν την σοφιαν των Αιγυπτιων και ητο δυνατος εν λογοις και εν εργοις.
22И научен был Моисей всей мудростиЕгипетской, и был силен в словах и делах.
23Ενω δε ετελειονε το τεσσαρακοστον ετος της ηλικιας αυτου, ηλθεν εις την καρδιαν αυτου να επισκεφθη τους αδελφους αυτου, τους υιους Ισραηλ.
23Когда же исполнилось ему сорок лет, пришло ему на сердце посетить братьев своих, сынов Израилевых.
24Και ιδων τινα αδικουμενον, υπερησπισθη αυτον και εκαμεν εκδικησιν υπερ του καταθλιβομενου, παταξας τον Αιγυπτιον.
24И, увидев одного из них обижаемого, вступился и отмстил за оскорбленного, поразив Египтянина.
25Ενομιζε δε οτι οι αδελφοι αυτου ηθελον νοησει οτι ο Θεος δια της χειρος αυτου διδει εις αυτους σωτηριαν· εκεινοι ομως δεν ενοησαν.
25Он думал, поймут братья его, что Бог рукою его дает им спасение; но они не поняли.
26Την δε ακολουθον ημεραν εφανη εις αυτους, ενω εμαχοντο, και παρεκινησεν αυτους εις ειρηνην, ειπων· Ανθρωποι, αδελφοι εισθε σεις· δια τι αδικειτε αλληλους;
26На следующий день, когда некоторые из них дрались, он явился и склонял их к миру, говоря: вы братья; зачемобижаете друг друга?
27Ο δε αδικων τον πλησιον απεσπρωξεν αυτον, ειπων· Τις σε κατεστησεν αρχοντα και δικαστην εφ' ημας;
27Но обижающий ближнего оттолкнул его, сказав: кто тебя поставил начальником и судьею над нами?
28Μηπως θελεις συ να με φονευσης, καθ' ον τροπον εφονευσας χθες τον Αιγυπτιον;
28Не хочешь ли ты убить и меня, как вчера убил Египтянина?
29Τοτε ο Μωυσης εφυγε δια τον λογον τουτον και εγεινε παροικος εν γη Μαδιαμ, οπου εγεννησε δυο υιους.
29От сих слов Моисей убежал и сделался пришельцем в земле Мадиамской, где родились от него два сына.
30[] Και αφου συνεπληρωθησαν τεσσαρακοντα ετη, εφανη εις αυτον αγγελος Κυριου εν τη ερημω του ορους Σινα εν μεσω φλογος καιομενης βατου.
30По исполнении сорока лет явился ему в пустыне горы Синая Ангел Господень в пламени горящеготернового куста.
31Ο δε Μωυσης ιδων εθαυμασε δια το οραμα· και ενω επλησιαζε δια να παρατηρηση, ηλθε φωνη Κυριου προς αυτον·
31Моисей, увидев, дивился видению; а когда подходилрассмотреть, был к нему глас Господень:
32Εγω ειμαι ο Θεος των πατερων σου, ο Θεος του Αβρααμ και ο Θεος του Ισαακ και ο Θεος του Ιακωβ. Εντρομος δε γενομενος ο Μωυσης, δεν ετολμα να παρατηρηση.
32Я Бог отцов твоих, Бог Авраама и Бог Исаака и Бог Иакова. Моисей, объятый трепетом, не смел смотреть.
33Και ειπε προς αυτον ο Κυριος· Λυσον το υποδημα των ποδων σου· διοτι ο τοπος, επι του οποιου ιστασαι, ειναι γη αγια.
33И сказал ему Господь: сними обувь с ног твоих, ибо место, на котором ты стоишь, есть земля святая.
34Ειδον, ειδον την ταλαιπωριαν του λαου μου του εν Αιγυπτω και ηκουσα τον στεναγμον αυτων και κατεβην δια να ελευθερωσω αυτους· και τωρα ελθε, θελω σε αποστειλει εις Αιγυπτον.
34Я вижу притеснение народа Моего в Египте, и слышу стенание его, и нисшел избавить его: итак пойди, Я пошлю тебя в Египет.
35Τουτον τον Μωυσην τον οποιον ηρνηθησαν ειποντες· Τις σε κατεστησεν αρχοντα και δικαστην; τουτον ο Θεος απεστειλεν αρχηγον και λυτρωτην δια χειρος του αγγελου του φανεντος εις αυτον εν τη βατω.
