Greek: Modern

Russian 1876

John

8

1[] Ο δε Ιησους υπηγεν εις το ορος των Ελαιων.
1Иисус же пошел на гору Елеонскую.
2Και την αυγην ηλθε παλιν εις το ιερον, και πας ο λαος ηρχετο προς αυτον· και καθησας εδιδασκεν αυτους.
2А утром опять пришел в храм, и весь народ шел к Нему. Он сел и учил их.
3Φερουσι δε προς αυτον οι γραμματεις και οι Φαρισαιοι γυναικα συλληφθεισαν επι μοιχεια, και στησαντες αυτην εν τω μεσω,
3Тут книжники и фарисеи привели к Нему женщину, взятую в прелюбодеянии, и, поставив ее посреди,
4λεγουσι προς αυτον· Διδασκαλε, αυτη η γυνη συνεληφθη επ' αυτοφωρω μοιχευομενη.
4сказали Ему: Учитель! эта женщина взята в прелюбодеянии;
5Εν δε τω νομω ο Μωυσης προσεταξεν ημας να λιθοβολωνται αι τοιαυται· συ λοιπον τι λεγεις;
5а Моисей в законе заповедал нам побивать таких камнями: Ты что скажешь?
6Ελεγον δε τουτο δοκιμαζοντες αυτον, δια να εχωσι ινα κατηγορωσιν αυτον. Ο δε Ιησους κυψας κατω, εγραφε δια του δακτυλου εις την γην.
6Говорили же это, искушая Его, чтобы найти что-нибудь к обвинению Его. Но Иисус, наклонившись низко, писал перстом на земле, не обращая на них внимания.
7Και επειδη επεμενον ερωτωντες αυτον, ανακυψας ειπε προς αυτους· Οστις απο σας ειναι αναμαρτητος, πρωτος ας ριψη τον λιθον επ' αυτην.
7Когда же продолжали спрашивать Его, Он, восклонившись,сказал им: кто из вас без греха, первый брось на нее камень.
8Και παλιν κυψας κατω εγραφεν εις την γην.
8И опять, наклонившись низко, писал на земле.
9Εκεινοι δε ακουσαντες, εξηρχοντο εις εκαστος, αρχισαντες απο των πρεσβυτερων εως των εσχατων· και εμεινε μονος ο Ιησους και η γυνη ισταμενη εν τω μεσω.
9Они же, услышав то и будучи обличаемы совестью, стали уходить один за другим, начиная от старших до последних; и остался один Иисус и женщина, стоящая посреди.
10Ανακυψας δε ο Ιησους, ειπε προς αυτην· Γυναι, που ειναι εκεινοι οι κατηγοροι σου; δεν σε κατεδικασεν ουδεις;
10Иисус, восклонившись и не видя никого, кроме женщины, сказал ей: женщина! где твои обвинители? никто не осудил тебя?
11Και εκεινη ειπεν· Ουδεις, Κυριε. Και ο Ιησους ειπε προς αυτην· Ουδε εγω σε καταδικαζω· υπαγε, και εις το εξης μη αμαρτανε.
11Она отвечала: никто, Господи. Иисус сказал ей: и Я не осуждаю тебя; иди и впредь не греши.
12[] Παλιν λοιπον ο Ιησους ελαλησε προς αυτους λεγων· Εγω ειμαι το φως του κοσμου· οστις ακολουθει εμε δεν θελει περιπατησει εις το σκοτος, αλλα θελει εχει το φως της ζωης.
12Опять говорил Иисус к народу и сказал им: Я свет миру; кто последует за Мною, тот не будет ходить во тьме, но будет иметь свет жизни.
13Ειπον λοιπον προς αυτον οι Φαρισαιοι· Συ περι σεαυτου μαρτυρεις· η μαρτυρια σου δεν ειναι αληθης.
13Тогда фарисеи сказали Ему: Ты Сам о Себе свидетельствуешь, свидетельство Твое не истинно.
14Απεκριθη ο Ιησους και ειπε προς αυτους· Και αν εγω μαρτυρω περι εμαυτου, η μαρτυρια μου ειναι αληθης, διοτι εξευρω ποθεν ηλθον και που υπαγω· σεις ομως δεν εξευρετε ποθεν ερχομαι και που υπαγω.
14Иисус сказал им в ответ: если Я и Сам о Себе свидетельствую, свидетельство Моеистинно; потому что Я знаю, откуда пришел и куда иду; а вы не знаете, откуда Я и куда иду.
15Σεις κατα την σαρκα κρινετε· εγω δεν κρινω ουδενα.
15Вы судите по плоти; Я не сужу никого.
