Greek: Modern

Russian 1876

Mark

10

1[] Και σηκωθεις εκειθεν ερχεται εις τα ορια της Ιουδαιας δια του περαν του Ιορδανου, και συνερχονται παλιν οχλοι προς αυτον, και ως εσυνειθιζε, παλιν εδιδασκεν αυτους.
1Отправившись оттуда, приходит в пределы Иудейские заИорданскою стороною. Опять собирается к Нему народ, и, пообычаю Своему, Он опять учил их.
2Και προσελθοντες οι Φαρισαιοι, ηρωτησαν αυτον αν συγχωρηται εις ανδρα να χωρισθη την γυναικα αυτου, πειραζοντες αυτον.
2Подошли фарисеи и спросили, искушая Его: позволительно ли разводиться мужу с женою?
3Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους· τι προσεταξεν εις εσας ο Μωυσης;
3Он сказал им в ответ: что заповедал вам Моисей?
4Οι δε ειπον· Ο Μωυσης συνεχωρησε να γραψη εγγραφον διαζυγιου και να χωρισθη αυτην.
4Они сказали: Моисей позволил писать разводное письмо и разводиться.
5Και αποκριθεις ο Ιησους ειπε προς αυτους· Δια την σκληροκαρδιαν σας εγραψεν εις εσας την εντολην ταυτην·
5Иисус сказал им в ответ: по жестокосердию вашему он написал вам сию заповедь.
6απ' αρχης ομως της κτισεως αρσεν και θηλυ εποιησεν αυτους ο Θεος·
6В начале же создания, Бог мужчину и женщину сотворил их.
7ενεκεν τουτου θελει αφησει ανθρωπος τον πατερα αυτου και την μητερα, και θελει προσκολληθη εις την γυναικα αυτου,
7Посему оставит человек отца своего и мать
8και θελουσιν εισθαι οι δυο εις σαρκα μιαν. Ωστε δεν ειναι πλεον δυο, αλλα μια σαρξ·
8и прилепится к жене своей, и будут два одною плотью; так что они уже не двое, но одна плоть.
9εκεινο λοιπον, το οποιον ο Θεος συνεζευξεν, ανθρωπος ας μη χωριζη.
9Итак, что Бог сочетал, того человек да не разлучает.
10Και εν τη οικια παλιν οι μαθηται αυτου ηρωτησαν αυτον περι του αυτου,
10В доме ученики Его опять спросили Его о том же.
11και λεγει προς αυτους· Οστις χωρισθη την γυναικα αυτου και νυμφευθη αλλην, πραττει μοιχειαν εις αυτην·
11Он сказал им: кто разведется с женою своею и женится на другой, тот прелюбодействует от нее;
12και εαν γυνη χωρισθη τον ανδρα αυτης και συζευχθη με αλλον, μοιχευεται.
12и если жена разведется с мужем своим и выйдет за другого, прелюбодействует.
13[] Και εφεραν προς αυτον παιδια, δια να εγγιση αυτα· οι δε μαθηται επεπληττον τους φεροντας.
13Приносили к Нему детей, чтобы Он прикоснулся к ним; ученики же не допускали приносящих.
14Ιδων δε ο Ιησους ηγανακτησε και ειπε προς αυτους· Αφησατε τα παιδια να ερχωνται προς εμε, και μη εμποδιζετε αυτα· διοτι των τοιουτων ειναι η βασιλεια του Θεου.
14Увидев то , Иисус вознегодовал и сказал им:пустите детей приходить ко Мне и не препятствуйте им, ибо таковых есть Царствие Божие.
15Αληθως σας λεγω, Οστις δεν δεχθη την βασιλειαν του Θεου ως παιδιον, δεν θελει εισελθει εις αυτην.
15Истинно говорю вам: кто не примет Царствия Божия, как дитя, тот не войдет в него.
16Και εναγκαλισθεις αυτα, εθετε τας χειρας επ' αυτα και ηυλογει αυτα.
16И, обняв их, возложил руки на них и благословил их.
