1[] Επι της σκοπιας μου θελω σταθη και θελω στηλωθη επι του πυργου, και θελω αποσκοπευει δια να ιδω τι θελει λαλησει προς εμε και τι θελω αποκριθη προς τον ελεγχοντα με.
1На стражу мою стал я и, стоя на башне, наблюдал, чтобы узнать, что скажет Он во мне, и что мне отвечать по жалобе моей?
2Και απεκριθη προς εμε ο Κυριος και ειπε, Γραψον την ορασιν και εκθεσον αυτην επι πινακιδιων, ωστε τρεχων να αναγινωσκη τις αυτην·
2И отвечал мне Господь и сказал: запиши видение и начертай ясно на скрижалях, чтобы читающий легко мог прочитать,
3διοτι η ορασις μενει ετι εις ωρισμενον καιρον, αλλ' εις το τελος θελει λαλησει και δεν θελει ψευσθη· αν και αργοπορη, προσμεινον αυτην· διοτι βεβαιως θελει ελθει, δεν θελει βραδυνει.
3ибо видение относится еще к определенному времени и говорит о конце и не обманет; ихотя бы и замедлило, жди его, ибо непременно сбудется, не отменится.
4Ιδου, η ψυχη αυτου επηρθη, δεν ειναι ευθεια εν αυτω· ο δε δικαιος θελει ζησει δια της πιστεως αυτου.
4Вот, душа надменная не успокоится, а праведный своею верою жив будет.
5[] Και μαλιστα ειναι προπετης εξ αιτιας του οινου, ανηρ αλαζων, ουδε ησυχαζει· οστις πλατυνει την ψυχην αυτου ως αδης και ειναι ως ο θανατος και δεν χορταινει, αλλα συναγει εις εαυτον παντα τα εθνη και συλλαμβανει εις εαυτον παντας τους λαους.
5Надменный человек, как бродящее вино, не успокаивается, так что расширяет душу свою как ад, и как смерть он ненасытен, и собирает к себе все народы, и захватывает себе все племена.
6Δεν θελουσι λαβει παντες ουτοι παραβολην κατ' αυτου και παροιμιαν εμπαικτικην εναντιον αυτου; και ειπει, Ουαι εις τον πληθυνοντα το μη εαυτου· εως ποτε; και εις τον επιβαρυνοντα εαυτον με παχυν πηλον.
6Но не все ли они будут произносить о нем притчу и насмешливую песнь: „горе тому, кто без меры обогащает себя не своим, – на долго ли? – и обременяет себя залогами!"
7Δεν θελουσι σηκωθη εξαιφνης οι δακνοντες σε και εξεγερθη οι ταλαιπωρουντες σε και θελεις εισθαι προς αυτους εις διαρπαγην;
7Не восстанут ли внезапно те, которые будут терзатьтебя, и не поднимутся ли против тебя грабители, и ты достанешься им на расхищение?
8Επειδη συ ελαφυραγωγησας εθνη πολλα, απαν το υπολοιπον των λαων θελουσι σε λαφυραγωγησει, εξ αιτιας των αιματων των ανθρωπων και της αδικιας της γης, της πολεως και παντων των κατοικουντων εν αυτη.
8Так как ты ограбил многие народы, то и тебя ограбят все остальные народы за пролитие крови человеческой, за разорение страны, города и всех живущих в нем.
9Ουαι εις τον πλεονεκτουντα πλεονεξιαν κακην δια τον οικον αυτου, δια να θεση την φωλεαν αυτου υψηλα, δια να ελευθερωθη εκ χειρος του κακου.
9Горе тому, кто жаждет неправедных приобретений для дома своего, чтобы устроить гнездо свое на высоте и тем обезопасить себя от руки несчастья!
10Εβουλευθης αισχυνην εις τον οικον σου, εξολοθρευων πολλους λαους, και ημαρτησας κατα της ψυχης σου.
10Бесславие измыслил ты для твоего дома, истребляя многие народы,и согрешил против души твоей.
11Διοτι ο λιθος απο του τοιχου θελει βοησει και τα ξυλοδεματα θελουσιν αποκριθη προς αυτον.
11Камни из стен возопиют и перекладины из дерева будут отвечать им:
12Ουαι εις τον οικοδομουντα πολιν εν αιμασι και θεμελιουντα πολιν εν αδικιαις.
12„горе строящему город на крови и созидающему крепости неправдою!"
13Ιδου, δεν ειναι τουτο παρα του Κυριου των δυναμεων, να μοχθωσιν οι λαοι δια το πυρ και τα εθνη να αποκαμνωσι δια την ματαιοτητα;
13Вот, не от Господа ли Саваофа это, что народы трудятся для огня и племена мучат себя напрасно?
14Διοτι η γη θελει εισθαι πληρης της γνωσεως της δοξης του Κυριου, καθως τα υδατα σκεπαζουσι την θαλασσαν.
14Ибо земля наполнится познанием славы Господа, как воды наполняют море.
15[] Ουαι εις τον ποτιζοντα τον πλησιον αυτου, εις σε οστις προσφερεις την φιαλην σου και προσετι μεθυεις αυτον, δια να θεωρης την γυμνωσιν αυτων.
15Горе тебе, который подаешь ближнему твоему питье с примесью злобы твоей и делаешь его пьяным, чтобы видеть срамоту его!
16Ενεπλησθης αισχυνης αντι δοξης· πιε και συ, και ας ανακαλυφθη η ακροβυστια σου· το ποτηριον της δεξιας του Κυριου θελει στραφη προς σε, και εμετος ατιμιας θελει εισθαι επι την δοξαν σου.
16Ты пресытился стыдом вместо славы; пей же и ты и показывай срамоту, – обратится и к тебе чаша десницы Господней и посрамление на славу твою.
17Διοτι η προς τον Λιβανον αδικια σου θελει σε καλυψει, και η φθορα των θηριων η καταπτοησασα αυτα θελει σε πτοησει, εξ αιτιας των αιματων των ανθρωπων και της αδικιας της γης, της πολεως και παντων των κατοικουντων εν αυτη.
17Ибо злодейство твое на Ливане обрушится на тебя за истребление устрашенных животных, за пролитие крови человеческой, за опустошение страны, города и всех живущих в нем.
18Τις η ωφελεια του γλυπτου, οτι ο μορφωτης αυτου εγλυψεν αυτο; του χωνευτου και του διδασκαλου του ψευδους, οτι ο κατασκευασας θαρρει εις το εργον αυτου, ωστε να καμνη ειδωλα αφωνα;
18Что за польза от истукана, сделанного художником, этого литаголжеучителя, хотя ваятель, делая немые кумиры, полагается на свое произведение?
19Ουαι εις τον λεγοντα προς το ξυλον, Εξεγειρου· εις τον αφωνον λιθον, Σηκωθητι· αυτο θελει διδαξει; Ιδου, αυτο ειναι περιεσκεπασμενον με χρυσον και αργυρον, και δεν ειναι πνοη παντελως εν αυτω.
19Горе тому, кто говорит дереву: „встань!" и бессловесному камню:„пробудись!" Научит ли он чему-нибудь? Вот, он обложен золотом и серебром, но дыхания в нем нет.
20Αλλ' ο Κυριος ειναι εν τω ναω τω αγιω αυτου· σιωπα ενωπιον αυτου, πασα η γη.
20А Господь – во святом храме Своем: да молчит вся земля пред лицем Его!