1[] Και εν μια των ημερων εκεινων, ενω αυτος εδιδασκε τον λαον εν τω ιερω, και ευηγγελιζετο, ηλθον εξαιφνης οι αρχιερεις και οι γραμματεις μετα των πρεσβυτερων
1В один из тех дней, когда Он учил народ в храме и благовествовал, приступили первосвященники и книжники со старейшинами,
2και ειπον προς αυτον, λεγοντες· Ειπε προς ημας εν ποια εξουσια πραττεις ταυτα, η τις ειναι οστις σοι εδωκε την εξουσιαν ταυτην;
2и сказали Ему: скажи нам, какоювластью Ты это делаешь, или кто дал Тебе власть сию?
3Αποκριθεις δε ειπε προς αυτους· Θελω σας ερωτησει και εγω ενα λογον, και ειπατε μοι·
3Он сказал им в ответ: спрошу и Я вас об одном, и скажите Мне:
4το βαπτισμα του Ιωαννου εξ ουρανου ητο η εξ ανθρωπων;
4крещение Иоанново с небес было, или от человеков?
5Οι δε εσυλλογισθησαν καθ' εαυτους λεγοντες, οτι Εαν ειπωμεν, Εξ ουρανου, θελει ειπει, Δια τι λοιπον δεν επιστευσατε εις αυτον;
5Они же, рассуждая между собою, говорили: если скажем: с небес, то скажет: почему же вы не поверили ему?
6Εαν δε ειπωμεν, Εξ ανθρωπων, πας ο λαος θελει μας λιθοβολησει· επειδη ειναι πεπεισμενοι οτι ο Ιωαννης ειναι προφητης.
6а если скажем: от человеков, то весь народ побьет нас камнями, ибо он уверен, что Иоанн есть пророк.
7Και απεκριθησαν οτι δεν εξευρουσι ποθεν ητο.
7И отвечали: не знаем откуда.
8Και ο Ιησους ειπε προς αυτους· Ουδε εγω σας λεγω εν ποια εξουσια πραττω ταυτα.
8Иисус сказал им: и Я не скажу вам, какою властью это делаю.
9[] Ηρχισε δε να λεγη προς τον λαον την παραβολην ταυτην· Ανθρωπος τις εφυτευσεν αμπελωνα, και εμισθωσεν αυτον εις γεωργους, και απεδημησε πολυν καιρον.
9И начал Он говорить к народу притчу сию: один человек насадил виноградник и отдал его виноградарям, и отлучился на долгое время;
10Και εν τω καιρω των καρπων απεστειλε προς τους γεωργους δουλον δια να δωσωσιν εις αυτον απο του καρπου του αμπελωνος· οι γεωργοι ομως δειραντες αυτον εξαπεστειλαν κενον·
10и в свое время послал к виноградарям раба, чтобы онидали ему плодов из виноградника; но виноградари, прибив его, отослали ни с чем.
11Και παλιν επεμψεν αλλον δουλον. Πλην αυτοι δειραντες και εκεινον και ατιμασαντες εξαπεστειλαν κενον.
11Еще послал другого раба; но они и этого, прибив и обругав, отослали ни с чем.
12Και παλιν επεμψε τριτον. Αλλ' εκεινοι και τουτον πληγωσαντες απεδιωξαν.
12И еще послал третьего; но они и того, изранив, выгнали.
13Ειπε δε ο κυριος του αμπελωνος· Τι να καμω; ας πεμψω τον υιον μου τον αγαπητον· ισως ιδοντες τουτον θελουσιν εντραπει.
13Тогда сказал господин виноградника: что мне делать? Пошлю сына моего возлюбленного; может быть, увидев его, постыдятся.
14Πλην ιδοντες αυτον οι γεωργοι, διελογιζοντο καθ' εαυτους λεγοντες· Ουτος ειναι ο κληρονομος· ελθετε ας φονευσωμεν αυτον, δια να γεινη ημων η κληρονομια.
14Но виноградари, увидев его, рассуждали между собою,говоря: это наследник; пойдем, убьем его, и наследство его будет наше.
15Και εκβαλοντες αυτον εξω του αμπελωνος, εφονευσαν· Τι λοιπον θελει καμει εις αυτους ο κυριος του αμπελωνος;
15И, выведя его вон из виноградника, убили. Что же сделает с ними господин виноградника?
