1[] Και οτε ετελειωσεν ο Ιησους παντας τους λογους τουτους, ειπε προς τους μαθητας αυτου·
1Когда Иисус окончил все слова сии, то сказал ученикам Своим:
2Εξευρετε οτι μετα δυο ημερας γινεται το πασχα, και ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται δια να σταυρωθη.
2вы знаете, что через два дня будет Пасха, и Сын Человеческий предан будет на распятие.
3Τοτε συνηχθησαν οι αρχιερεις και οι γραμματεις και οι πρεσβυτεροι του λαου εις την αυλην του αρχιερεως του λεγομενου Καιαφα,
3Тогда собрались первосвященники и книжники и старейшины народа во двор первосвященника, по имени Каиафы,
4και συνεβουλευθησαν να συλλαβωσι τον Ιησουν με δολον και να θανατωσωσιν.
4и положили в совете взять Иисуса хитростью и убить;
5Ελεγον δε· μη εν τη εορτη, δια να μη γεινη θορυβος εν τω λαω.
5но говорили: только не в праздник, чтобы не сделалось возмущения в народе.
6[] Οτε δε ο Ιησους ητο εν Βηθανια εν τη οικια Σιμωνος του λεπρου,
6Когда же Иисус был в Вифании, в доме Симона прокаженного,
7προσηλθε προς αυτον γυνη εχουσα αλαβαστρον μυρου βαρυτιμου, και κατεχεεν αυτο επι την κεφαλην αυτου, ενω εκαθητο εις την τραπεζαν.
7приступила к Нему женщина с алавастровым сосудом мира драгоценного и возливала Ему возлежащему на голову.
8Ιδοντες δε οι μαθηται αυτου, ηγανακτησαν λεγοντες· Εις τι η απωλεια αυτη;
8Увидев это, ученики Его вознегодовали и говорили: к чему такая трата?
9διοτι ηδυνατο τουτο το μυρον να πωληθη με πολλην τιμην και να δοθη εις τους πτωχους.
9Ибо можно было бы продать это миро за большую цену и дать нищим.
10Νοησας δε ο Ιησους, ειπε προς αυτους· Δια τι ενοχλειτε την γυναικα; διοτι εργον καλον επραξεν εις εμε.
10Но Иисус, уразумев сие, сказал им: что смущаете женщину? она доброе дело сделала для Меня:
11Διοτι τους πτωχους παντοτε εχετε μεθ' εαυτων, εμε ομως παντοτε δεν εχετε.
11ибо нищих всегда имеете с собою, а Меня не всегда имеете;
12Επειδη χυσασα αυτη το μυρον τουτο επι του σωματος μου, εκαμε τουτο δια τον ενταφιασμον μου.
12возлив миро сие на тело Мое, она приготовила Меня к погребению;
13Αληθως σας λεγω, οπου εαν κηρυχθη το ευαγγελιον τουτο εν ολω τω κοσμω, θελει λαληθη και τουτο, το οποιον επραξεν αυτη, εις μνημοσυνον αυτης.
13истинно говорю вам: где ни будет проповедано Евангелие сие в целом мире, сказано будет в память ее и о том, что она сделала.
14[] Τοτε υπηγεν εις των δωδεκα, ο λεγομενος Ιουδας Ισκαριωτης, προς τους αρχιερεις
14Тогда один из двенадцати, называемый Иуда Искариот, пошел к первосвященникам
15και ειπε· Τι θελετε να μοι δωσητε, και εγω θελω σας παραδωσει αυτον; Και εκεινοι εδωκαν εις αυτον τριακοντα αργυρια.
15и сказал: что вы дадите мне, и я вам предам Его? Они предложили ему тридцать сребренников;
16Και απο τοτε εζητει ευκαιριαν δια να παραδωση αυτον.
16и с того времени он искал удобного случая предать Его.
17[] Την δε πρωτην των αζυμων προσηλθον οι μαθηται προς τον Ιησουν, λεγοντες προς αυτον· Που θελεις να σοι ετοιμασωμεν δια να φαγης το πασχα;
17В первый же день опресночный приступили ученики к Иисусу и сказали Ему: где велишь нам приготовить Тебе пасху?
18Και εκεινος ειπεν· Υπαγετε εις την πολιν προς τον δεινα και ειπατε προς αυτον· Ο Διδασκαλος λεγει, Ο καιρος μου επλησιασεν· εν τη οικια σου θελω καμει το πασχα μετα των μαθητων μου.