17[] Ενω δε εξηρχετο εις την οδον, εδραμε τις και γονυπετησας εμπροσθεν αυτου, ηρωτα αυτον· Διδασκαλε αγαθε, τι να καμω δια να κληρονομησω ζωην αιωνιον;
17Когда выходил Он в путь, подбежал некто, пал пред Ним на колени и спросил Его: Учитель благий! что мне делать, чтобы наследовать жизнь вечную?
18Και ο Ιησους ειπε προς αυτον· Τι με λεγεις αγαθον; Ουδεις αγαθος ειμη εις, ο Θεος.
18Иисус сказал ему: что ты называешь Меня благим? Никто не благ, как только один Бог.
19Τας εντολας εξευρεις· Μη μοιχευσης, Μη φονευσης, Μη κλεψης, Μη ψευδομαρτυρησης, Μη αποστερησης, Τιμα τον πατερα σου και την μητερα.
19Знаешь заповеди: не прелюбодействуй, не убивай, не кради, не лжесвидетельствуй, не обижай, почитай отца твоего и мать.
20Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτον· Διδασκαλε, ταυτα παντα εφυλαξα εκ νεοτητος μου.
20Он же сказал Ему в ответ: Учитель! все это сохранил я от юности моей.
21Και ο Ιησους εμβλεψας εις αυτον, ηγαπησεν αυτον και ειπε προς αυτον· Εν σοι λειπει· υπαγε, πωλησον οσα εχεις και δος εις τους πτωχους, και θελεις εχει θησαυρον εν ουρανω, και ελθε, ακολουθει μοι, σηκωσας τον σταυρον.
21Иисус, взглянув на него, полюбил его и сказал ему: одного тебе недостает: пойди, все, что имеешь, продай и раздай нищим, и будешь иметь сокровище на небесах; и приходи, последуй за Мною, взяв крест.
22Εκεινος ομως σκυθρωπασας δια τον λογον, ανεχωρησε λυπουμενος· διοτι ειχε κτηματα πολλα.
22Он же, смутившись от сего слова, отошел с печалью, потому что у него было большое имение.
23Και περιβλεψας ο Ιησους, λεγει προς τους μαθητας αυτου· Ποσον δυσκολως θελουσιν εισελθει εις την βασιλειαν του Θεου οι εχοντες τα χρηματα.
23И, посмотрев вокруг, Иисус говоритученикам Своим: как трудно имеющим богатство войти в Царствие Божие!
24Οι δε μαθηται εξεπληττοντο δια τους λογους αυτου. Και ο Ιησους παλιν αποκριθεις λεγει προς αυτους· Τεκνα, ποσον δυσκολον ειναι να εισελθωσιν εις την βασιλειαν του Θεου οι εχοντες το θαρρος αυτων εις τα χρηματα.
24Ученики ужаснулись от слов Его. Но Иисус опять говорит им в ответ: дети! как трудно надеющимся на богатство войти в Царствие Божие!
25Ευκολωτερον ειναι καμηλος να περαση δια της τρυπης της βελονης παρα πλουσιος να εισελθη εις την βασιλειαν του Θεου.
25Удобнее верблюду пройти сквозь игольные уши, нежели богатому войти в Царствие Божие.
26Εκεινοι δε σφοδρα εξεπληττοντο, λεγοντες προς εαυτους· Και τις δυναται να σωθη;
26Они же чрезвычайно изумлялись и говорили между собою: кто же может спастись?
27Εμβλεψας δε εις αυτους ο Ιησους, λεγει· Παρα ανθρωποις ειναι αδυνατον, αλλ' ουχι παρα τω Θεω· διοτι τα παντα ειναι δυνατα παρα τω Θεω.
27Иисус, воззрев на них, говорит: человекам это невозможно, но не Богу, ибо все возможно Богу.
28Και ηρχισεν ο Πετρος να λεγη προς αυτον· Ιδου, ημεις αφηκαμεν παντα και σε ηκολουθησαμεν.
28И начал Петр говорить Ему: вот, мыоставили все и последовали за Тобою.