35Сего Моисея, которого они отвергли, сказав: кто тебяпоставил начальником и судьею? сего Бог чрез Ангела, явившегося ему в терновом кусте, послал начальником и избавителем.
36Ουτος εξηγαγεν αυτους, αφου εκαμε τερατα και σημεια εν γη Αιγυπτου και εν τη Ερυθρα θαλασση και εν τη ερημω τεσσαρακοντα ετη.
36Сей вывел их, сотворив чудеса и знамения в земле Египетской, и в Чермном море, и в пустыне в продолжениесорока лет.
37Ουτος ειναι ο Μωυσης, οστις ειπε προς τους υιους του Ισραηλ· προφητην εκ των αδελφων σας θελει σας αναστησει Κυριος ο Θεος σας, ως εμε· αυτου θελετε ακουσει.
37Это тот Моисей, который сказал сынамИзраилевым: Пророка воздвигнет вам Господь Бог ваш из братьев ваших, как меня; Его слушайте.
38Ουτος ειναι οστις εν τη εκκλησια εν τη ερημω εσταθη μετα του αγγελου του λαλουντος προς αυτον εν τω ορει Σινα και μετα των πατερων ημων, και παρελαβε λογια ζωοποια δια να δωση εις ημας.
38Это тот, который был в собрании в пустыне с Ангелом, говорившим ему на горе Синае, и с отцами нашими, и который принял живые слова, чтобы передать нам,
39Εις τον οποιον οι πατερες ημων δεν ηθελησαν να υπακουσωσιν, αλλ' απεβαλον και εστραφησαν εν ταις καρδιαις αυτων εις Αιγυπτον
39которому отцы наши не хотели быть послушными, но отринули его и обратились сердцами своими к Египту,
40ειποντες προς τον Ααρων· Καμε εις ημας θεους, οιτινες θελουσι προπορευεσθαι ημων· διοτι ουτος ο Μωυσης, οστις εξηγαγεν ημας εξ Αιγυπτου, δεν εξευρομεν τι συνεβη εις αυτον.
40сказав Аарону: сделай нам богов, которые предшествовали бы нам; ибо с Моисеем, который вывел нас из земли Египетской, не знаем, что случилось.
41Και κατεσκευασαν μοσχον εν ταις ημεραις εκειναις και προσεφεραν θυσιαν εις το ειδωλον και ευφραινοντο εις τα εργα των χειρων αυτων.
41И сделали в те дни тельца, и принесли жертву идолу, и веселились перед делом рук своих.
42[] Οθεν εστραφη ο Θεος και παρεδωκεν αυτους εις το να λατρευσωσι την στρατιαν του ουρανου, καθως ειναι γεγραμμενον εν τω βιβλιω των προφητων. Μηπως προσεφερατε εις εμε σφαγια και θυσιας τεσσαρακοντα ετη εν τη ερημω, οικος Ισραηλ;
42Бог же отвратился и оставил их служить воинству небесному, как написано в книге пророков: дом Израилев! приносили ли вы Мне заколения и жертвы в продолжение сорока лет в пустыне?
43Μαλιστα ανελαβετε την σκηνην του Μολοχ και το αστρον του Θεου σας Ρεμφαν, τους τυπους, τους οποιους εκαμετε δια να προσκυνητε αυτους· δια τουτο θελω σας μετοικισει επεκεινα της Βαβυλωνος.
43Вы приняли скинию Молохову и звезду бога вашего Ремфана, изображения, которые вы сделали, чтобы поклоняться им: и Я переселю вас далее Вавилона.
44Η σκηνη του μαρτυριου ητο μετα των πατερων ημων εν τη ερημω, καθως διεταξεν εκεινος, οστις ελαλει προς τον Μωυσην, να κατασκευαση αυτην κατα τον τυπον τον οποιον ειχεν ιδει·
44Скиния свидетельства была у отцов наших в пустыне,как повелел Говоривший Моисею сделать ее по образцу, им виденному.
45την οποιαν και παραλαβοντες οι πατερες ημων, εφεραν μετα του Ιησου εις την κατακτηθεισαν γην των εθνων, τα οποια ο Θεος εξωσεν απ' εμπροσθεν των πατερων ημων, εως των ημερων του Δαβιδ·
45Отцы наши с Иисусом, взяв ее, внесли во владения народов, изгнанных Богом от лица отцов наших. Так было до дней Давида.
