Greek: Modern

Russian 1876

Jeremiah

5

1[] Περιελθετε εν ταις οδοις της Ιερουσαλημ και ιδετε τωρα και μαθετε και ζητησατε εν ταις πλατειαις αυτης, εαν δυνασθε να ευρητε ανθρωπον, εαν υπαρχη ο ποιων κρισιν, ο ζητων αληθειαν· και θελω συγχωρησει εις αυτην.
1Походите по улицам Иерусалима, и посмотрите, и разведайте, и поищите на площадях его, не найдете ли человека, нет ли соблюдающего правду,ищущего истины? Я пощадил бы Иерусалим .
2Και αν λεγωσι, Ζη ο Κυριος, ψευδως τωοντι ομνυουσι.
2Хотя и говорят они: „жив Господь!", но клянутся ложно.
3Κυριε, δεν επιβλεπουσιν οι οφθαλμοι σου επι την αληθειαν; εμαστιγωσας αυτους και δεν επονεσαν· κατηναλωσας αυτους και δεν ηθελησαν να δεχθωσι διορθωσιν εσκληρυναν τα προσωπα αυτων υπερ τον βραχον· δεν ηθελησαν να επιστρεψωσι.
3О, Господи! очи Твои не к истине ли обращены ? Ты поражаешь их, а они не чувствуют боли; Ты истребляешь их, а они не хотят принять вразумления; лица свои сделали они крепче камня, не хотят обратиться.
4Τοτε εγω ειπα, Ουτοι βεβαιως ειναι πτωχοι· ειναι αφρονες· διοτι δεν γνωριζουσι την οδον του Κυριου, την κρισιν του Θεου αυτων·
4И сказал я сам в себе : это, может быть, бедняки; они глупы, потому что не знаютпути Господня, закона Бога своего;
5θελω υπαγει προς τους μεγαλους και θελω λαλησει προς αυτους· διοτι αυτοι εγνωρισαν την οδον του Κυριου, την κρισιν του Θεου αυτων· αλλα και ουτοι παντες ομου συνετριψαν τον ζυγον, εκοψαν τους δεσμους.
5пойду я к знатным и поговорю с ними, ибо они знают путь Господень, закон Бога своего. Но и они все сокрушили ярмо, расторгли узы.
6Δια τουτο λεων εκ του δασους θελει φονευσει αυτους, λυκος της ερημου θελει εξολοθρευσει αυτους, παρδαλις θελει κατασκοπευσει επι τας πολεις αυτων· πας οστις εξελθη εκειθεν, θελει κατασπαραχθη· διοτι επληθυνθησαν αι παραβασεις αυτων, ηυξηνθησαν αι αποστασιαι αυτων.
6За то поразит их лев из леса, волк пустынный опустошит их, барс будет подстерегать у городов их: кто выйдет из них, будет растерзан; ибо умножились преступления их, усилились отступничества их.
7Πως θελω συγχωρησει εις σε δια τουτο; οι υιοι σου με εγκατελιπον και ωμνυον εις τους μη θεους· αφου εχορτασα αυτους, τοτε εμοιχευον και συνεσωρευοντο εις οικον πορνης.
7Как же Мне простить тебя за это? Сыновья твои оставили Меня и клянутся теми, которые не боги. Я насыщал их, а они прелюбодействовали и толпами ходили в домы блудниц.
8Ησαν ως οι κεχορτασμενοι ιπποι το πρωι· εκαστος εχρεμετιζε κατοπιν της γυναικος του πλησιον αυτου.
8Это откормленные кони: каждый из них ржет на жену другого.
9Δεν θελω καμει δια ταυτα επισκεψιν; λεγει Κυριος· και η ψυχη μου δεν θελει εκδικηθη εναντιον εθνους τοιουτου;
9Неужели Я не накажу за это? говорит Господь; и не отмстит ли душаМоя такому народу, как этот?
