1[] Ουτω λεγει Κυριος· Που ειναι το εγγραφον του διαζυγιου της μητρος σας, δι' ου απεβαλον αυτην; η τις ειναι εκ των δανειστων μου, εις τον οποιον σας επωλησα; Ιδου, δια τας ανομιας σας επωληθητε, και δια τας παραβασεις σας απεβληθη η μητηρ σας.
1Так говорит Господь: где разводное письмо вашей матери, с которым Я отпустил ее? или которому из Моих заимодавцев Я продал вас? Вот, вы проданы за грехи ваши, и за преступления ваши отпущена мать ваша.
2Δια τι, οτε ηλθον, δεν υπηρχεν ουδεις; και οτε εκαλεσα, δεν υπηρχεν ο αποκρινομενος; Εσμικρυνθη ποσως η χειρ μου, ωστε να μη δυναται να λυτρωση; η δεν εχω δυναμιν να ελευθερωσω; Ιδου, εγω με την επιτιμησιν μου εξηρανα την θαλασσαν, εκαμα ερημον τους ποταμους· οι ιχθυες αυτων εξηρανθησαν δι' ελλειψιν υδατος και απεθανον υπο διψης.
2Почему, когда Я приходил, никого не было, и когда Я звал, никто не отвечал? Разве рука Моя коротка стала для того, чтобы избавлять, или нет силы во Мне, чтобы спасать? Вот, прещением Моим Я иссушаю море, превращаю реки в пустыню; рыбы в них гниют от недостатка воды и умирают от жажды.
3Εγω περιενδυω τους ουρανους σκοτος και θετω σακκον το περικαλυμμα αυτων.
3Я облекаю небеса мраком, и вретище делаю покровом их.
4[] Κυριος ο Θεος εδωκεν εις εμε γλωσσαν πεπαιδευμενων, δια να εξευρω πως να λαλησω λογον εν καιρω προς τον βεβαρυμενον· εγειρει απο πρωι εις πρωι, εγειρει το ωτιον μου, δια να ακουω ως οι πεπαιδευμενοι.
4Господь Бог дал Мне язык мудрых, чтобы Я мог словом подкреплять изнемогающего; каждое утро Он пробуждает, пробуждает ухо Мое, чтобы Я слушал, подобно учащимся.
5Κυριος ο Θεος ηνοιξεν ωτιον εν εμοι και εγω δεν ηπειθησα ουδε εστραφην οπισω.
5Господь Бог открыл Мне ухо, и Я не воспротивился, не отступил назад.
6Τον νωτον μου εδωκα εις τους μαστιγουντας και τας σιαγονας μου εις τους μαδιζοντας· δεν εκρυψα το προσωπον μου απο υβρισμων και εμπτυσματων.
6Я предал хребет Мой биющим и ланиты Мои поражающим; лица Моего не закрывал от поруганий и оплевания.
7Διοτι Κυριος ο Θεος θελει με βοηθησει· δια τουτο δεν ενετραπην· δια τουτο εθεσα το προσωπον μου ως πετραν σκληραν και εξευρω οτι δεν θελω καταισχυνθη.
7И Господь Бог помогает Мне: поэтому Я не стыжусь, поэтому Я держулице Мое, как кремень, и знаю, что не останусь в стыде.
8Πλησιον ειναι ο δικαιονων με· τις θελει κριθη μετ' εμου; ας παρασταθωμεν ομου· τις ειναι η αντιδικος μου; ας πλησιαση εις εμε.
8Близок оправдывающий Меня: кто хочет состязаться соМною? станем вместе. Кто хочет судиться со Мною? пусть подойдет ко Мне.
9Ιδου, Κυριος ο Θεος θελει με βοηθησει· τις θελει με καταδικασει ιδου, παντες ουτοι θελουσι παλαιωθη ως ιματιον· ο σκωληξ θελει καταφαγει αυτους.
9Вот, Господь Бог помогает Мне: кто осудит Меня? Вот, все они, как одежда, обветшают; моль съест их.
10[] Τις ειναι μεταξυ σας ο φοβουμενος τον Κυριον, ο υπακουων εις την φωνην του δουλου αυτου; ουτος, και αν περιπατη εν σκοτει και δεν εχη φως, ας θαρρη επι το ονομα του Κυριου και ας επιστηριζεται επι τον Θεον αυτου.
10Кто из вас боится Господа, слушается гласа Раба Его? Кто ходитво мраке, без света, да уповает на имя Господа и да утверждается в Боге своем.
11Ιδου, παντες σεις, οι αναπτοντες πυρ και περικυκλουμενοι με σπινθηρας, περιπατειτε εν τω φωτι του πυρος σας και δια των σπινθηρων τους οποιους εξηψατε. Τουτο σας εγεινεν υπο της χειρος μου, εν λυπη θελετε κοιτεσθαι.
11Вот, все вы, которые возжигаете огонь, вооруженные зажигательными стрелами, – идите в пламень огня вашего и стрел, раскаленных вами! Это будет вам от руки Моей; в мучении умрете.