1[] Ενω ιατρευον τον Ισραηλ, απεκαλυφθη τοτε η ανομια του Εφραιμ και η κακια της Σαμαρειας· διοτι επραξαν ψευδος· και ο κλεπτης εισερχεται, ο ληστης γυμνονει εξωθεν.
1Когда Я врачевал Израиля, открылась неправда Ефрема и злодействоСамарии: ибо они поступают лживо; и входит вор, и разбойник грабит по улицам.
2Και αυτοι δεν λεγουσιν εν τη καρδια αυτων, οτι ενθυμουμαι πασαν την ανομιαν αυτων· τωρα περιεκυκλωσαν αυτους αι πραξεις αυτων· εμπροσθεν του προσωπου μου εγειναν.
2Не помышляют они в сердце своем, что Я помню все злодеяния их; теперь окружают их дела их; они пред лицем Моим.
3Εν τη κακια αυτων ευφραναν τον βασιλεα και εν τοις ψευδεσιν αυτων τους αρχοντας.
3Злодейством своим они увеселяют царя и обманами своими – князей.
4Παντες ειναι μοιχοι, ως ο κλιβανος ο πεπυρωμενος υπο του αρτοποιου· οστις, αφου ζυμωση το φυραμα, παυει του να θερμαινη αυτον, εωσου γεινη η ζυμωσις.
4Все они пылают прелюбодейством, как печь, растопленная пекарем, который перестает поджигать ее, когда замесит тесто и оно вскиснет.
5Εν τη ημερα του βασιλεως ημων, οι αρχοντες ησθενησαν υπο της φλογωσεως του οινου, και αυτος εξηπλωσε την χειρα αυτου προς τους αχρειους.
5„День нашего царя!" говорят князья, разгоряченные до болезни вином, а он протягивает руку свою к кощунам.
6Διοτι ενασχολουσι την καρδιαν αυτων φλεγωμενην ως κλιβανον εν ταις ενεδραις αυτων· ο αρτοποιος αυτων κοιμαται ολην την νυκτα· την δε αυγην αυτη καιει ως πυρ φλογιζον.
6Ибо они коварством своим делают сердце свое подобным печи: пекарь ихспит всю ночь, а утром она горит, как пылающий огонь.
7Παντες ουτοι εθερμανθησαν ως κλιβανος και κατεφαγον τους κριτας αυτων· παντες οι βασιλεις αυτων επεσον· δεν υπαρχει μεταξυ αυτων ο επικαλουμενος με.
7Все они распалены, как печь, и пожирают судей своих; все цари ихпадают, и никто из них не взывает ко Мне.
8[] Ο Εφραιμ, αυτος συνεμιγη μετα των λαων· ο Εφραιμ ειναι ως εγκρυφιας οστις δεν εστραφη.
8Ефрем смешался с народами, Ефрем стал, как неповороченный хлеб.
9Ξενοι κατεφαγον την δυναμιν αυτου και αυτος δεν γνωριζει τουτο· και λευκαι τριχες ανεφυησαν σποραδην εν αυτω και αυτος δεν γνωριζει τουτο.
9Чужие пожирали силу его и он не замечал; седина покрыла его, а он не знает.
10Και η υπερηφανια του Ισραηλ μαρτυρει κατα προσωπον αυτου· και δεν επιστρεφουσι προς Κυριον τον Θεον αυτων ουδε εκζητουσιν αυτον δια παντα ταυτα.
10И гордость Израиля унижена в глазах их и при всем том они не обратились к Господу Богу своему и не взыскали Его.
11Και ο Εφραιμ ειναι ως περιστερα δελεαζομενη, μη εχουσα συνεσιν· επικαλουνται την Αιγυπτον, υπαγουσιν εις την Ασσυριαν.
11И стал Ефрем, как глупый голубь, без сердца: зовут Египтян, идут в Ассирию.
12Οταν υπαγωσι, θελω εξαπλωσει επ' αυτους το δικτυον μου· θελω καταβιβασει αυτους καθως τα πετεινα του ουρανου· θελω παιδευσει αυτους καθως εκηρυχθη εν τη συναγωγη αυτων.
12Когда они пойдут, Я закину на них сеть Мою; как птиц небесных низвергну их; накажу их, как слышало собрание их.
13Ουαι εις αυτους, διοτι απεσκιρτησαν απ' εμου· ολεθρος εις αυτους, διοτι ησεβησαν εις εμε· ενω εγω εξηγορασα αυτους, αυτοι ελαλησαν κατ' εμου ψευδη.
13Горе им, что они удалились от Меня; гибель им, что они отпали от Меня! Я спасал их, а они ложь говорили на Меня.
14Και δεν με επεκαλεσθησαν εν τη καρδια αυτων, αλλα ωλολυζον επι τας κλινας αυτων· βασανιζονται δια σιτον και οινον και στασιαζουσιν εναντιον μου.
14И не взывали ко Мне сердцем своим, когда вопили на ложах своих; собираются из-за хлеба и вина, а от Меня удаляются.
15Και εγω επαιδευσα αυτους ενω ενισχυσα τους βραχιονας αυτων, αυτοι ομως διελογιζοντο πονηρα εναντιον μου.
15Я вразумлял их и укреплял мышцы их, а они умышляли злоепротив Меня.
16Επιστρεφουσιν, ουχι εις τον Υψιστον· εγειναν ως τοξον στρεβλον· οι αρχοντες αυτων θελουσι πεσει εν ρομφαια δια την αυθαδειαν της γλωσσης αυτων· τουτο θελει εισθαι το ονειδος αυτων εν τη γη της Αιγυπτου.
16Они обращались, но не к Всевышнему, стали – как неверный лук; падут от меча князья их за дерзость языка своего; это будет посмеянием над ними в земле Египетской.