Greek: Modern

Russian 1876

Joel

1

1[] Ο λογος του Κυριου ο γενομενος προς Ιωηλ τον υιον του Φαθουηλ.
1Слово Господне, которое было к Иоилю, сыну Вафуила.
2Ακουσατε τουτο, οι πρεσβυτεροι, και δοτε ακροασιν, παντες οι κατοικουντες την γην· εγεινε τουτο εν ταις ημεραις υμων η εν ταις ημεραις των πατερων υμων;
2Слушайте это, старцы, и внимайте, все жители земли сей: бывало литакое во дни ваши, или во дни отцов ваших?
3Διηγηθητε προς τα τεκνα σας περι τουτου και τα τεκνα σας προς τα τεκνα αυτων και τα τεκνα αυτων προς αλλην γενεαν.
3Передайте об этом детям вашим; а дети ваши пусть скажут своим детям, а их дети следующему роду:
4Ο, τι αφηκεν η καμπη, κατεφαγεν η ακρις· και ο, τι αφηκεν η ακρις, κατεφαγεν ο βρουχος· και ο, τι αφηκεν ο βρουχος, κατεφαγεν η ερυσιβη.
4оставшееся от гусеницы ела саранча, оставшееся от саранчи ели черви, а оставшееся от червей доели жуки.
5Ανανηψατε, μεθυσοι, και κλαυσατε, και ολολυξατε, παντες οι οινοποται, δια τον νεον οινον· διοτι αφηρεθη απο του στοματος σας.
5Пробудитесь, пьяницы, и плачьте и рыдайте, все пьющие вино, о виноградном соке, ибо он отнят от уст ваших!
6Επειδη εθνος ανεβη επι την γην μου, ισχυρον και αναριθμητον, του οποιου οι οδοντες ειναι οδοντες λεοντος, και εχει μυλοδοντας σκυμνου.
6Ибо пришел на землю Мою народ сильный и бесчисленный; зубы у него – зубы львиные, и челюсти у него – как у львицы.
7Εθεσε την αμπελον μου εις αφανισμον και τας συκας μου εις θραυσιν· ολως εξελεπισεν αυτην και απερριψε· τα κληματα αυτης εμειναν λευκα.
7Опустошил он виноградную лозу Мою, и смоковницу Мою обломал, ободрал ее догола, и бросил; сделались белыми ветви ее.
8[] Θρηνησον ως νυμφη περιεζωσμενη σακκον δια τον ανδρα της νεοτητος αυτης.
8Рыдай, как молодая жена, препоясавшись вретищем , о муже юности своей!
9Η προσφορα και η σπονδη αφηρεθη απο του οικου του Κυριου· πενθουσιν οι ιερεις, οι λειτουργοι του Κυριου.
9Прекратилось хлебное приношение и возлияние в доме Господнем; плачут священники, служители Господни.
10Ηρημωθη η πεδιας, πενθει η γη· διοτι ηφανισθη ο σιτος, εξηρανθη ο νεος οινος, εξελιπε το ελαιον.
10Опустошено поле, сетует земля; ибо истреблен хлеб, высох виноградный сок, завяла маслина.
11Αισχυνθητε, γεωργοι· ολολυξατε, αμπελουργοι, δια τον σιτον και δια την κριθην· διοτι ο θερισμος του αγρου απωλεσθη.
11Краснейте от стыда, земледельцы, рыдайте, виноградари, о пшенице и ячмене, потому что погибла жатва в поле,
12Η αμπελος εξηρανθη και η συκη εξελιπεν· η ροιδια και ο φοινιξ και η μηλεα, παντα τα δενδρα του αγρου εξηρανθησαν, ωστε εξελιπεν η χαρα απο των υιων των ανθρωπων.
12засохла виноградная лоза и смоковница завяла; гранатовое дерево, пальма и яблоня, все дерева в поле посохли;потому и веселье у сынов человеческих исчезло.
13Περιζωσθητε και θρηνειτε, ιερεις· ολολυζετε, λειτουργοι του θυσιαστηριου· ελθετε, διανυκτερευσατε εν σακκω, λειτουργοι του Θεου μου· διοτι η προσφορα και η σπονδη επαυθη απο του οικου του Θεου σας.
13Препояшьтесь вретищем и плачьте, священники! рыдайте, служители алтаря! войдите, ночуйте во вретищах, служители Бога моего! ибо не стало в доме Бога вашего хлебного приношения и возлияния.
14[] Αγιασατε νηστειαν, κηρυξατε συναξιν επισημον, συναξατε τους πρεσβυτερους, παντας τους κατοικους του τοπου, εις τον οικον Κυριου του Θεου σας· και βοησατε προς τον Κυριον,
14Назначьте пост, объявите торжественное собрание,созовите старцев и всех жителей страны сей в дом Господа Бога вашего, ивзывайте к Господу.
15Οιμοι δια την ημεραν εκεινην· διοτι η ημερα του Κυριου επλησιασε και θελει ελθει ως ολεθρος απο του Παντοδυναμου.
15О, какой день! ибо день Господень близок; как опустошение от Всемогущего придет он.
16Δεν αφηρεθησαν αι τροφαι απ' εμπροσθεν των οφθαλμων ημων, η ευφροσυνη και η χαρα απο του οικου του Θεου ημων;
16Не пред нашими ли глазами отнимается пища, от дома Бога нашего – веселье и радость?
17Οι σποροι φθειρονται υπο τους βωλους αυτων, αι σιτοθηκαι ηρημωθησαν, αι αποθηκαι εχαλασθησαν· διοτι ο σιτος εξηρανθη.
17Истлели зерна под глыбами своими, опустели житницы, разрушены кладовые, ибо не стало хлеба.
18Πως στεναζουσι τα κτηνη· αδημονουσιν αι αγελαι των βοων, διοτι δεν εχουσι βοσκην· ναι, τα ποιμνια των προβατων ηφανισθησαν.
18Как стонет скот! уныло ходят стада волов, ибо нет для них пажити;томятся и стада овец.
19Κυριε, προς σε θελω βοησει· διοτι το πυρ κατηναλωσε τας βοσκας της ερημου και η φλοξ κατεκαυσε παντα τα δενδρα του αγρου.
19К Тебе, Господи, взываю; ибо огонь пожрал злачные пастбища пустыни, и пламя попалило все дерева в поле.
20Τα κτηνη ετι της πεδιαδος χασκουσι προς σε· διοτι εξηρανθησαν οι ρυακες των υδατων και πυρ κατεφαγε τας βοσκας της ερημου.
20Даже и животные на поле взывают к Тебе, потому что иссохли потоки вод, и огонь истребил пастбища пустыни.