29Αποκριθεις δε ο Ιησους ειπεν· Αληθως σας λεγω, δεν ειναι ουδεις οστις, αφησας οικιαν η αδελφους η αδελφας η πατερα η μητερα η γυναικα η τεκνα η αγρους ενεκεν εμου και του ευαγγελιου,
29Иисус сказал в ответ: истинно говорю вам: нет никого, кто оставил бы дом, илибратьев, или сестер, или отца, или мать, или жену, или детей, или земли, ради Меня и Евангелия,
30δεν θελει λαβει εκατονταπλασιονα τωρα εν τω καιρω τουτω, οικιας και αδελφους και αδελφας και μητερας και τεκνα και αγρους μετα διωγμων, και εν τω ερχομενω αιωνι ζωην αιωνιον.
30и не получил бы ныне, во время сие, среди гонений, во сто крат более домов, и братьев и сестер, и отцов, и матерей, и детей, и земель, а в веке грядущем жизни вечной.
31Πολλοι ομως πρωτοι θελουσιν εισθαι εσχατοι και οι εσχατοι πρωτοι.
31Многие же будут первые последними, и последние первыми.
32[] Ησαν δε εν τη οδω αναβαινοντες εις Ιεροσολυμα· και ο Ιησους προεπορευετο αυτων, και εθαυμαζον και ακολουθουντες εφοβουντο. Και παραλαβων παλιν τους δωδεκα, ηρχισε να λεγη προς αυτους τα μελλοντα να συμβωσιν εις αυτον,
32Когда были они на пути, восходя в Иерусалим, Иисусшел впереди их, а они ужасались и, следуя за Ним, были в страхе. Подозвав двенадцать, Он опять начал им говорить о том, что будет с Ним:
33οτι ιδου, αναβαινομεν εις Ιεροσολυμα και ο Υιος του ανθρωπου θελει παραδοθη εις τους αρχιερεις και εις τους γραμματεις, και θελουσι καταδικασει αυτον εις θανατον και θελουσι παραδωσει αυτον εις τα εθνη,
33вот, мы восходим в Иерусалим, и Сын Человеческий предан будет первосвященникам и книжникам, и осудят Его на смерть, и предадут Его язычникам,
34και θελουσιν εμπαιξει αυτον και μαστιγωσει αυτον και θελουσιν εμπτυσει εις αυτον και θανατωσει αυτον, και την τριτην ημεραν θελει αναστηθη.
34и поругаются над Ним, и будут бить Его, и оплюют Его, и убьют Его; и в третий день воскреснет.
35Τοτε ερχονται προς αυτον ο Ιακωβος και Ιωαννης, οι υιοι του Ζεβεδαιου, λεγοντες· Διδασκαλε, θελομεν να καμης εις ημας ο, τι ζητησωμεν.
35Тогда подошли к Нему сыновья Зеведеевы Иаков и Иоанн и сказали: Учитель! мы желаем, чтобы Ты сделал нам, о чем попросим.
36Ο δε ειπε προς αυτους· Τι θελετε να καμω εις εσας;
36Он сказал им: что хотите, чтобы Я сделал вам?
37Οι δε ειπον προς αυτον· Δος εις ημας να καθησωμεν εις εκ δεξιων σου και εις εξ αριστερων σου εν τη δοξη σου.
37Они сказали Ему: дай нам сесть у Тебя, одному по правую сторону, а другому по левую в славе Твоей.
38Ο δε Ιησους ειπε προς αυτους· Δεν εξευρετε τι ζητειτε. Δυνασθε να πιητε το ποτηριον, το οποιον εγω πινω, και να βαπτισθητε το βαπτισμα, το οποιον εγω βαπτιζομαι;
38Но Иисус сказал им: не знаете, чего просите. Можете ли пить чашу, которую Я пью, и креститься крещением, которым Я крещусь?
39Οι δε ειπον προς αυτον· Δυναμεθα. Ο δε Ιησους ειπε προς αυτους· το μεν ποτηριον, το οποιον εγω πινω, θελετε πιει, και το βαπτισμα το οποιον εγω βαπτιζομαι, θελετε βαπτισθη·
39Они отвечали: можем. Иисус же сказал им: чашу, которую Я пью, будете пить, и крещением, которым Я крещусь, будете креститься;
40το να καθησητε ομως εκ δεξιων μου και εξ αριστερων μου δεν ειναι εμου να δωσω, αλλ' εις οσους ειναι ητοιμασμενον.
