1[] Παρηγορειτε, παρηγορειτε τον λαον μου, λεγει ο Θεος σας.
1Утешайте, утешайте народ Мой, говорит Бог ваш;
2Λαλησατε παρηγορητικα προς την Ιερουσαλημ, και φωνησατε προς αυτην, οτι ο καιρος της ταπεινωσεως αυτης επληρωθη, οτι η ανομια αυτης συνεχωρηθη· διοτι ελαβεν εκ της χειρος Κυριου διπλασιον δια πασας τας αμαρτιας αυτης.
2говорите к сердцу Иерусалима и возвещайте ему, что исполнилось времяборьбы его, что за неправды его сделано удовлетворение, ибо он от рукиГосподней принял вдвое за все грехи свои.
3[] Φωνη βοωντος εν τη ερημω, Ετοιμασατε την οδον του Κυριου. ευθειας καμετε εν τη ερημω τας τριβους του Θεου ημων.
3Глас вопиющего в пустыне: приготовьте путь Господу, прямыми сделайте в степи стези Богу нашему;
4Πασα φαραγξ θελει υψωθη και παν ορος και βουνος θελει ταπεινωθη· και τα σκολια θελουσι γεινει ευθεα· και οι τραχεις τοποι ομαλοι·
4всякий дол да наполнится, и всякая гора и холм да понизятся, кривизны выпрямятся и неровные пути сделаются гладкими;
5και η δοξα του Κυριου θελει φανερωθη και πασα σαρξ ομου θελει ιδει· διοτι το στομα του Κυριου ελαλησε.
5и явится слава Господня, и узрит всякая плоть спасение Божие; ибо уста Господни изрекли это.
6Φωνη λεγουσα, Φωνησον· και ειπε, Τι να φωνησω; πασα σαρξ ειναι χορτος και πασα η δοξα αυτης ως ανθος του αγρου.
6Голос говорит: возвещай! И сказал: что мне возвещать? Всякая плоть – трава, и вся красота ее – как цвет полевой.
7Ο χορτος εξηρανθη, το ανθος εμαρανθη· διοτι πνευμα Κυριου επνευσεν επ' αυτο· χορτος τη αληθεια ειναι ο λαος.
7Засыхает трава, увядает цвет, когда дунет на него дуновение Господа: так и народ – трава.
8Ο χορτος εξηρανθη, το ανθος εμαρανθη· ο λογος ομως του Θεου ημων μενει εις τον αιωνα.
8Трава засыхает, цвет увядает, а слово Бога нашего пребудет вечно.
9[] Συ, ο φερων εις την Σιων αγαθας αγγελιας, αναβα εις το ορος το υψηλον· συ, ο φερων αγαθας αγγελιας εις την Ιερουσαλημ, υψωσον ισχυρως την φωνην σου· υψωσον· μη φοβου· ειπε προς τας πολεις του Ιουδα, Ιδου, ο Θεος υμων.
9Взойди на высокую гору, благовествующий Сион! возвысь с силою голос твой, благовествующий Иерусалим! возвысь, не бойся; скажи городам Иудиным: вот Бог ваш!
10Ιδου, Κυριος ο Θεος θελει ελθει μετα δυναμεως και ο βραχιων αυτου θελει εξουσιαζει δι' αυτον· ιδου, ο μισθος αυτου ειναι μετ' αυτου και η αμοιβη αυτου ενωπιον αυτου.
10Вот, Господь Бог грядет с силою, и мышца Его со властью. Вот, награда Его с Ним и воздаяние Его пред лицем Его.
11Θελει βοσκησει το ποιμνιον αυτου ως ποιμην· θελει συναξει τα αρνια δια του βραχιονος αυτου και βαστασει εν τω κολπω αυτου· και θελει οδηγει τα θηλαζοντα.
11Как пастырь Он будет пасти стадо Свое; агнцев будет брать на руки и носить на груди Своей, и водить дойных.
12[] Τις εμετρησε τα υδατα εν τω κοιλωματι της χειρος αυτου και εσταθμισε τους ουρανους με την σπιθαμην και συμπεριελαβεν εν μετρω το χωμα της γης και εζυγισε τα ορη δια στατηρος και τους λοφους δια πλαστιγγος;
12Кто исчерпал воды горстью своею и пядью измерил небеса, и вместил в меру прах земли, и взвесил на весах горы и на чашах весовых холмы?
13Τις εσταθμισε το πνευμα του Κυριου η εγεινε συμβουλος αυτου και, εδιδαξεν αυτον;
13Кто уразумел дух Господа, и был советником у Него и учил Его?
14Μετα τινος συνεβουλευθη, και τις εσυνετισεν αυτον και εδιδαξεν αυτον την οδον της κρισεως και παρεδωκεν εις αυτον επιστημην και εδειξεν εις αυτον την οδον της συνεσεως;
14С кем советуется Он, и кто вразумляет Его и наставляет Его на путь правды, и учит Его знанию, и указывает Ему путь мудрости?
15Ιδου, τα εθνη ειναι ως σανις απο καδου και λογιζονται ως η λεπτη σκονη της πλαστιγγος· ιδου, η μετατοπιζει τας νησους ως σκονην.
15Вот народы – как капля из ведра, и считаются как пылинка на весах. Вот, острова как порошинку поднимает Он.
