1[] Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
1И было ко мне слово Господне:
2Τι εννοειτε σεις, οι παροιμιαζομενοι την παροιμιαν ταυτην περι της γης του Ισραηλ, λεγοντες, Οι πατερες εφαγον ομφακα και οι οδοντες των τεκνων ημωδιασαν;
2зачем вы употребляете в земле Израилевой эту пословицу, говоря: „отцыели кислый виноград, а у детей на зубах оскомина"?
3Ζω εγω, λεγει Κυριος ο Θεος, δεν θελετε πλεον παροιμιασθη την παροιμιαν ταυτην εν τω Ισραηλ.
3Живу Я! говорит Господь Бог, – не будут вперед говорить пословицу эту в Израиле.
4Ιδου, πασαι αι ψυχαι ειναι εμου· ως η ψυχη του πατρος, ουτω και η ψυχη του υιου εμου ειναι· ψυχη η αμαρτησασα, αυτη θελει αποθανει.
4Ибо вот, все души – Мои: как душа отца, так и душа сына – Мои: душа согрешающая, та умрет.
5Αλλ' οστις ειναι δικαιος και πραττει κρισιν και δικαιοσυνην,
5Если кто праведен и творит суд и правду,
6δεν τρωγει επι των ορεων και δεν σηκονει τους οφθαλμους αυτου προς τα ειδωλα του οικου Ισραηλ, και δεν μιαινει την γυναικα του πλησιον αυτου και δεν πλησιαζει εις γυναικα ουσαν εν τη ακαθαρσια αυτης,
6на горах жертвенного не ест и к идолам дома Израилева не обращаетглаз своих, жены ближнего своего не оскверняет и к своей жене во время очищения нечистот ее не приближается,
7και δεν καταδυναστευει ανθρωπον, επιστρεφει εις τον χρεωφειλετην το ενεχυρον αυτου, δεν αρπαζει βιαιως, διδει τον αρτον αυτου εις τον πεινωντα και καλυπτει με ιματιον τον γυμνον,
7никого не притесняет, должнику возвращает залог его, хищения непроизводит, хлеб свой дает голодному и нагого покрывает одеждою,
8δεν διδει επι τοκω και δεν λαμβανει προσθηκην, αποστρεφει την χειρα αυτου απο αδικιας, καμνει δικαιαν κρισιν αναμεσον ανθρωπου και ανθρωπου,
8в рост не отдает и лихвы не берет, от неправды удерживает руку свою, суд человеку с человеком производит правильный,
9περιπατει εν τοις διαταγμασι μου και φυλαττει τας κρισεις μου, δια να καμνη αληθειαν, ουτος ειναι δικαιος, θελει βεβαιως ζησει, λεγει Κυριος ο Θεος.
9поступает по заповедям Моим и соблюдает постановления Мои искренно: то он праведник, он непременно будет жив, говорит Господь Бог.
10[] Εαν ομως γεννηση υιον κλεπτην, χυνοντα αιμα και πραττοντα τι εκ των τοιουτων,
10Но если у него родился сын разбойник, проливающий кровь, и делает что-нибудь из всего того,
11και οστις δεν καμνει παντα ταυτα, αλλα και επι των ορεων τρωγει και την γυναικα του πλησιον αυτου μιαινει,
11чего он сам не делал совсем, и на горах ест жертвенное, и жену ближнего своего оскверняет,
12τον πτωχον και ενδεη καταδυναστευει, αρπαζει βιαιως, δεν επιστρεφει το ενεχυρον και σηκονει τους οφθαλμους αυτου προς τα ειδωλα και πραττει βδελυγματα,
12бедного и нищего притесняет, насильно отнимает, залога не возвращает, и к идолам обращает глаза свои, делает мерзость,
13διδει επι τοκω και λαμβανει προσθηκην, ουτος θελει ζησει; δεν θελει ζησει· παντα ταυτα τα βδελυγματα επραξεν· εξαπαντος θελει θανατωθη· το αιμα αυτου θελει εισθαι επ' αυτον.