16Αλλα και εαν εγω κρινω, η κρισις η εμη ειναι αληθης, διοτι μονος δεν ειμαι, αλλ' εγω και ο Πατηρ ο πεμψας με.
16А если и сужу Я, то суд Мой истинен, потому что Я не один, но Я и Отец, пославший Меня.
17Και εν τω νομω δε υμων ειναι γεγραμμενον οτι δυο ανθρωπων η μαρτυρια ειναι αληθινη.
17А и в законе вашем написано, что двух человек свидетельство истинно.
18Εγω ειμαι ο μαρτυρων περι εμαυτου, και ο πεμψας με Πατηρ μαρτυρει περι εμου.
18Я Сам свидетельствую о Себе, и свидетельствует о Мне Отец, пославший Меня.
19Ελεγον λοιπον προς αυτον· Που ειναι ο Πατηρ σου; Απεκριθη ο Ιησους· Ουτε εμε εξευρετε ουτε τον Πατερα μου· εαν ηξευρετε εμε, ηθελετε εξευρει και τον Πατερα μου.
19Тогда сказали Ему: где Твой Отец? Иисус отвечал: вы не знаете ни Меня, ни Отца Моего; если бы вы знали Меня, то знали бы и Отца Моего.
20Τουτους τους λογους ελαλησεν ο Ιησους εν τω θησαυροφυλακιω, διδασκων εν τω ιερω, και ουδεις επιασεν αυτον, διοτι δεν ειχεν ελθει ετι η ωρα αυτου.
20Сии слова говорил Иисус у сокровищницы, когда училв храме; и никто не взял Его, потому что еще не пришел час Его.
21[] Ειπε λοιπον παλιν προς αυτους ο Ιησους· Εγω υπαγω και θελετε με ζητησει, και θελετε αποθανει εν τη αμαρτια υμων· οπου εγω υπαγω, σεις δεν δυνασθε να ελθητε.
21Опять сказал им Иисус: Я отхожу, и будете искать Меня, и умрете во грехевашем. Куда Я иду, туда вы не можете придти.
22Ελεγον λοιπον οι Ιουδαιοι· Μηπως θελει θανατωσει εαυτον, και δια τουτο λεγει, Οπου εγω υπαγω, σεις δεν δυνασθε να ελθητε;
22Тут Иудеи говорили: неужели Он убьет Сам Себя, что говорит: „куда Я иду, вы не можете придти"?
23Και ειπε προς αυτους· Σεις εισθε εκ των κατω, εγω ειμαι εκ των ανω· σεις εισθε εκ του κοσμου τουτου, εγω δεν ειμαι εκ του κοσμου τουτου.
23Он сказал им: вы от нижних, Я от вышних; вы от мира сего, Я не от сего мира.
24Σας ειπον λοιπον οτι θελετε αποθανει εν ταις αμαρτιαις υμων· διοτι εαν δεν πιστευσητε οτι εγω ειμαι, θελετε αποθανει εν ταις αμαρτιαις υμων.
24Потому Я и сказал вам, что вы умрете во грехах ваших; ибо если не уверуете, что это Я, то умрете во грехах ваших.
25Ελεγον λοιπον προς αυτον· Συ τις εισαι; και ειπε προς αυτους ο Ιησους· Ο, τι σας λεγω απ' αρχης.
25Тогда сказали Ему: кто же Ты? Иисус сказал им: от начала Сущий, как и говорю вам.
26Πολλα εχω να λεγω και να κρινω περι υμων· αλλ' ο πεμψας με ειναι αληθης, και εγω οσα ηκουσα παρ' αυτου, ταυτα λεγω εις τον κοσμον.
26Много имею говорить и судить о вас; но Пославший Меня есть истинен, и что Я слышал от Него, то и говорю миру.
27δεν ενοησαν οτι ελεγε προς αυτους περι του Πατρος.
27Не поняли, что Он говорил им об Отце.
28Ειπε λοιπον προς αυτους ο Ιησους· Οταν υψωσητε τον Υιον του ανθρωπου, τοτε θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι, και απ' εμαυτου δεν καμνω ουδεν, αλλα καθως με εδιδαξεν ο Πατηρ μου, ταυτα λαλω.
28Итак Иисус сказал им: когда вознесете Сына Человеческого, тогда узнаете, что это Я и что ничего не делаю от Себя, но как научил Меня Отец Мой, так и говорю.
29Και ο πεμψας με ειναι μετ' εμου· δεν με αφηκεν ο Πατηρ μονον, διοτι εγω καμνω παντοτε τα αρεστα εις αυτον.
29Пославший Меня есть со Мною; Отец не оставил Меня одного, ибо Я всегда делаю то, что Емуугодно.
30Ενω ελαλει ταυτα, πολλοι επιστευσαν εις αυτον.