18Он сказал: пойдите в город к такому-то и скажите ему: Учитель говорит: время Мое близко; у тебя совершу пасху с учениками Моими.
19Και εκαμον οι μαθηται καθως παρηγγειλεν εις αυτους ο Ιησους, και ητοιμασαν το πασχα.
19Ученики сделали, как повелел им Иисус, и приготовили пасху.
20Οτε δε εγεινεν εσπερα, εκαθητο εις την τραπεζαν μετα των δωδεκα.
20Когда же настал вечер, Он возлег с двенадцатью учениками;
21Και ενω ετρωγον, ειπεν· Αληθως σας λεγω οτι εις εξ υμων θελει με παραδωσει.
21и когда они ели, сказал: истинно говорю вам, что один из вас предаст Меня.
22Και λυπουμενοι σφοδρα, ηρχισαν να λεγωσι προς αυτον εκαστος αυτων· Μηπως εγω ειμαι, Κυριε;
22Они весьма опечалились, и начали говорить Ему, каждыйиз них: не я ли, Господи?
23Ο δε αποκριθεις ειπεν· Ο εμβαψας μετ' εμου εν τω πινακιω την χειρα, ουτος θελει με παραδωσει.
23Он же сказал в ответ: опустивший со Мною руку в блюдо, этот предаст Меня;
24Ο μεν Υιος του ανθρωπου υπαγει, καθως ειναι γεγραμμενον περι αυτου· ουαι δε εις τον ανθρωπον εκεινον, δια του οποιου ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται· καλον ητο εις τον ανθρωπον εκεινον, αν δεν ηθελε γεννηθη.
24впрочем Сын Человеческий идет, как писано о Нем, но горе тому человеку, которым Сын Человеческий предается: лучше было бы этому человеку не родиться.
25Αποκριθεις δε ο Ιουδας, οστις παρεδιδεν αυτον, ειπε· Μηπως εγω ειμαι, Ραββι; Λεγει προς αυτον· Συ ειπας.
25При сем и Иуда, предающий Его, сказал: не я ли, Равви? Иисус говорит ему: ты сказал.
26[] Και ενω ετρωγον, λαβων ο Ιησους τον αρτον και ευλογησας εκοψε και εδιδεν εις τους μαθητας και ειπε· Λαβετε, φαγετε· τουτο ειναι το σωμα μου·
26И когда они ели, Иисус взял хлеб и, благословив, преломил и, раздавая ученикам, сказал: приимите, ядите: сие есть Тело Мое.
27και λαβων το ποτηριον και ευχαριστησας, εδωκεν εις αυτους, λεγων· Πιετε εξ αυτου παντες·
27И, взяв чашу и благодарив, подал им и сказал: пейте из нее все,
28διοτι τουτο ειναι το αιμα μου το της καινης διαθηκης, το υπερ πολλων εκχυνομενον εις αφεσιν αμαρτιων.
28ибо сие есть Кровь Моя Нового Завета, за многих изливаемая во оставление грехов.
29Σας λεγω δε οτι δεν θελω πιει εις το εξης εκ τουτου του γεννηματος της αμπελου εως της ημερας εκεινης, οταν πινω αυτο νεον μεθ' υμων εν τη βασιλεια του Πατρος μου.
29Сказываю же вам, что отныне не буду пить от плода сего виноградного до того дня, когда буду пить с вами новое вино в Царстве Отца Моего.
30Και αφου υμνησαν, εξηλθον εις το ορος των ελαιων.
30И, воспев, пошли на гору Елеонскую.
31[] Τοτε λεγει προς αυτους ο Ιησους· Παντες υμεις θελετε σκανδαλισθη εν εμοι την νυκτα ταυτην· διοτι ειναι γεγραμμενον, Θελω παταξει τον ποιμενα, και θελουσι διασκορπισθη τα προβατα της ποιμνης·
31Тогда говорит им Иисус: все вы соблазнитесь о Мне в эту ночь, ибо написано: поражу пастыря, и рассеются овцы стада;
32αφου δε αναστηθω, θελω υπαγει προτερον υμων εις την Γαλιλαιαν.
32по воскресении же Моем предварю вас в Галилее.
33Αποκριθεις δε ο Πετρος, ειπε προς αυτον· Και αν παντες σκανδαλισθωσιν εν σοι, εγω ποτε δεν θελω σκανδαλισθη.