16Και ο Λιβανος δεν ειναι ικανος εις καυσιν ουδε τα ζωα αυτου ικανα εις ολοκαυτωμα.
16И Ливана недостаточно для жертвенного огня, и животных на нем – для всесожжения.
17Παντα τα εθνη ενωπιον αυτου ειναι ως μηδεν· λογιζονται παρ' αυτω ολιγωτερον παρα το μηδεν και την ματαιοτητα.
17Все народы пред Ним как ничто, – менее ничтожества и пустоты считаются у Него.
18[] Με τινα λοιπον θελετε εξομοιωσει τον Θεον; η τι ομοιωμα θελετε προσαρμοσει εις αυτον;
18Итак кому уподобите вы Бога? И какое подобие найдете Ему?
19Ο τεχνιτης χωνευει εικονα γλυπτην, και ο χρυσοχοος εκτεινει χρυσον επ' αυτην και χυνει αργυρας αλυσεις.
19Идола выливает художник, и золотильщик покрывает его золотом и приделывает серебряные цепочки.
20Ο πτωχος καμνων προσφοραν εκλεγει ξυλον ασηπτον· και ζητει εις εαυτον επιδεξιον τεχνιτην, δια να κατασκευαση εικονα γλυπτην μη σαλευομενην.
20А кто беден для такого приношения, выбирает негниющее дерево, приискивает себе искусного художника, чтобы сделать идола,который стоял бы твердо.
21Δεν εγνωρισατε; δεν ηκουσατε; δεν ανηγγελθη προς εσας εξ αρχης; δεν ενοησατε απο καταβολης της γης;
21Разве не знаете? разве вы не слышали? разве вам не говорено было от начала? разве выне уразумели из оснований земли?
22Αυτος ειναι ο καθημενος επι τον γυρον της γης και οι κατοικοι αυτης ειναι ως ακριδες· ο εκτεινων τους ουρανους ως παραπετασμα και εξαπλονων αυτους ως σκηνην προς κατοικησιν·
22Он есть Тот, Который восседает над кругом земли, и живущие на ней – как саранча пред Ним ; Он распростер небеса, как тонкую ткань, и раскинул их, какшатер для жилья.
23ο φερων τους ηγεμονας εις το μηδεν και καθιστων ως ματαιοτητα τους κριτας της γης.
23Он обращает князей в ничто, делает чем-то пустым судей земли.
24Αλλ' ουδε θελουσι φυτευθη· αλλ' ουδε θελουσι σπαρθη· αλλ' ουδε θελει ριζωθη εν τη γη το στελεχος αυτων· μονον να πνευση επ' αυτους, θελουσι παραυτα ξηρανθη και ο ανεμοστροβιλος θελει αναρπασει αυτους ως αχυρον.
24Едва они посажены, едва посеяны, едва укоренился в земле ствол их,и как только Он дохнул на них, они высохли, и вихрь унес их, как солому.
25Με τινα λοιπον θελετε με εξομοιωσει και θελω εξισωθη; λεγει ο Αγιος.
25Кому же вы уподобите Меня и с кем сравните? говорит Святый.
26Σηκωσατε υψηλα τους οφθαλμους σας και ιδετε, τις εποιησε ταυτα; Ο εξαγων το στρατευμα αυτων κατα αριθμον· ο ονομαστι καλων ταυτα παντα εν τη μεγαλειοτητι της δυναμεως αυτου, διοτι ειναι ισχυρος εις εξουσιαν· δεν λειπει ουδεν.
26Поднимите глаза ваши на высоту небес и посмотрите, кто сотворил их? Кто выводит воинство их счетом? Он всех их называет по имени: по множеству могущества и великой силе у Него ничто не выбывает.
27[] Δια τι λεγεις, Ιακωβ, και λαλεις, Ισραηλ, Η οδος μου ειναι κεκρυμμενη απο του Κυριου και η κρισις μου παραμελειται υπο του Θεου μου;
27Как же говоришь ты, Иаков, и высказываешь, Израиль: „путь мой сокрыт от Господа, и дело мое забыто у Бога моего"?
28Δεν εγνωρισας; δεν ηκουσας, οτι ο αιωνιος Θεος, ο Κυριος, ο Ποιητης των ακρων της γης, δεν ατονει και δεν αποκαμνει; δεν εξιχνιαζεται η φρονησις αυτου.
28Разве ты не знаешь? разве ты не слышал, что вечный Господь Бог, сотворивший концы земли, не утомляется и не изнемогает? разум Его неисследим.
29Διδει ισχυν εις τους ητονημενους και αυξανει την δυναμιν εις τους αδυνατους.
29Он дает утомленному силу, и изнемогшему дарует крепость.
30Και οι νεοι θελουσιν ατονησει και αποκαμει, και οι εκλεκτοι νεοι θελουσιν αδυνατησει πανταπασιν·
30Утомляются и юноши и ослабевают, и молодые люди падают,
31αλλ' οι προσμενοντες τον Κυριον θελουσιν ανανεωσει την δυναμιν αυτων· θελουσιν αναβη με πτερυγας ως αετοι· θελουσι τρεξει και δεν θελουσιν αποκαμει· θελουσι περιπατησει και δεν θελουσιν ατονησει.
31а надеющиеся на Господа обновятся в силе: поднимут крылья, как орлы, потекут – и не устанут, пойдут – и не утомятся.