46οστις ευρε χαριν ενωπιον του Θεου και ηυχηθη να ευρη κατοικιαν δια τον Θεον του Ιακωβ.
46Сей обрел благодать пред Богом и молил, чтобы найти жилище Богу Иакова.
47Ο Σολομων δε ωκοδομησεν εις αυτον οικον.
47Соломон же построил Ему дом.
48Αλλ' ο Υψιστος δεν κατοικει εν χειροποιητοις ναοις, καθως ο προφητης λεγει·
48Но Всевышний не в рукотворенных храмах живет, какговорит пророк:
49Ο ουρανος ειναι θρονος μου, η δε γη υποποδιον των ποδων μου· ποιον οικον θελετε οικοδομησει δι' εμε, λεγει Κυριος, η ποιος ο τοπος της αναπαυσεως μου;
49Небо - престол Мой, и земля - подножие ног Моих. Какой дом созиждете Мне, говорит Господь, или какое место дляпокоя Моего?
50Η χειρ μου δεν εκαμε ταυτα παντα;
50Не Моя ли рука сотворила все сие?
51[] Σκληροτραχηλοι και απεριτμητοι την καρδιαν και τα ωτα, σεις παντοτε αντιφερεσθε κατα του Πνευματος του Αγιου· καθως οι πατερες σας, ουτω και σεις.
51Жестоковыйные! люди с необрезанным сердцем и ушами! вы всегда противитесь Духу Святому, как отцы ваши, так и вы.
52Τινα των προφητων δεν εδιωξαν οι πατερες σας; μαλιστα εφονευσαν εκεινους, οιτινες προκατηγγειλαν περι της ελευσεως του δικαιου, του οποιου σεις εγεινατε τωρα προδοται και φονεις·
52Кого из пророков не гнали отцы ваши? Они убилипредвозвестивших пришествие Праведника, Которого предателями и убийцами сделались ныне вы, -
53οιτινες ελαβετε τον νομον εκ διαταγων αγγελων και δεν εφυλαξατε.
53вы, которые приняли закон при служении Ангелов и несохранили.
54[] Ακουοντες δε ταυτα, κατεκοπτοντο τας καρδιας αυτων και ετριζον τους οδοντας κατ' αυτου.
54Слушая сие, они рвались сердцами своими и скрежетали на него зубами.
55Ο δε Στεφανος, πληρης ων Πνευματος Αγιου, ατενισας εις τον ουρανον, ειδε την δοξαν του Θεου και τον Ιησουν ισταμενον εκ δεξιων του Θεου
55Стефан же, будучи исполнен Духа Святаго, воззрев на небо, увидел славу Божию и Иисуса, стоящего одесную Бога,
56και ειπεν· Ιδου, θεωρω τους ουρανους ανεωγμενους και τον Υιον του ανθρωπου ισταμενον εκ δεξιων του Θεου.
56и сказал: вот, я вижу небеса отверстые и Сына Человеческого, стоящего одесную Бога.
57Τοτε φωναξαντες μετα φωνης μεγαλης, εφραξαν τα ωτα αυτων και ωρμησαν ομοθυμαδον επ' αυτον,
57Но они, закричав громким голосом, затыкали уши свои,и единодушно устремились на него,
58και εκβαλοντες εξω της πολεως ελιθοβολουν. Και οι μαρτυρες απεθεσαν τα ιματια αυτων εις τους ποδας νεανιου τινος ονομαζομενου Σαυλου.
58и, выведя за город, стали побивать его камнями. Свидетели же положили свои одежды у ног юноши, именем Савла,
59Και ελιθοβολουν τον Στεφανον, επικαλουμενον και λεγοντα· Κυριε Ιησου, δεξαι το πνευμα μου.
59и побивали камнями Стефана, который молился и говорил: Господи Иисусе! приимидух мой.
60Και γονατισας εφωναξε μετα φωνης μεγαλης· Κυριε, μη λογαριασης εις αυτους την αμαρτιαν ταυτην. Και τουτο ειπων εκοιμηθη.
60И, преклонив колени, воскликнул громким голосом: Господи! не вмени им греха сего. И, сказав сие, почил.