1[] Εν τω καιρω εκεινω, λεγει Κυριος, θελουσιν εκριψει τα οστα των βασιλεων του Ιουδα και τα οστα των αρχοντων αυτου και τα οστα των ιερεων, και τα οστα των προφητων και τα οστα των κατοικων της Ιερουσαλημ, απο των ταφων αυτων·
1В то время, говорит Господь, выбросят кости царей Иуды, и кости князей его, и кости священников, и кости пророков, и кости жителей Иерусалима из гробов их;
2και θελουσιν απλωσει αυτα κατεναντι του ηλιου και της σεληνης και κατεναντι πασης της στρατιας του ουρανου, τα οποια ηγαπησαν και τα οποια ελατρευσαν και οπισω των οποιων περιεπατησαν και τα οποια εξεζητησαν και τα οποια προσεκυνησαν· δεν θελουσι συναχθη ουδε ταφη· θελουσιν εισθαι δια κοπριαν επι του προσωπου της γης.
2и раскидают их пред солнцем и луною и пред всем воинством небесным, которых они любили и которым служили и в след которых ходили, которых искали и которым поклонялись; не уберут их и не похоронят: они будут навозом на земле.
3Και ο θανατος θελει εισθαι προτιμοτερος παρα την ζωην εις απαν το υπολοιπον των εναπολειφθεντων απο εκεινης της πονηρας γενεας, οσοι ηθελον μεινει εν πασι τοις τοποις, οπου ηθελον εξωσει αυτους, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
3И будут смерть предпочитать жизни все остальные, которыеостанутся от этого злого племени во всех местах, куда Я изгоню их, говорит Господь Саваоф.
4[] Και θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος· Εαν τις πεση, δεν σηκονεται; εαν τις εκκλινη, δεν θελει επιστρεψει;
4И скажи им: так говорит Господь: разве, упав, не встают и, совратившись с дороги, не возвращаются?
5Δια τι ο λαος ουτος της Ιερουσαλημ εστραφη παντοτεινην στροφην; προσηλονονται εις την απατην, αρνουνται να επιστρεψωσιν.
5Для чего этот народ, Иерусалим, находится в упорном отступничестве? они крепко держатся обмана и не хотят обратиться.
6Ηκροασθην και ηκουσα, αλλα δεν ελαλησαν εν ευθυτητι· δεν υπαρχει ουδεις μετανοων απο της κακιας αυτου, λεγων, Τι επραξα; πας τις εστραφη εις την οδον αυτου, ως ιππος εφορμων εις την μαχην.
6Я наблюдал и слушал: не говорят они правды, никто не раскаивается в своем нечестии, никто не говорит: „что я сделал?"; каждый обращаетсяна свой путь, как конь, бросающийся в сражение.
7Και αυτος ο πελαργος εν τω ουρανω γνωριζει τους διωρισμενους καιρους αυτου· και η τρυγων και ο γερανος και η χελιδων φυλαττουσι τον καιρον της ελευσεως αυτων· ο δε λαος μου δεν γνωριζει την κρισιν του Κυριου.
7И аист под небом знает свои определенные времена, и горлица, и ласточка, и журавль наблюдают время, когда им прилететь; а народ Мой незнает определения Господня.
8Πως λεγετε, Ειμεθα σοφοι, και ο νομος του Κυριου ειναι μεθ' ημων; ιδου, βεβαιως εις ματην εγεινε τουτο· ο καλαμος των γραμματεων ειναι ψευδης.
8Как вы говорите: „мы мудры, и закон Господень у нас"? А вот, лживая трость книжников и его превращает в ложь.
9Οι σοφοι κατησχυνθησαν, επτοηθησαν και συνεληφθησαν, διοτι απερριψαν τον λογον του Κυριου· και ποια σοφια ειναι εν αυτοις;
9Посрамились мудрецы, смутились и запутались в сеть: вот, они отвергли слово Господне; в чем же мудрость их?
10Δια τουτο θελω δωσει τας γυναικας αυτων εις αλλους, τους αγρους αυτων εις εκεινους οιτινες θελουσι κληρονομησει αυτους· διοτι πας τις απο μικρου εως μεγαλου εδοθη εις πλεονεξιαν· απο προφητου εως ιερεως, πας τις πραττει ψευδος.
10За то жен их отдам другим, поля их – иным владетелям; потому что все они, от малого до большого, предались корыстолюбию; от пророка до священника - все действуют лживо.