16Θελει ελθει και απολεσει τους γεωργους τουτους, και θελει δωσει τον αμπελωνα εις αλλους. Ακουσαντες δε ειπον· Μη γενοιτο.
16Придет и погубит виноградарей тех, и отдаст виноградник другим. Слышавшие же это сказали: да не будет!
17Ο δε εμβλεψας εις αυτους ειπε· Τι λοιπον ειναι τουτο το γεγραμμενον, Ο λιθος, τον οποιον απεδοκιμασαν οι οικοδομουντες, ουτος εγεινε κεφαλη γωνιας;
17Но Он, взглянув на них, сказал: что значит сие написанное: камень, который отвергли строители, тот самый сделался главою угла?
18Πας οστις πεση επι τον λιθον εκεινον θελει συντριφθη· εις οντινα δε επιπεση, θελει κατασυντριψει αυτον.
18Всякий, кто упадет на тот камень,разобьется, а на кого он упадет, того раздавит.
19Και εζητησαν οι αρχιερεις και οι γραμματεις να βαλωσιν επ' αυτον τας χειρας εν αυτη τη ωρα, πλην εφοβηθησαν τον λαον· διοτι ηνοησαν οτι προς αυτους ειπε την παραβολην ταυτην.
19И искали в это время первосвященники и книжники, чтобыналожить на Него руки, но побоялись народа, ибо поняли, что о них сказал Он эту притчу.
20[] Και παραφυλαξαντες απεστειλαν ενεδρευτας, υποκρινομενους οτι ειναι δικαιοι, επι σκοπω να πιασωσιν αυτον απο λογου, δια να παραδωσωσιν αυτον εις την αρχην και εις την εξουσιαν του ηγεμονος.
20И, наблюдая за Ним, подослали лукавых людей, которые,притворившись благочестивыми, уловили бы Его в каком-либо слове, чтобы предать Его начальству и власти правителя.
21Και ηρωτησαν αυτον λεγοντες· Διδασκαλε, εξευρομεν οτι ορθως ομιλεις και διδασκεις και δεν βλεπεις εις προσωπον, αλλ' επ' αληθειας την οδον του Θεου διδασκεις·
21И они спросили Его: Учитель! мы знаем, что Ты правдиво говоришь и учишь и не смотришь на лице, но истинно пути Божию учишь;
22ειναι συγκεχωρημενον εις ημας να δωσωμεν φορον εις τον Καισαρα η ουχι;
22позволительно ли нам давать подать кесарю, или нет?
23Εννοησας δε την πανουργιαν αυτων, ειπε προς αυτους· Τι με πειραζετε;
23Он же, уразумев лукавство их, сказал им: что вы Меня искушаете?
24δειξατε μοι δηναριον· τινος εικονα εχει και επιγραφην; Και αποκριθεντες ειπον· Του Καισαρος.
24Покажите Мне динарий: чье на нем изображение и надпись? Они отвечали: кесаревы.
25Ο δε ειπε προς αυτους· Αποδοτε λοιπον τα του Καισαρος εις τον Καισαρα και τα του Θεου εις τον Θεον.
25Он сказал им: итак, отдавайте кесарево кесарю, а Божие Богу.
26Και δεν ηδυνηθησαν να πιασωσιν αυτον απο λογου εμπροσθεν του λαου, και θαυμασαντες δια την αποκρισιν αυτου εσιωπησαν.
26И не могли уловить Его в слове перед народом, и, удивившись ответу Его, замолчали.
27[] Προσελθοντες δε τινες των Σαδδουκαιων, οιτινες αρνουνται οτι ειναι αναστασις, ηρωτησαν αυτον,
27Тогда пришли некоторые из саддукеев, отвергающих воскресение, и спросили Его:
28λεγοντες· Διδασκαλε, ο Μωυσης μας εγραψεν· Εαν τινος ο αδελφος αποθανη εχων γυναικα, και ουτος αποθανη ατεκνος, να λαβη ο αδελφος αυτου την γυναικα και να εξαναστηση σπερμα εις τον αδελφον αυτου.
28Учитель! Моисей написал нам, что если у кого умретбрат, имевший жену, и умрет бездетным, то брат его должен взять его жену и восставить семя брату своему.
