1[] Και μεθ' ημερας παλιν εισηλθεν εις Καπερναουμ και ηκουσθη οτι ειναι εις οικον.
1Через несколько дней опять пришел Он в Капернаум; и слышно стало, что Он в доме.
2Και ευθυς συνηχθησαν πολλοι, ωστε δεν εχωρουν πλεον αυτους ουδε τα προθυρα· και εκηρυττεν εις αυτους τον λογον.
2Тотчас собрались многие, так что уже и у дверей не было места; и Он говорил им слово.
3Και ερχονται προς αυτον φεροντες παραλυτικον, βασταζομενον υπο τεσσαρων·
3И пришли к Нему с расслабленным, которого несли четверо;
4και μη δυναμενοι να πλησιασωσιν εις αυτον εξ αιτιας του οχλου, εχαλασαν την στεγην οπου ητο, και διατρυπησαντες καταβιβαζουσι τον κραββατον, εφ' ου κατεκειτο ο παραλυτικος.
4и, не имея возможности приблизиться кНему за многолюдством, раскрыли кровлю дома , где Он находился, и, прокопав ее, спустили постель, на которой лежал расслабленный.
5Ιδων δε ο Ιησους την πιστιν αυτων, λεγει προς τον παραλυτικον· Τεκνον, συγκεχωρημεναι ειναι εις σε αι αμαρτιαι σου.
5Иисус, видя веру их, говорит расслабленному: чадо!прощаются тебе грехи твои.
6Ησαν δε τινες των γραμματεων εκει καθημενοι και διαλογιζομενοι εν ταις καρδιαις αυτων·
6Тут сидели некоторые из книжников и помышляли в сердцах своих:
7Δια τι ουτος λαλει τοιαυτας βλασφημιας; τις δυναται να συγχωρη αμαρτιας ειμη εις, ο Θεος;
7что Он так богохульствует? кто может прощать грехи, кроме одного Бога?
8Και ευθυς νοησας ο Ιησους δια του πνευματος αυτου οτι ουτω διαλογιζονται καθ' εαυτους, ειπε προς αυτους· Δια τι διαλογιζεσθε ταυτα εν ταις καρδιαις σας;
8Иисус, тотчас узнав духом Своим, что они так помышляют в себе, сказал им: для чего так помышляете в сердцах ваших?
9τι ειναι ευκολωτερον, να ειπω προς τον παραλυτικον, Συγκεχωρημεναι ειναι αι αμαρτιαι σου, η να ειπω, Σηκωθητι και επαρε τον κραββατον σου και περιπατει;
9Что легче? сказать ли расслабленному: прощаются тебе грехи? или сказать: встань, возьми свою постель и ходи?
10αλλα δια να γνωρισητε οτι εξουσιαν εχει ο Υιος του ανθρωπου επι της γης να συγχωρη αμαρτιας λεγει προς τον παραλυτικον·
10Но чтобы вы знали, что Сын Человеческий имеет власть на земле прощать грехи, - говорит расслабленному:
11Προς σε λεγω, Σηκωθητι και επαρε τον κραββατον σου και υπαγε εις τον οικον σου.
11тебе говорю: встань, возьми постель твою и иди в дом твой.
12Και ηγερθη ευθυς και σηκωσας τον κραββατον, εξηλθεν ενωπιον παντων, ωστε εξεπληττοντο παντες και εδοξαζον τον Θεον, λεγοντες οτι ουδεποτε ειδομεν τοιαυτα.
12Он тотчас встал и, взяв постель, вышел перед всеми, так что все изумлялись и прославляли Бога, говоря: никогда ничего такого мы не видали.
13[] Και εξηλθε παλιν παρα την θαλασσαν· και πας ο οχλος ηρχετο προς αυτον, και εδιδασκεν αυτους.
13И вышел Иисус опять к морю; и весь народпошел к Нему, и Он учил их.
14Και διαβαινων ειδε Λευιν τον του Αλφαιου καθημενον εις το τελωνιον, και λεγει προς αυτον· Ακολουθει με. Και σηκωθεις ηκολουθησεν αυτον.
14Проходя, увидел Он Левия Алфеева, сидящего у сбора пошлин, и говорит ему: следуй за Мною. И он , встав, последовал за Ним.
15Και ενω εκαθητο εις την τραπεζαν εν τη οικια αυτου, συνεκαθηντο και πολλοι τελωναι και αμαρτωλοι μετα του Ιησου και των μαθητων αυτου· διοτι ησαν πολλοι, και ηκολουθησαν αυτον.
15И когда Иисус возлежал в доме его, возлежали с Ним и ученики Его и многиемытари и грешники: ибо много их было, и они следовали заНим.