11Διοτι ιατρευσαν το συντριμμα της θυγατρος του λαου μου επιπολαιως, λεγοντες, Ειρηνη, ειρηνη· και δεν υπαρχει ειρηνη.
11И врачуют рану дочери народа Моего легкомысленно, говоря: „мир, мир!", а мира нет.
12Μηπως ησχυνθησαν οτι επραξαν βδελυγμα; μαλιστα ουδολως δεν ησχυνθησαν ουδε ηρυθριασαν· δια τουτο θελουσι πεσει μεταξυ των πιπτοντων· εν τω καιρω της επισκεψεως αυτων θελουσιν απολεσθη, ειπε Κυριος.
12Стыдятся ли они, делая мерзости? нет, они нисколько не стыдятся и не краснеют. За то падут они между падшими; во времяпосещения их будут повержены, говорит Господь.
13[] Εξαπαντος θελω αναλωσει αυτους, λεγει Κυριος· δεν θελουσιν εισθαι σταφυλαι εν τη αμπελω ουδε συκα εν τη συκεα και το φυλλον θελει μαρανθη· και τα αγαθα, τα οποια εδωκα εις αυτους, θελουσι φυγει απ' αυτων.
13До конца оберу их, говорит Господь, не останется ни одной виноградины на лозе, ни смоквы на смоковнице, и лист опадет, и что Я дал им, отойдет от них.
14Δια τι καθημεθα; συναχθητε και ας εισελθωμεν εις τας οχυρας πολεις και ας κατασιωπησωμεν εκει, διοτι Κυριος ο Θεος ημων κατεσιωπησεν ημας και εποτισεν ημας υδωρ χολης, επειδη ημαρτησαμεν εις τον Κυριον.
14„Что мы сидим? собирайтесь, пойдем в укрепленные города, и там погибнем; ибо Господь Бог наш определил нас на погибель и дает нам пить воду с желчью за то, что мы грешили пред Господом".
15Επροσμειναμεν ειρηνην, αλλ' ουδεν αγαθον· καιρον θεραπειας, αλλ' ιδου, ταραχη.
15Ждем мира, а ничего доброго нет, – времени исцеления, и вот ужасы.
16Το φρυαγμα των ιππων αυτου ηκουσθη απο Δαν· πασα η γη εσεισθη απο του ηχου του χρεμετισμου των ρωμαλεων ιππων αυτου· διοτι ηλθον και κατεφαγον την γην και το πληρωμα αυτης· την πολιν και τους κατοικουντας εν αυτη·
16От Дана слышен храп коней его, от громкого ржания жеребцов егодрожит вся земля; и придут и истребят землю и все, что на ней, город и живущих в нем.
17διοτι, ιδου, εγω εξαποστελλω προς εσας οφεις, βασιλισκους, οιτινες δεν θελουσι γοητευεσθαι αλλα θελουσι σας δαγκανει, λεγει Κυριος.
17Ибо вот, Я пошлю на вас змеев, василисков, против которых нет заговариванья, и они будут уязвлять вас, говорит Господь.
18Ηθελησα να παρηγορηθω απο της λυπης, αλλ' η καρδια μου ειναι εκλελυμενη εντος μου.
18Когда утешусь я в горести моей! сердце мое изныло во мне.
19Ιδου, φωνη κραυγης της θυγατρος του λαου μου απο γης μακρας. Δεν ειναι ο Κυριος εν Σιων; ο βασιλευς αυτης δεν ειναι εν αυτη; Δια τι με παρωργισαν με τα γλυπτα αυτων, με ματαιοτητας ξενας;
19Вот, слышу вопль дщери народа Моего из дальней страны: разве нет Господа на Сионе? разве нет Царя его на нем? – Зачем они подвигли Меня на гнев своими идолами, чужеземными, ничтожными?
20Παρηλθεν ο θερισμος, ετελειωσε το θερος, και ημεις δεν εσωθημεν.
20Прошла жатва, кончилось лето, а мы не спасены.
21Δια το συντριμμα της θυγατρος του λαου μου επληγωθην, ειμαι εις πενθος, εκπληξις με κατελαβε.
21О сокрушении дщери народа моего я сокрушаюсь, хожу мрачен, ужас объял меня.
22Δεν ειναι βαλσαμον εν Γαλααδ; δεν ειναι εκει ιατρος; δια τι λοιπον η θυγατηρ του λαου μου δεν ανελαβε την υγειαν αυτης;
22Разве нет бальзама в Галааде? разве нет там врача? Отчего же нетисцеления дщери народа моего?