29Ησαν λοιπον επτα αδελφοι· και ο πρωτος λαβων γυναικα, απεθανεν ατεκνος·
29Было семь братьев, первый, взяв жену, умер бездетным;
30και ελαβεν ο δευτερος την γυναικα, και ουτος απεθανεν ατεκνος·
30взял ту жену второй, и тот умер бездетным;
31και ο τριτος ελαβεν αυτην· ωσαυτως δε και οι επτα· και δεν αφηκαν τεκνα, και απεθανον.
31взял ее третий; также и все семеро, и умерли, не оставив детей;
32Υστερον δε παντων απεθανε και η γυνη.
32после всех умерла и жена;
33Εν τη αναστασει λοιπον τινος αυτων γινεται γυνη; διοτι και οι επτα ελαβον αυτην γυναικα.
33итак, в воскресение которого из них будет она женою, ибо семеро имели ее женою?
34Και ο Ιησους αποκριθεις ειπε προς αυτους· οι υιοι του αιωνος τουτου νυμφευουσι και νυμφευονται·
34Иисус сказал им в ответ: чада века сего женятся и выходят замуж;
35οι δε καταξιωθεντες να απολαυσωσιν εκεινον τον αιωνα και την εκ νεκρων αναστασιν ουτε νυμφευουσιν ουτε νυμφευονται·
35а сподобившиеся достигнуть того века и воскресения из мертвых ни женятся, ни замуж не выходят,
36διοτι ουτε να αποθανωσι πλεον δυνανται· επειδη ειναι ισαγγελοι και ειναι υιοι του Θεου, οντες υιοι της αναστασεως.
36и умереть уже не могут, ибо они равны Ангелам и суть сыны Божии, будучи сынами воскресения.
37Οτι δε εγειρονται οι νεκροι, και ο Μωυσης εφανερωσεν επι της βατου, οτε λεγει Κυριον τον Θεον του Αβρααμ και τον Θεον του Ισαακ και τον Θεον του Ιακωβ.
37А что мертвые воскреснут, и Моисей показал при купине, когда назвал Господа Богом Авраама и Богом Исаака и Богом Иакова.
38Ο δε Θεος δεν ειναι νεκρων, αλλα ζωντων· διοτι παντες ζωσι εν αυτω.
38Бог же не есть Бог мертвых, но живых, ибо у Него все живы.
39[] Αποκριθεντες δε τινες των γραμματεων ειπον· Διδασκαλε, καλως ειπας.
39На это некоторые из книжников сказали:Учитель! Ты хорошо сказал.
40Και δεν ετολμων πλεον να ερωτωσιν αυτον ουδεν.
40И уже не смели спрашивать Его ни о чем. Он же сказал им:
41Ειπε δε προς αυτους· Πως λεγουσι τον Χριστον οτι ειναι υιος του Δαβιδ;
41как говорят, что Христос есть Сын Давидов,
42Και αυτος ο Δαβιδ λεγει εν τη βιβλω των ψαλμων· Ειπεν ο Κυριος προς τον Κυριον μου, καθου εκ δεξιων μου,
42а сам Давид говорит в книге псалмов: сказал Господь Господу моему: седи одесную Меня,
43εωσου θεσω τους εχθρους σου υποποδιον των ποδων σου.
43доколе положу врагов Твоих в подножие ног Твоих?
44Ο Δαβιδ λοιπον ονομαζει αυτον Κυριον· και πως ειναι υιος αυτου;
44Итак, Давид Господом называет Его; как же Он Сын ему?
45Και ενω ηκουε πας ο λαος, ειπε προς τους μαθητας αυτου·
45И когда слушал весь народ, Он сказал ученикам Своим:
46Προσεχετε απο των γραμματεων, οιτινες θελουσι να περιπατωσιν εστολισμενοι και αγαπωσιν ασπασμους εν ταις αγοραις και πρωτοκαθεδριας εν ταις συναγωγαις και τους πρωτους τοπους εν τοις δειπνοις,
46остерегайтесь книжников, которые любят ходить в длинных одеждах и любят приветствия в народных собраниях, председания в синагогах и предвозлежания на пиршествах,
47οιτινες κατατρωγουσι τας οικιας των χηρων, και τουτο επι προφασει οτι καμνουσι μακρας προσευχας· ουτοι θελουσι λαβει μεγαλητεραν καταδικην.
47которые поедают домы вдов и лицемерно долго молятся; они примут тем большее осуждение.