10[] Αναβητε επι τα τειχη αυτης και κρημνιζετε, πλην μη καμητε συντελειαν· αφαιρεσατε τας επαλξεις αυτης, διοτι δεν ειναι του Κυριου·
10Восходите на стены его и разрушайте, но не до конца; уничтожьте зубцы их, потому что они не Господни;
11διοτι ο οικος Ισραηλ και ο οικος Ιουδα εφερθησαν πολλα απιστως προς εμε, λεγει Κυριος.
11ибо дом Израилев и дом Иудин поступили со Мною очень вероломно, говорит Господь:
12Ηρνηθησαν τον Κυριον και ειπον, Δεν ειναι αυτος, και δεν θελει ελθει κακον εφ' ημας, ουδε θελομεν ιδει μαχαιραν η πειναν·
12они солгали на Господа и сказали: „нет Его, и беда не придет на нас,и мы не увидим ни меча, ни голода.
13και οι προφηται ειναι ανεμος και ο λογος δεν υπαρχει εν αυτοις· εις αυτους θελει γεινει ουτω.
13И пророки станут ветром, и слова Господня нет в них; над ними самими пусть это будет".
14Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων· Επειδη λαλειτε τον λογον τουτον, ιδου, εγω θελω καμει τους λογους μου εν τω στοματι σου πυρ και τον λαον τουτον ξυλα και θελει καταφαγει αυτους.
14Посему так говорит Господь Бог Саваоф: за то, что вы говорите такие слова, вот, Я сделаю слова Мои в устах твоих огнем, а этот народ – дровами, и этот огонь пожрет их.
15Ιδου, εγω θελω φερει εφ' υμας εθνος μακροθεν, οικος Ισραηλ, λεγει Κυριος· ειναι εθνος ισχυρον, ειναι εθνος αρχαιον, εθνος του οποιου δεν γνωριζεις την γλωσσαν ουδε καταλαμβανεις τι λεγουσιν.
15Вот, Я приведу на вас, дом Израилев, народ издалека, говорит Господь, народ сильный, народ древний, народ, которого языка ты не знаешь, ине будешь понимать, что он говорит.
16Η φαρετρα αυτων ειναι ως ταφος ανεωγμενος· ειναι παντες ισχυροι.
16Колчан его – как открытый гроб; все они люди храбрые.
17Και θελουσι κατατρωγει τον θερισμον σου και τον αρτον σου, τον οποιον οι υιοι σου και αι θυγατερες σου ηθελον τρωγει· θελουσι κατατρωγει τα ποιμνια σου και τας αγελας σου· θελουσι κατατρωγει τους αμπελωνας σου και τας συκεας σου· θελουσιν εξολοθρευσει δια της ρομφαιας τας οχυρας πολεις σου, επι τας οποιας συ ηλπιζες.
17И съедят они жатву твою и хлеб твой, съедят сыновей твоих и дочерей твоих, съедят овец твоих и волов твоих, съедят виноград твой и смоквы твои; разрушат мечом укрепленные города твои, на которые ты надеешься.
18Και ομως, εν ταις ημεραις εκειναις, λεγει Κυριος, δεν θελω καμει συντελειαν εις εσας.
18Но и в те дни, говорит Господь, не истреблю вас до конца.
19Και οταν ειπητε, Δια τι εκαμε Κυριος ο Θεος ημων παντα ταυτα εις ημας; τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Καθως με εγκατελιπετε και εδουλευσατε θεους ξενους εν τη γη υμων, ουτω θελετε δουλευσει ξενους εν γη ουχι υμων.
19И если вы скажете: „за что Господь, Бог наш, делает нам все это?",то отвечай: так как вы оставили Меня и служили чужим богам в земле своей,то будете служить чужим в земле не вашей.