30Когда Он говорил это, многие уверовали в Него.
31[] Ελεγε λοιπον ο Ιησους προς τους Ιουδαιους τους πιστευσαντας εις αυτον· Εαν σεις μεινητε εν τω λογω τω εμω, εισθε αληθως μαθηται μου,
31Тогда сказал Иисус к уверовавшим в Него Иудеям: если пребудете в слове Моем, то вы истинно Мои ученики,
32και θελετε γνωρισει την αληθειαν, και η αληθεια θελει σας ελευθερωσει.
32и познаете истину, и истина сделает вас свободными.
33Απεκριθησαν προς αυτον· Σπερμα του Αβρααμ ειμεθα, και δεν εγειναμεν δουλοι εις ουδενα πωποτε· πως συ λεγεις οτι θελετε γεινει ελευθεροι;
33Ему отвечали: мы семя Авраамово и не были рабами никому никогда; как же Ты говоришь: сделаетесь свободными?
34Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους· Αληθως, αληθως σας λεγω οτι πας οστις πραττει την αμαρτιαν δουλος ειναι της αμαρτιας.
34Иисус отвечал им: истинно, истинно говорю вам: всякий, делающий грех, есть раб греха.
35Ο δε δουλος δεν μενει παντοτε εν τη οικια· ο υιος μενει παντοτε.
35Но раб не пребывает в доме вечно; сын пребывает вечно.
36Εαν λοιπον ο Υιος σας ελευθερωση, οντως ελευθεροι θελετε εισθαι.
36Итак, если Сын освободит вас, то истинно свободны будете.
37Εξευρω οτι εισθε σπερμα του Αβρααμ· αλλα ζητειτε να με θανατωσητε, διοτι ο λογος ο εμος δεν χωρει εις εσας.
37Знаю, что вы семя Авраамово; однако ищете убить Меня, потому что слово Мое не вмещается в вас.
38[] Εγω λαλω ο, τι ειδον πλησιον του Πατρος μου· και σεις ομοιως καμνετε ο, τι ειδετε πλησιον του πατρος σας.
38Я говорю то, что видел у Отца Моего; а вы делаете то, что видели у отца вашего.
39Απεκριθησαν και ειπον προς αυτον· Ο πατηρ ημων ειναι ο Αβρααμ. Λεγει προς αυτους ο Ιησους· Εαν ησθε τεκνα του Αβρααμ, τα εργα του Αβρααμ ηθελετε καμνει.
39Сказали Ему в ответ: отец наш есть Авраам. Иисус сказал им: если бы вы былидети Авраама, то дела Авраамовы делали бы.
40Τωρα δε ζητειτε να με θανατωσητε, ανθρωπον οστις σας ελαλησα την αληθειαν, την οποιαν ηκουσα παρα του Θεου· τουτο ο Αβρααμ δεν εκαμε.
40А теперь ищете убить Меня, Человека, сказавшего вам истину, которую слышал от Бога: Авраам этого не делал.
41Σεις καμνετε τα εργα του πατρος σας. Ειπον λοιπον προς αυτον· ημεις δεν εγεννηθημεν εκ πορνειας· ενα Πατερα εχομεν, τον Θεον.
41Вы делаете дела отца вашего. На этосказали Ему: мы не от любодеяния рождены; одного Отца имеем, Бога.
42Ειπε λοιπον προς αυτους ο Ιησους· Εαν ο Θεος ητο Πατηρ σας, ηθελετε αγαπα εμε· διοτι εγω εκ του Θεου εξηλθον και ερχομαι· επειδη δεν ηλθον απ' εμαυτου, αλλ' εκεινος με απεστειλε.
42Иисус сказал им: если бы Бог был Отец ваш, то вы любили бы Меня, потому что Я от Бога исшел и пришел; ибо Я не Сам от Себя пришел, но Он послал Меня.
43Δια τι δεν γνωριζετε την λαλιαν μου; διοτι δεν δυνασθε να ακουητε τον λογον μου.
43Почему вы не понимаете речи Моей? Потому что не можете слышать слова Моего.
44Σεις εισθε εκ πατρος του διαβολου και τας επιθυμιας του πατρος σας θελετε να πραττητε. Εκεινος ητο απ' αρχης ανθρωποκτονος και δεν μενει εν τη αληθεια, διοτι αληθεια δεν υπαρχει εν αυτω· οταν λαλη το ψευδος, εκ των ιδιων λαλει, διοτι ειναι ψευστης και ο πατηρ αυτου του ψευδους.
44Ваш отец диавол; и вы хотите исполнять похоти отца вашего. Он был человекоубийца от начала и не устоял в истине, ибо нет в нем истины. Когда говорит он ложь, говорит свое, ибо он лжец иотец лжи.
