1[] Ο λογος, τον οποιον Ιερεμιας ο προφητης ελαλησε προς τον Βαρουχ, τον υιον του Νηριου, οτε εγραψε τους λογους τουτους εν βιβλιω εκ στοματος του Ιερεμιου, εν τω τεταρτω ετει του Ιωακειμ υιου του Ιωσιου, βασιλεως του Ιουδα, λεγων,
1Слово, которое пророк Иеремия сказал Варуху, сыну Нирии, когдаон написал слова сии из уст Иеремии в книгу, в четвертый год Иоакима, сына Иосии, царя Иудейского:
2Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ περι σου, Βαρουχ·
2так говорит Господь, Бог Израилев, к тебе, Варух:
3Ειπας, Ουαι εις εμε τωρα διοτι ο Κυριος επροσθεσε πονον επι την θλιψιν μου· απεκαμον εν τω στεναγμω μου και αναπαυσιν δεν ευρισκω.
3ты говоришь: „горе мне! ибо Господь приложил скорбь к болезни моей;я изнемог от вздохов моих, и не нахожу покоя".
4Ουτω θελεις ειπει προς αυτον· Ουτω λεγει ο Κυριος· Ιδου, εκεινο το οποιον ωκοδομησα, εγω θελω κατεδαφισει· και εκεινο το οποιον εφυτευσα, εγω θελω εκριζωσει, και συμπασαν την γην αυτην.
4Так скажи ему: так говорит Господь: вот, что Я построил, разрушу, и что насадил, искореню, – всю эту землю.
5Και συ ζητεις εις σεαυτον μεγαλα; μη ζητης· διοτι, ιδου, εγω θελω φερει κακα επι πασαν σαρκα, λεγει Κυριος, αλλα την ζωην σου θελω δωσει εις σε ως λαφυρον, εν πασι τοις τοποις οπου υπαγης.
5А ты просишь себе великого: не проси; ибо вот, Я наведу бедствие навсякую плоть, говорит Господь, а тебе вместо добычи оставлю душу твою во всех местах, куда ни пойдешь.