40а дать сесть у Меня по правую сторону и по левую - не от Меня зависит , но кому уготовано.
41Και ακουσαντες οι δεκα ηρχισαν να αγανακτωσι περι Ιακωβου και Ιωαννου.
41И, услышав, десять начали негодовать на Иакова и Иоанна.
42Ο δε Ιησους προσκαλεσας αυτους, λεγει προς αυτους· Εξευρετε οτι οι νομιζομενοι αρχοντες των εθνων κατακυριευουσιν αυτα και οι μεγαλοι αυτων κατεξουσιαζουσιν αυτα·
42Иисус же, подозвав их, сказал им: вы знаете, что почитающиеся князьями народов господствуют над ними, и вельможи их властвуют ими.
43ουτως ομως δεν θελει εισθαι εν υμιν, αλλ' οστις θελει να γεινη μεγας εν υμιν, θελει εισθαι υπηρετης υμων,
43Но между вами да не будет так: а кто хочет быть большим между вами, да будем вам слугою;
44και οστις εξ υμων θελει να γεινη πρωτος, θελει εισθαι δουλος παντων·
44и кто хочет быть первым между вами, да будет всем рабом.
45διοτι ο Υιος του ανθρωπου δεν ηλθε δια να υπηρετηθη, αλλα δια να υπηρετηση και να δωση την ζωην αυτου λυτρον αντι πολλων.
45Ибо и Сын Человеческий не для того пришел, чтобы Ему служили, но чтобы послужить и отдать душу Свою для искупления многих.
46[] Και ερχονται εις Ιεριχω. Και ενω εξηρχετο απο της Ιεριχω αυτος και οι μαθηται αυτου και οχλος ικανος, ο υιος του Τιμαιου Βαρτιμαιος ο τυφλος εκαθητο παρα την οδον ζητων.
46Приходят в Иерихон. И когда выходил Он из Иерихонас учениками Своими и множеством народа, Вартимей, сын Тимеев, слепой сидел у дороги, прося милостыни .
47Και ακουσας οτι ειναι Ιησους ο Ναζωραιος, ηρχισε να κραζη και να λεγη· Υιε του Δαβιδ Ιησου, ελεησον με.
47Услышав, что это Иисус Назорей, он начал кричать и говорить: Иисус, Сын Давидов! помилуй меня.
48Και επεπληττον αυτον πολλοι δια να σιωπηση· αλλ' εκεινος πολλω μαλλον εκραζεν· Υιε του Δαβιδ, ελεησον με.
48Многие заставляли его молчать; но он еще более стал кричать: Сын Давидов! помилуй меня.
49Και σταθεις ο Ιησους, ειπε να κραχθη· και κραζουσι τον τυφλον, λεγοντες προς αυτον· Θαρσει, σηκωθητι· σε κραζει.
49Иисус остановился и велел его позвать. Зовут слепого и говорят ему: не бойся, вставай, зовет тебя.
50Και εκεινος απορριψας το ιματιον αυτου, εσηκωθη και ηλθε προς τον Ιησουν.
50Он сбросил с себя верхнюю одежду, встал и пришел к Иисусу.
51Και αποκριθεις λεγει προς αυτον ο Ιησους· Τι θελεις να σοι καμω; Και ο τυφλος ειπε προς αυτον· Ραββουνι, να αναβλεψω.
51Отвечая ему, Иисус спросил: чего ты хочешь от Меня? Слепой сказал Ему: Учитель! чтобы мне прозреть.
52Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον· Υπαγε, η πιστις σου σε εσωσε. Και ευθυς ανεβλεψε και ηκολουθει τον Ιησουν εν τη οδω.
52Иисус сказал ему: иди, вера твоя спасла тебя. И он тотчас прозрел и пошел за Иисусом по дороге.