33Петр сказал Ему в ответ: если и все соблазнятся о Тебе, я никогда не соблазнюсь.
34Ειπε προς αυτον ο Ιησους· Αληθως σοι λεγω οτι ταυτην την νυκτα, πριν φωναξη ο αλεκτωρ, τρις θελεις με απαρνηθη.
34Иисус сказал ему: истинно говорю тебе, что в эту ночь, прежде нежели пропоет петух, триждыотречешься от Меня.
35Λεγει προς αυτον ο Πετρος· Και αν γεινη χρεια να αποθανω μετα σου, δεν θελω σε απαρνηθη. Ομοιως ειπον και παντες οι μαθηται.
35Говорит Ему Петр: хотя бы надлежало мне и умереть с Тобою, не отрекусь от Тебя. Подобное говорили и все ученики.
36[] Τοτε ερχεται μετ' αυτων ο Ιησους εις χωριον λεγομενον Γεθσημανη και λεγει προς τους μαθητας· Καθησατε αυτου, εωσου υπαγω και προσευχηθω εκει.
36Потом приходит с ними Иисус на место, называемое Гефсимания, и говорит ученикам: посидите тут, пока Я пойду, помолюсь там.
37Και παραλαβων τον Πετρον και τους δυο υιους του Ζεβεδαιου, ηρχισε να λυπηται και να αδημονη.
37И, взяв с Собою Петра и обоих сыновей Зеведеевых, начал скорбеть и тосковать.
38Τοτε λεγει προς αυτους· Περιλυπος ειναι η ψυχη μου εως θανατου· μεινατε εδω και αγρυπνειτε μετ' εμου.
38Тогда говорит им Иисус: душа Моя скорбит смертельно; побудьте здесь и бодрствуйте со Мною.
39Και προχωρησας ολιγον επεσεν επι προσωπον αυτου, προσευχομενος και λεγων· Πατερ μου, εαν ηναι δυνατον, ας παρελθη απ' εμου το ποτηριον τουτο· πλην ουχι ως εγω θελω, αλλ' ως συ.
39И, отойдя немного, пал на лице Свое, молился и говорил: Отче Мой! если возможно, да минует Меня чаша сия; впрочем не как Я хочу, но как Ты.
40Και ερχεται προς τους μαθητας και ευρισκει αυτους κοιμωμενους, και λεγει προς τον Πετρον· Ουτω δεν ηδυνηθητε μιαν ωραν να αγρυπνησητε μετ' εμου;
40И приходит к ученикам и находит их спящими, и говорит Петру: так ли не могли вы одинчас бодрствовать со Мною?
41αγρυπνειτε και προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον. Το μεν πνευμα προθυμον, η δε σαρξ ασθενης.
41бодрствуйте и молитесь, чтобы не впасть в искушение: дух бодр, плоть же немощна.
42Παλιν εκ δευτερου υπηγε και προσευχηθη, λεγων· Πατερ μου, εαν δεν ηναι δυνατον τουτο το ποτηριον να παρελθη απ' εμου χωρις να πιω αυτο, γενηθητω το θελημα σου.
42Еще, отойдя в другой раз, молился, говоря: Отче Мой! если не может чаша сия миновать Меня, чтобы Мне не пить ее, да будет воля Твоя.
43Και ελθων ευρισκει αυτους παλιν κοιμωμενους· διοτι οι οφθαλμοι αυτων ησαν βεβαρημενοι.
43И, придя, находит их опять спящими, ибо у них глаза отяжелели.
44Και αφησας αυτους υπηγε παλιν και προσευχηθη εκ τριτου, ειπων τον αυτον λογον.
44И, оставив их, отошел опять и помолился в третий раз, сказав то же слово.
45Τοτε ερχεται προς τους μαθητας αυτου και λεγει προς αυτους· Κοιμασθε το λοιπον και αναπαυεσθε· ιδου, επλησιασεν η ωρα και ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται εις χειρας αμαρτωλων.
45Тогда приходит к ученикам Своим и говорит им: вы все еще спите и почиваете?вот, приблизился час, и Сын Человеческий предается в руки грешников;
46Εγερθητε, ας υπαγωμεν· Ιδου, επλησιασεν ο παραδιδων με.
46встаньте, пойдем: вот, приблизился предающий Меня.
47[] Και ενω αυτος ελαλει ετι, ιδου, ο Ιουδας εις των δωδεκα ηλθε, και μετ' αυτου οχλος πολυς μετα μαχαιρων και ξυλων παρα των αρχιερεων και πρεσβυτερων του λαου.