45Εγω δε διοτι λεγω την αληθειαν, δεν με πιστευετε.
45А как Я истину говорю, то не верите Мне.
46[] Τις απο σας με ελεγχει περι αμαρτιας; εαν δε αληθειαν λεγω, δια τι σεις δεν με πιστευετε;
46Кто из вас обличит Меня в неправде? Если же Я говорю истину, почему вы не верите Мне?
47Οστις ειναι εκ του Θεου, τους λογους του Θεου ακουει· δια τουτο σεις δεν ακουετε, διοτι εκ του Θεου δεν εισθε.
47Кто от Бога, тот слушает слова Божии. Вы потому не слушаете, что вы не от Бога.
48Απεκριθησαν λοιπον οι Ιουδαιοι και ειπον προς αυτον· Δεν λεγομεν ημεις καλως οτι Σαμαρειτης εισαι συ και δαιμονιον εχεις;
48На это Иудеи отвечали и сказали Ему: не правду ли мы говорим, что Ты Самарянин и что бес в Тебе?
49Απεκριθη ο Ιησους· Εγω δαιμονιον δεν εχω, αλλα τιμω τον Πατερα μου, και σεις με ατιμαζετε.
49Иисус отвечал: во Мне беса нет; но Я чту Отца Моего, а вы бесчестите Меня.
50Και εγω δεν ζητω την δοξαν μου· υπαρχει ο ζητων και κρινων.
50Впрочем Я не ищу Моей славы: есть Ищущий и Судящий.
51[] Αληθως, αληθως σας λεγω· Εαν τις φυλαξη τον λογον μου, θανατον δεν θελει ιδει εις τον αιωνα.
51Истинно, истинно говорю вам: кто соблюдет слово Мое, тот не увидит смерти вовек.
52Ειπον λοιπον προς αυτον οι Ιουδαιοι· Τωρα κατελαβομεν οτι δαιμονιον εχεις. Ο Αβρααμ απεθανε και οι προφηται, και συ λεγεις· Εαν τις φυλαξη τον λογον μου, δεν θελει γευθη θανατον εις τον αιωνα.
52Иудеи сказали Ему: теперь узнали мы, что бес в Тебе. Авраам умер и пророки, а Ты говоришь: кто соблюдет слово Мое, тот не вкусит смерти вовек.
53Μηπως συ εισαι μεγαλητερος του πατρος ημων Αβρααμ, οστις απεθανε; και οι προφηται απεθανον· συ τινα καμνεις σεαυτον;
53Неужели Ты больше отца нашего Авраама, который умер? и пророки умерли: чем Ты Себя делаешь?
54Απεκριθη ο Ιησους· Εαν εγω δοξαζω εμαυτον, η δοξα μου ειναι ουδεν· ο Πατηρ μου ειναι οστις με δοξαζει, τον οποιον σεις λεγετε οτι ειναι Θεος σας.
54Иисус отвечал: если Я Сам Себя славлю, то слава Моя ничто. Меня прославляет Отец Мой, о Котором вы говорите, что Он Бог ваш.
55Και δεν εγνωρισατε αυτον εγω ομως γνωριζω αυτον· και εαν ειπω οτι δεν γνωριζω αυτον, θελω εισθαι ομοιος σας ψευστης· αλλα γνωριζω αυτον και τον λογον αυτου φυλαττω.
55И вы не познали Его, а Я знаю Его;и если скажу, что не знаю Его, то будуподобный вам лжец. Но Я знаю Его и соблюдаю слово Его.
56Ο Αβρααμ ο πατηρ σας ειχεν αγαλλιασιν να ιδη την ημεραν την εμην και ειδε και εχαρη.
56Авраам, отец ваш, рад был увидеть день Мой; и увидел и возрадовался.
57Ειπον λοιπον οι Ιουδαιοι προς αυτον· Πεντηκοντα ετη δεν εχεις ετι, και ειδες τον Αβρααμ;
57На это сказали Ему Иудеи: Тебе нет еще пятидесяти лет, – и Ты видел Авраама?
58Ειπε προς αυτους ο Ιησους· Αληθως, αληθως σας λεγω· Πριν γεινη ο Αβρααμ, εγω ειμαι.
58Иисус сказал им: истинно, истинно говорю вам: прежде нежели был Авраам, Я есмь.
59Εσηκωσαν λοιπον λιθους δια να ριψωσι κατ' αυτου· πλην ο Ιησους εκρυβη και εξηλθεν εκ του ιερου περασας δια μεσον αυτων, και ουτως ανεχωρησε.
59Тогда взяли каменья, чтобы бросить на Него; но Иисус скрылся и вышел из храма, пройдя посреди них, и пошел далее.