13в рост дает, и берет лихву; то будет ли он жив? Нет , он не будет жив. Кто делает все такие мерзости, тот непременно умрет, кровь его будет на нем.
14Εαν δε γεννηση υιον, οστις βλεπων παντα τα αμαρτηματα του πατρος αυτου, τα οποια επραξε, προσεχει και δεν πραττει τοιαυτα,
14Но если у кого родился сын, который, видя все грехи отца своего, какие он делает, видит и не делает подобного им:
15δεν τρωγει επι των ορεων και δεν σηκονει τους οφθαλμους αυτου προς τα ειδωλα του οικου Ισραηλ και δεν μιαινει την γυναικα του πλησιον αυτου,
15на горах жертвенного не ест, к идолам дома Израилева не обращаетглаз своих, жены ближнего своего не оскверняет,
16και δεν καταδυναστευει ανθρωπον, δεν κατακρατει το ενεχυρον και δεν αρπαζει βιαιως, διδει τον αρτον αυτου εις τον πεινωντα και καλυπτει με ιματιον τον γυμνον,
16и человека не притесняет, залога не берет, и насильно не отнимает, хлеб свой дает голодному, и нагого покрывает одеждою,
17αποστρεφει την χειρα αυτου απο του πτωχου, τοκον και προσθηκην δεν λαμβανει, εκτελει τας κρισεις μου, περιπατει εν τοις διαταγμασι μου, ουτος δεν θελει θανατωθη δια την ανομιαν του πατρος αυτου, εξαπαντος θελει ζησει.
17от обиды бедному удерживает руку свою, роста и лихвы не берет, исполняет Мои повеления и поступает по заповедям Моим, – то сей не умрет за беззаконие отца своего; он будет жив.
18Ο πατηρ αυτου, επειδη σκληρως κατεδυναστευσεν, ηρπασε βιαιως τον αδελφον αυτου και επραξε μεταξυ του λαου αυτου ο, τι δεν ειναι καλον, ιδου, ουτος θελει αποθανει εν τη ανομια αυτου.
18А отец его, так как он жестоко притеснял, грабил брата и недоброе делал среди народа своего, вот, он умрет за свое беззаконие.
19Σεις ομως λεγετε, Δια τι; ο υιος δεν βασταζει την ανομιαν του πατρος; Αφου ο υιος εκαμε κρισιν και δικαιοσυνην, και εφυλαξε παντα τα διαταγματα μου και εξετελεσεν αυτα, εξαπαντος θελει ζησει.
19Вы говорите: „почему же сын не несет вины отца своего?" Потому что сын поступает законно и праведно, все уставы Мои соблюдает и исполняетих; он будет жив.
20Η ψυχη η αμαρτανουσα, αυτη θελει αποθανει· ο υιος δεν θελει βαστασει την ανομιαν του πατρος και ο πατηρ δεν θελει βαστασει την ανομιαν του υιου· η δικαιοσυνη του δικαιου θελει εισθαι επ' αυτον και η ανομια του ανομου θελει εισθαι επ' αυτον.
20Душа согрешающая, она умрет; сын не понесет вины отца, и отец не понесет вины сына, правда праведного при нем и остается, и беззаконие беззаконного при нем и остается.
21[] Αλλ' εαν ο ανομος επιστραφη απο πασων των αμαρτιων αυτου, τας οποιας επραξε, και φυλαξη παντα τα διαταγματα μου και πραξη κρισιν και δικαιοσυνην, εξαπαντος θελει ζησει, δεν θελει αποθανει·
21И беззаконник, если обратится от всех грехов своих, какие делал, и будет соблюдать все уставы Мои и поступать законно и праведно, жив будет, не умрет.
22πασαι αι ανομιαι αυτου, τας οποιας επραξε, δεν θελουσι μνημονευθη εις αυτον· εν τη δικαιοσυνη αυτου, την οποιαν επραξε, θελει ζησει.
22Все преступления его, какие делал он, не припомнятся ему: в правде своей, которую будет делать, он жив будет.