47И, когда еще говорил Он, вот Иуда, один из двенадцати, пришел, и с ним множество народа с мечами и кольями, от первосвященников и старейшин народных.
48Ο δε παραδιδων αυτον εδωκεν εις αυτους σημειον, λεγων· Οντινα φιλησω, αυτος ειναι· πιασατε αυτον.
48Предающий же Его дал им знак, сказав: Кого я поцелую, Тот и есть, возьмите Его.
49Και ευθυς πλησιασας προς τον Ιησουν, ειπε· Χαιρε, Ραββι, και κατεφιλησεν αυτον.
49И, тотчас подойдя к Иисусу, сказал: радуйся, Равви! И поцеловал Его.
50Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον· Φιλε, δια τι ηλθες; Τοτε προσελθοντες επεβαλον τας χειρας επι τον Ιησουν και επιασαν αυτον.
50Иисус же сказал ему: друг, для чего ты пришел? Тогда подошли и возложили руки на Иисуса, и взяли Его.
51Και ιδου, εις των μετα του Ιησου εκτεινας την χειρα εσυρε την μαχαιραν αυτου, και κτυπησας τον δουλον του αρχιερεως απεκοψε το ωτιον αυτου.
51И вот, один из бывших с Иисусом, простерши руку,извлек меч свой и, ударив раба первосвященникова, отсек ему ухо.
52Τοτε λεγει προς αυτον ο Ιησους· Επιστρεψον την μαχαιραν σου εις τον τοπον αυτης· διοτι παντες οσοι πιασωσι μαχαιραν δια μαχαιρας θελουσιν απολεσθη.
52Тогда говорит ему Иисус: возврати меч твой в его место, ибо все, взявшие меч, мечом погибнут;
53Η νομιζεις οτι δεν δυναμαι ηδη να παρακαλεσω τον Πατερα μου, και θελει στησει πλησιον μου περισσοτερους παρα δωδεκα λεγεωνας αγγελων;
53или думаешь, что Я не могу теперь умолить Отца Моего, и Он представит Мне более, нежели двенадцать легионов Ангелов?
54πως λοιπον θελουσι πληρωθη αι γραφαι οτι ουτω πρεπει να γεινη;
54как же сбудутся Писания, что так должно быть?
55Εν εκεινη τη ωρα ειπεν ο Ιησους προς τους οχλους· Ως επι ληστην εξηλθετε μετα μαχαιρων και ξυλων να με συλλαβητε; καθ' ημεραν εκαθημην πλησιον υμων διδασκων εν τω ιερω, και δεν με επιασατε.
55В тот час сказал Иисус народу: как будто на разбойника вышли вы с мечами и кольями взять Меня; каждый день с вами сидел Я, уча в храме, и вы не брали Меня.
56Τουτο δε ολον εγεινε δια να πληρωθωσιν αι γραφαι των προφητων. Τοτε οι μαθηται παντες αφησαντες αυτον εφυγον.
56Сие же все было, да сбудутся писания пророков. Тогда все ученики, оставив Его, бежали.
57[] Οι δε πιασαντες τον Ιησουν εφεραν προς Καιαφαν τον αρχιερεα, οπου συνηχθησαν οι γραμματεις και οι πρεσβυτεροι.
57А взявшие Иисуса отвели Его к Каиафе первосвященнику, куда собрались книжники и старейшины.
58Ο δε Πετρος ηκολουθει αυτον απο μακροθεν εως της αυλης του αρχιερεως, και εισελθων εσω εκαθητο μετα των υπηρετων δια να ιδη το τελος.
58Петр же следовал за Ним издали, до двора первосвященникова; и, войдя внутрь, сел со служителями, чтобы видеть конец.
59Οι δε αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι και το συνεδριον ολον εζητουν ψευδομαρτυριαν κατα του Ιησου, δια να θανατωσωσιν αυτον,
59Первосвященники и старейшины и весь синедрион искали лжесвидетельства против Иисуса, чтобы предать Его смерти,
60και δεν ευρον· και πολλων ψευδομαρτυρων προσελθοντων, δεν ευρον. Υστερον δε προσελθοντες δυο ψευδομαρτυρες,
60и не находили; и, хотя много лжесвидетелей приходило, не нашли. Но наконец пришли два лжесвидетеля
61ειπον· Ουτος ειπε, Δυναμαι να χαλασω τον ναον του Θεου και δια τριων ημερων να οικοδομησω αυτον.