20[] Αναγγειλατε τουτο προς τον οικον Ιακωβ και κηρυξατε αυτο εν Ιουδα, λεγοντες;
20Объявите это в доме Иакова и возвестите в Иудее, говоря:
21Ακουσατε τωρα τουτο, λαε μωρε και ασυνετε· οιτινες οφθαλμους εχετε και δεν βλεπετε· ωτα εχετε και δεν ακουετε·
21выслушай это, народ глупый и неразумный, у которого есть глаза, а не видит, у которого есть уши, а не слышит:
22εμε δεν φοβεισθε; λεγει Κυριος· δεν θελετε τρεμει ενωπιον μου, οστις εθεσα την αμμον οριον της θαλασσης κατα προσταγμα αιωνιον, και δεν θελει υπερβη αυτο· και τα κυματα αυτης συνταρασσονται, ομως δεν θελουσιν υπερισχυσει· και ηχουσιν, ομως δεν θελουσιν υπερβη αυτο;
22Меня ли вы не боитесь, говорит Господь, предо Мною ли не трепещете? Я положил песок границею морю, вечным пределом, которого не перейдет; и хотя волны его устремляются, но превозмочь не могут; хотя они бушуют, но переступить его не могут.
23Αλλ' ουτος ο λαος εχει καρδιαν στασιαστικην και απειθη· απεστατησαν και απηλθον.
23А у народа сего сердце буйное и мятежное; они отступили и пошли;
24Και δεν ειπον εν τη καρδια αυτων, Ας φοβηθωμεν τωρα Κυριον τον Θεον ημων, οστις διδει βροχην πρωιμον και οψιμον εν τω καιρω αυτης· φυλαττει δι' ημας τας διωρισμενας εβδομαδας του θερισμου.
24и не сказали в сердце своем: „убоимся Господа Бога нашего, Который дает нам дождь ранний и поздний в свое время, хранит для нас седмицы, назначенные для жатвы".
25[] Αι ανομιαι σας απεστρεψαν ταυτα και αι αμαρτιαι σας εμποδισαν το αγαθον απο σας.
25Беззакония ваши отвратили это, и грехи ваши удалили от вас это доброе.
26Διοτι ευρεθησαν εν τω λαω μου ασεβεις· εστησαν ενεδραν, καθως ο στηνων βροχια· θετουσι παγιδα, συλλαμβανουσιν ανθρωπους.
26Ибо между народом Моим находятся нечестивые: сторожат, как птицеловы, припадают к земле, ставят ловушки и уловляют людей.
27Καθως το κλωβιον ειναι πληρες πτηνων, ουτως οι οικοι αυτων ειναι πληρεις δολου· δια τουτο εμεγαλυνθησαν και επλουτησαν.
27Как клетка, наполненная птицами, домы их полны обмана; чрез это они и возвысились и разбогатели,
28Επαχυνθησαν, αποστιλβουσιν· υπερεβησαν μαλιστα τας πραξεις των ασεβων· δεν κρινουσι την κρισιν, την κρισιν του ορφανου, και ευημερουσι· και το δικαιον των πενητων δεν κρινουσι.
28сделались тучны, жирны, переступили даже всякую меру во зле, не разбирают судебных дел, дел сирот; благоденствуют, и справедливому делу нищих не дают суда.
29Δεν θελω καμει δια ταυτα επισκεψιν; λεγει Κυριος· η ψυχη μου δεν θελει εκδικηθη εναντιον εθνους, τοιουτου;
29Неужели Я не накажу за это? говорит Господь; и не отмстит ли душаМоя такому народу, как этот?
30Εκπληξις και φρικη εγειναν εν τη γη.
30Изумительное и ужасное совершается в сей земле:
31Οι προφηται προφητευουσι ψευδως και οι ιερεις δεσποζουσι δια μεσου αυτων· και ο λαος μου αγαπα ουτω· και τι θελετε καμει εις το μετα ταυτα;
31пророки пророчествуют ложь, и священники господствуют при посредстве их, и народ Мой любит это. Что же вы будете делать послевсего этого?