23Μηπως εγω θελω τωοντι τον θανατον του ανομου, λεγει Κυριος ο Θεος, και ουχι το να επιστρεψη απο των οδων αυτου και να ζηση;
23Разве Я хочу смерти беззаконника? говорит Господь Бог. Не того ли,чтобы он обратился от путей своих и был жив?
24Οταν ομως ο δικαιος επιστραφη απο της δικαιοσυνης αυτου και πραξη αδικιαν και πραξη κατα παντα τα βδελυγματα τα οποια ο ανομος πραττει, τοτε θελει ζησει; Πασα η δικαιοσυνη αυτου, την οποιαν εκαμε, δεν θελει μνημονευθη· εν τη ανομια αυτου την οποιαν ηνομησε και εν τη αμαρτια αυτου, την οποιαν ημαρτησεν, εν αυταις θελει αποθανει.
24И праведник, если отступит от правды своей и будет поступать неправедно, будет делать все те мерзости, какие делает беззаконник, будет ли он жив? все добрые дела его, какие он делал, не припомнятся; за беззаконие свое, какое делает, иза грехи свои, в каких грешен, он умрет.
25Σεις ομως λεγετε, Η οδος του Κυριου δεν ειναι ευθεια. Ακουσατε τωρα, οικος Ισραηλ· Η οδος μου δεν ειναι ευθεια; ουχι αι οδοι υμων διεστραμμεναι;
25Но вы говорите: „неправ путь Господа!" Послушайте, дом Израилев! Мой ли путь неправ? не ваши ли пути неправы?
26Οταν ο δικαιος επιστραφη απο της δικαιοσυνης αυτου και πραξη αδικιαν και αποθανη εν αυτη, δια την αδικιαν αυτου την οποιαν επραξε θελει αποθανει.
26Если праведник отступает от правды своей и делает беззаконие и за то умирает, то он умирает за беззаконие свое, которое сделал.
27Και οταν ο ανομος επιστραφη απο της ανομιας αυτου, την οποιαν επραξε, και πραξη κρισιν και δικαιοσυνην, ουτος θελει φυλαξει ζωσαν την ψυχην αυτου.
27И беззаконник, если обращается от беззакония своего, какое делал, и творит суд и правду, - к жизни возвратит душу свою.
28Επειδη εσυλλογισθη και επεστρεψεν απο πασων των ανομιων αυτου, τας οποιας επραξε, θελει εξαπαντος ζησει, δεν θελει αποθανει.
28Ибо он увидел и обратился от всех преступлений своих, какие делал; он будет жив, не умрет.
29Αλλ' ο οικος Ισραηλ λεγει, Η οδος του Κυριου δεν ειναι ευθεια· οικος Ισραηλ, αι οδοι μου δεν ειναι ευθειαι; ουχι αι οδοι υμων διεστραμμεναι;
29А дом Израилев говорит: „неправ путь Господа!" Мои ли пути неправы, дом Израилев? не ваши ли пути неправы?
30[] Δια τουτο, οικος Ισραηλ, θελω σας κρινει, εκαστον κατα τας οδους αυτου, λεγει Κυριος ο Θεος. Μετανοησατε και επιστρεψατε απο πασων των ανομιων υμων, και δεν θελει εισθαι εις εσας η ανομια εις απωλειαν.
30Посему Я буду судить вас, дом Израилев, каждого попутям его, говорит Господь Бог; покайтесь и обратитесь от всех преступлений ваших, чтобы нечестие не было вам преткновением.
31Απορριψατε αφ' υμων πασας τας ανομιας υμων, τας οποιας ηνομησατε εις εμε, και καμετε εις εαυτους νεαν καρδιαν και νεον πνευμα· και δια τι να αποθανητε, οικος Ισραηλ;
31Отвергните от себя все грехи ваши, которыми согрешали вы, и сотворите себе новое сердце и новый дух; и зачем вам умирать, дом Израилев?
32Διοτι εγω δεν θελω τον θανατον του αποθνησκοντος, λεγει Κυριος ο Θεος· δια τουτο επιστρεψατε και ζησατε.
32Ибо Я не хочу смерти умирающего, говорит Господь Бог; но обратитесь, и живите!