16Οι δε γραμματεις και Φαρισαιοι, ιδοντες αυτον τρωγοντα μετα των τελωνων και αμαρτωλων, ελεγον προς τους μαθητας αυτου· Δια τι μετα των τελωνων και αμαρτωλων τρωγει και πινει;
16Книжники и фарисеи, увидев, что Он ест с мытарями и грешниками, говорили ученикам Его: как это Он ест и пьет с мытарями и грешниками.
17Και ακουσας ο Ιησους, λεγει προς αυτους· Δεν εχουσι χρειαν ιατρου οι υγιαινοντες, αλλ' οι πασχοντες· δεν ηλθον δια να καλεσω δικαιους αλλα αμαρτωλους εις μετανοιαν.
17Услышав сие , Иисус говорит им: не здоровыеимеют нужду во враче, но больные; Я пришел призвать не праведников, но грешников к покаянию.
18[] Οι μαθηται δε του Ιωαννου και οι των Φαρισαιων ενηστευον. Και ερχονται και λεγουσι προς αυτον· Δια τι οι μαθηται του Ιωαννου και οι των Φαρισαιων νηστευουσιν, οι δε μαθηται σου δεν νηστευουσι;
18Ученики Иоанновы и фарисейские постились. Приходят к Нему и говорят: почему ученики Иоанновы и фарисейскиепостятся, а Твои ученики не постятся?
19Και ειπε προς αυτους ο Ιησους· Μηπως δυνανται οι υιοι του νυμφωνος, ενοσω ο νυμφιος ειναι μετ' αυτων, να νηστευωσιν; οσον καιρον εχουσι τον νυμφιον μεθ' εαυτων, δεν δυνανται να νηστευωσι·
19И сказал им Иисус: могут ли поститься сыны чертога брачного, когда с ними жених? Доколе с ними жених, не могут поститься,
20θελουσιν ομως ελθει ημεραι, οταν αφαιρεθη απ' αυτων ο νυμφιος, και τοτε θελουσι νηστευσει εν εκειναις ταις ημεραις.
20но придут дни, когда отнимется у них жених, и тогда будут поститься в те дни.
21Και ουδεις ραπτει επιρραμμα αγναφου πανιου επι ιματιον παλαιον· ει δε μη, το αναπληρωμα αυτου το νεον αφαιρει απο του παλαιου, και γινεται σχισμα χειροτερον.
21Никто к ветхой одежде не приставляет заплаты из небеленой ткани: иначе вновь пришитое отдерет от старого, и дыра будет еще хуже.
22Και ουδεις βαλλει οινον νεον εις ασκους παλαιους· ει δε μη, ο οινος ο νεος διασχιζει τους ασκους, και ο οινος εκχεεται και οι ασκοι φθειρονται· αλλα πρεπει οινος νεος να βαλληται εις ασκους νεους.
22Никто не вливает вина молодого в мехи ветхие: иначемолодое вино прорвет мехи, и вино вытечет, и мехи пропадут; но вино молодое надобно вливать в мехи новые.
23Και οτε διεβαινεν εν σαββατω δια των σπαρτων, οι μαθηται αυτου, ενω ωδευον, ηρχισαν να ανασπωσι τα ασταχυα.
23И случилось Ему в субботу проходить засеянными полями , и ученики Его дорогою начали срывать колосья.
24Και οι Φαρισαιοι ελεγον προς αυτον· Ιδου, δια τι πραττουσιν εν τοις σαββασιν εκεινο, το οποιον δεν συγχωρειται;
24И фарисеи сказали Ему: смотри, что они делают в субботу, чего не должно делать ?
25Και αυτος ελεγε προς αυτους· Ποτε δεν ανεγνωσατε τι επραξεν ο Δαβιδ, οτε ελαβε χρειαν και επεινασεν αυτος και οι μετ' αυτου;
25Он сказал им: неужели вы не читали никогда, что сделал Давид, когда имел нужду и взалкал сам и бывшие с ним?
26πως εισηλθεν εις τον οικον του Θεου επι Αβιαθαρ του αρχιερεως, και εφαγε τους αρτους της προθεσεως, τους οποιους δεν ειναι συγκεχωρημενον ειμη εις τους ιερεις να φαγωσι, και εδωκε και εις τους οντας μετ' αυτου;
26как вошел он в дом Божий при первосвященнике Авиафаре и ел хлебы предложения, которых не должно было есть никому, кроме священников, и дал и бывшим с ним?
27Και ελεγε προς αυτους· το σαββατον εγεινε δια τον ανθρωπον, ουχι ο ανθρωπος δια το σαββατον·
27И сказал им: суббота для человека, а не человек для субботы;
28ωστε ο Υιος του ανθρωπου κυριος ειναι και του σαββατου.
28посему Сын Человеческий есть господин и субботы.