1[] Οτε ο Εφραιμ ελαλει εν τρομω, αυτος υψωθη εν τω Ισραηλ· οτε δε ημαρτησε περι του Βααλ, τοτε ετελευτησε.
1Когда Ефрем говорил, все трепетали. Он был высок в Израиле; но сделался виновным через Ваала, и погиб.
2Και τωρα αμαρτανουσιν επι μαλλον και μαλλον και εκαμον εις εαυτους χωνευτα εκ του αργυριου αυτων, ειδωλα κατα την φαντασιαν αυτων, παντα ταυτα εργον τεχνιτων· αυτοι λεγουσι περι αυτων, οι ανθρωποι οι θυσιαζοντες ας φιλησωσι τους μοσχους.
2И ныне прибавили они ко греху: сделали для себя литых истуканов изсеребра своего, по понятию своему, – полная работа художников, – и говорят они приносящим жертву людям: „целуйте тельцов!"
3Δια τουτο θελουσιν εισθαι ως νεφελη πρωινη και ως δροσος εωθινη διαβαινουσα, ως λεπτον αχυρον εκφυσωμενον εκ του αλωνιου και ως καπνος εκ της καπνοδοχου.
3За то они будут как утренний туман, как роса, скоро исчезающая, как мякина, свеваемая с гумна, и как дым из трубы.
4Αλλ' εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σου εκ γης Αιγυπτου· και αλλον θεον πλην εμου δεν θελεις γνωρισει· διοτι δεν υπαρχει αλλος σωτηρ εκτος εμου.
4Но Я – Господь Бог твой от земли Египетской, – и ты не должен знать другого бога, кроме Меня, и нет спасителя, кроме Меня.
5[] Εγω σε εγνωρισα εν τη ερημω, εν γη ανυδρω.
5Я признал тебя в пустыне, в земле жаждущей.
6Κατα τας βοσκας αυτων, ουτως εχορτασθησαν· εχορτασθησαν, και υψωθη η καρδια αυτων· δια τουτο με ελησμονησαν.
6Имея пажити, они были сыты; а когда насыщались, топревозносилось сердце их, и потому они забывали Меня.
7Οθεν θελω εισθαι εις αυτους ως λεων· ως παρδαλις εν οδω θελω παραμονευει αυτους.
7И Я буду для них как лев, как скимен буду подстерегать при дороге.
8Θελω απαντησει αυτους ως αρκτος στερηθεισα των τεκνων αυτης, και θελω διασπαραξει το περιφραγμα της καρδιας αυτων και καταφαγει αυτους εκει ως λεων· θηριον αγριον θελει διασπαραξει αυτους.
8Буду нападать на них, как лишенная детей медведица, и раздирать вместилище сердца их, и поедать их там, как львица; полевые звери будут терзать их.
9[] Απωλεσθης, Ισραηλ· πλην εν εμοι ειναι η βοηθεια σου.
9Погубил ты себя, Израиль, ибо только во Мне опора твоя.
10Που ειναι ο βασιλευς σου; που; ας σε σωση τωρα εν πασαις σου ταις πολεσι· και που οι κριται σου, περι των οποιων ειπας, Δος μοι βασιλεα και αρχοντας;
10Где царь твой теперь? Пусть он спасет тебя во всех городах твоих! Где судьи твои, о которых говорил ты: „дай нам царя и начальников"?
11Σοι εδωκα βασιλεα εν τω θυμω μου και αφηρεσα αυτον εν τη οργη μου.
11И Я дал тебе царя во гневе Моем, и отнял в негодовании Моем.
12Η ανομια του Εφραιμ ειναι περιδεδεμενη· η αμαρτια αυτου αποτεταμιευμενη.
12Связано в узел беззаконие Ефрема, сбережен его грех.
13Πονοι τικτουσης θελουσιν ελθει επ' αυτον· ειναι υιος ασυνετος· διοτι δεν ειναι καιρος να στεκηται εν τω ανοιγματι της μητρας.
13Муки родильницы постигнут его; он – сын неразумный, иначе не стоял бы долго в положении рождающихся детей.
14Εκ χειρος αδου θελω ελευθερωσει αυτους, εκ θανατου θελω σωσει αυτους. Που ειναι, θανατε, ο ολεθρος σου; που, αδη, η φθορα σου; η μεταμελεια θελει κρυπτεσθαι απο των οφθαλμων μου.
14От власти ада Я искуплю их, от смерти избавлю их. Смерть! где твое жало? ад! где твоя победа? Раскаяния в том не будет у Меня.
15Αν και ουτος εσταθη καρποφορος μεταξυ των αδελφων αυτου, ανατολικος ανεμος ομως θελει ελθει, ο ανεμος του Κυριου θελει αναβη απο της ερημου, και αι βρυσεις αυτου θελουσιν εκλειψει και θελει καταξηρανθη η πηγη αυτου· ουτος θελει αφαρπασει τον θησαυρον παντων των επιθυμητων αυτου σκευων.
15Хотя Ефрем плодовит между братьями, но придет восточный ветер, поднимется ветер Господень из пустыни, и иссохнет родник его, и иссякнет источник его; он опустошит сокровищницу всех драгоценных сосудов.
16Η Σαμαρεια θελει αφανισθη, διοτι απεστατησε κατα του Θεου αυτης· θελουσι πεσει εν ρομφαια· τα θηλαζοντα νηπια αυτων θελουσι συντριφθη, και αι εγκυμονουσαι αυτων θελουσι διασχισθη.
16(14:1) Опустошена будет Самария, потому что восстала против Бога своего; от меча падут они; младенцы их будут разбиты, и беременные их будут рассечены.