61и сказали: Он говорил: могу разрушить храм Божий и в три дня создать его.
62Και σηκωθεις ο αρχιερευς ειπε προς αυτον· Δεν αποκρινεσαι; τι μαρτυρουσιν ουτοι κατα σου;
62И, встав, первосвященник сказал Ему: что же ничего не отвечаешь? что они против Тебя свидетельствуют?
63Ο δε Ιησους εσιωπα. Και αποκριθεις ο αρχιερευς ειπε προς αυτον· Σε ορκιζω εις τον Θεον τον ζωντα να ειπης προς ημας αν συ ησαι ο Χριστος ο Υιος του Θεου.
63Иисус молчал. И первосвященник сказал Ему: заклинаю Тебя Богом живым, скажи нам, Ты ли Христос, Сын Божий?
64Λεγει προς αυτον ο Ιησους· Συ ειπας· πλην σας λεγω, Εις το εξης θελετε ιδει τον Υιον του ανθρωπου καθημενον εκ δεξιων της δυναμεως και ερχομενον επι των νεφελων του ουρανου.
64Иисус говорит ему: ты сказал; даже сказываю вам: отныне узрите Сына Человеческого, сидящего одесную силы и грядущего на облаках небесных.
65Τοτε ο αρχιερευς διεσχισε τα ιματια αυτου, λεγων οτι εβλασφημησε· τι χρειαν εχομεν πλεον μαρτυρων; ιδου, τωρα ηκουσατε την βλασφημιαν αυτου·
65Тогда первосвященник разодрал одежды свои и сказал: Он богохульствует! на что еще нам свидетелей? вот, теперь вы слышали богохульство Его!
66τι σας φαινεται; Και εκεινοι αποκριθεντες ειπον· Ενοχος θανατου ειναι.
66как вам кажется? Они же сказали вответ: повинен смерти.
67Τοτε ενεπτυσαν εις το προσωπον αυτου και εγρονθισαν αυτον, αλλοι δε ερραπισαν,
67Тогда плевали Ему в лице и заушали Его; другие же ударяли Его по ланитам
68λεγοντες· Προφητευσον εις ημας, Χριστε, τις ειναι οστις σε εκτυπησεν;
68и говорили: прореки нам, Христос, кто ударил Тебя?
69[] Ο δε Πετρος εκαθητο εξω εν τη αυλη και προσηλθε προς αυτον μια δουλη, λεγουσα· Και συ ησο μετα Ιησου του Γαλιλαιου.
69Петр же сидел вне на дворе. И подошла к нему одна служанка и сказала: и ты был с Иисусом Галилеянином.
70Ο δε ηρνηθη εμπροσθεν παντων, λεγων· Δεν εξευρω τι λεγεις.
70Но он отрекся перед всеми, сказав: не знаю, что ты говоришь.
71Και οτε εξηλθεν εις τον πυλωνα, ειδεν αυτον αλλη και λεγει προς τους εκει, Και ουτος ητο μετα Ιησου του Ναζωραιου.
71Когда же он выходил за ворота, увидела его другая, и говорит бывшим там: и этот был с Иисусом Назореем.
72Και παλιν ηρνηθη μεθ' ορκου οτι δεν γνωριζω τον ανθρωπον.
72И он опять отрекся с клятвою, что не знает Сего Человека.
73Μετ' ολιγον δε προσελθοντες οι εστωτες, ειπον προς τον Πετρον· Αληθως και συ εξ αυτων εισαι· διοτι η λαλια σου σε καμνει φανερον.
73Немного спустя подошли стоявшие там и сказали Петру: точно и ты из них, ибо и речь твоя обличает тебя.
74Τοτε ηρχισε να καταναθεματιζη και να ομνυη οτι δεν γνωριζω τον ανθρωπον. Και ευθυς εφωναξεν ο αλεκτωρ.
74Тогда он начал клясться и божиться, что не знает Сего Человека. И вдруг запел петух.
75Και ενεθυμηθη ο Πετρος τον λογον του Ιησου, οστις ειχεν ειπει προς αυτον οτι πριν φωναξη ο αλεκτωρ, τρις θελεις με απαρνηθη· και εξελθων εξω εκλαυσε πικρως.
75И вспомнил Петр слово, сказанное ему Иисусом: прежде нежели пропоет петух, трижды отречешься от Меня. И выйдя вон, плакал горько.