1[] Δια την Σιων δεν θελω σιωπησει και δια την Ιερουσαλημ δεν θελω ησυχασει, εωσου η δικαιοσυνη αυτης εξελθη ως λαμψις και η σωτηρια αυτης ως λαμπας καιομενη.
1Не умолкну ради Сиона, и ради Иерусалима не успокоюсь, доколе не взойдет, как свет, правда его и спасение его – как горящий светильник.
2Και θελουσιν ιδει τα εθνη την δικαιοσυνην σου και παντες οι βασιλεις την δοξαν σου· και θελεις ονομασθη με νεον ονομα, το οποιον του Κυριου το στομα θελει ονομασει.
2И увидят народы правду твою и все цари – славу твою, и назовут тебяновым именем, которое нарекут уста Господа.
3Και θελεις εισθαι στεφανος δοξης εν χειρι Κυριου και διαδημα βασιλικον εν τη παλαμη του Θεου σου.
3И будешь венцом славы в руке Господа и царскою диадемою на длани Бога твоего.
4Δεν θελεις πλεον ονομασθη, Εγκαταλελειμμενη· ουδε η γη σου θελει πλεον ονομασθη, Ηρημωμενη· αλλα θελεις ονομασθη, Η ευδοκια μου εν αυτη· και η γη σου, Η νενυμφευμενη· διοτι ο Κυριος ηυδοκησεν επι σε, και η γη σου θελει εισθαι νενυμφευμενη.
4Не будут уже называть тебя „оставленным", и землю твоюне будут более называть „пустынею", но будут называть тебя: „Мое благоволение к нему", а землю твою – „замужнею", ибо Господь благоволит к тебе, и земля твоя сочетается.
5Διοτι καθως ο νεος νυμφευεται με παρθενον, ουτως οι υιοι σου θελουσι συνοικει μετα σου· και καθως ο νυμφιος ευφραινεται εις την νυμφην, ουτως ο Θεος σου θελει ευφρανθη εις σε.
5Как юноша сочетается с девою, так сочетаются с тобою сыновья твои; и как жених радуется о невесте, так будет радоваться о тебе Богтвой.
6[] Επι των τειχων σου, Ιερουσαλημ, κατεστησα φυλακας, οιτινες ποτε δεν θελουσι σιωπα ουτε ημεραν ουτε νυκτα· οσοι ανακαλειτε τον Κυριον, μη φυλαττετε σιωπην.
6На стенах твоих, Иерусалим, Я поставил сторожей, которые не будут умолкать ни днем, ни ночью. О, вы, напоминающие о Господе! не умолкайте, –
7Και μη διδετε εις αυτον αναπαυσιν, εωσου συστηση και εωσου καμη την Ιερουσαλημ αινεσιν επι της γης.
7не умолкайте пред Ним, доколе Он не восстановит и доколе не сделает Иерусалима славою на земле.
8Ο Κυριος ωμοσεν επι την δεξιαν αυτου και επι τον βραχιονα της δυναμεως αυτου, δεν θελω δωσει πλεον τον σιτον σου τροφην εις τους εχθρους σου· και οι υιοι του αλλογενους δεν θελουσι πινει τον οινον σου, δια τον οποιον εμοχθησας·
8Господь поклялся десницею Своею и крепкою мышцею Своею: не дамзерна твоего более в пищу врагам твоим, и сыновья чужих не будут пить вина твоего, над которым ты трудился;
9αλλ' οι θεριζοντες θελουσι τρωγει αυτον και αινει τον Κυριον· και οι τρυγωντες θελουσι πινει αυτον εν ταις αυλαις της αγιοτητος μου.
9но собирающие его будут есть его и славить Господа, и обирающие виноград будут пить вино его во дворах святилища Моего.
10[] Περασατε, περασατε δια των πυλων· ετοιμασατε την οδον του λαου· επισκευασατε, επισκευασατε την οδον· εκριψατε τους λιθους· υψωσατε σημαιαν προς τους λαους.
10Проходите, проходите в ворота, приготовляйте путь народу! Ровняйте, ровняйте дорогу, убирайте камни, поднимите знамя для народов!
11Ιδου, ο Κυριος διεκηρυξεν εως των ακρων της γης, Ειπατε προς την θυγατερα της Σιων, Ιδου, ο Σωτηρ σου ερχεται· ιδου, ο μισθος αυτου ειναι μετ' αυτου και το εργον αυτου ενωπιον αυτου.
11Вот, Господь объявляет до конца земли: скажите дщери Сиона: грядет Спаситель твой; награда Его с Ним и воздаяние Его пред Ним.
12Και θελουσιν ονομασει αυτους, Ο Αγιος λαος, Ο λελυτρωμενος του Κυριου· και συ θελεις ονομασθη, Επιζητουμενη, πολις ουκ εγκαταλελειμμενη.
12И назовут их народом святым, искупленным от Господа, а тебя назовут взысканным городом, неоставленным.