Greek: Modern

Russian 1876

Nahum

2

1[] Ο κατασυντριβων ανεβη εμπροσθεν του προσωπου σου· φυλαττε το οχυρωμα, σκοπευσον την οδον, ενισχυσον τας οσφυς, ενδυναμωσον την ισχυν σου σφοδρα.
1Поднимается на тебя разрушитель: охраняй твердыни, стереги дорогу, укрепи чресла, собирайся с силами.
2Επειδη ο Κυριος απεστρεψε την δοξαν του Ιακωβ καθως την δοξαν του Ισραηλ· διοτι οι τινακται εξετιναξαν αυτους και διεφθειραν τα κληματα αυτων.
2Ибо восстановит Господь величие Иакова, как величие Израиля, потому что опустошили их опустошители и виноградные ветви их истребили.
3Η ασπις των ισχυρων αυτου ειναι κοκκινοβαφης, οι ανδρες δυναμεως ενδεδυμενοι ερυθρα· αι αμαξαι θελουσι κινεισθαι με σιδηρον λαμποντα εν τη ημερα της ετοιμασιας αυτου, και τα ελατινα δορατα θελουσι σεισθη τρομερα.
3Щит героев его красен; воины его в одеждах багряных; огнем сверкают колесницы в день приготовления к бою, и лес копьев волнуется.
4Αι αμαξαι θελουσι θορυβεισθαι εν ταις οδοις, θελουσι συγκρουεσθαι η μια μετα της αλλης εν ταις πλατειαις· η θεα αυτων θελει εισθαι ως λαμπαδες, θελουσι τρεχει ως αστραπαι.
4По улицам несутся колесницы, гремят на площадях; блеск от них, как от огня; сверкают, как молния.
5Θελει ενθυμηθη τους ανδρειους αυτου· αλλα θελουσι κατολισθησει εν τη οδω αυτων· θελουσι σπευσει εις τα τειχη αυτης και ο συνασπισμος θελει ετοιμασθη.
5Он вызывает храбрых своих, но они спотыкаются на ходу своем; поспешают на стены города, но осада уже устроена.
6Αι πυλαι των ποταμων θελουσιν ανοιχθη και τα παλατια θελουσι διαλυθη.
6Речные ворота отворяются, и дворец разрушается.
7Και η καθεστωσα θελει γυμνωθη, θελει μετοικισθη, και αι δουλαι αυτης θελουσιν αναδιδει στεναγμους ως η φωνη των περιστερων, τυπτουσαι τα στηθη αυτων.
7Решено: она будет обнажена и отведена в плен, и рабыни ее будут стонать как голуби, ударяя себя в грудь.
8Και η Νινευη ειναι παλαιοθεν ως λιμνη υδατων· ταυτα ομως θελουσι φυγει. Στητε, στητε, θελουσι φωναζει· και ουδεις ο βλεπων οπισω.
8Ниневия со времени существования своего была как пруд, полный водою, а они бегут. „Стойте, стойте!" Но никто не оглядывается.
9Λαφυραγωγειτε το αργυριον, λαφυραγωγειτε το χρυσιον· διοτι δεν ειναι τελος των θησαυρων αυτης· ειναι πληθος παντος σκευους επιθυμητου.
9Расхищайте серебро, расхищайте золото! нет конца запасам всякой драгоценной утвари.
10Εξεκενωθη και εξετιναχθη και ηρημωθη και η καρδια διαλυεται και τα γονατα κλονιζονται και ωδινες ειναι εις πασας τας οσφυς, τα δε προσωπα παντων ειναι απησβολωμενα.
10Разграблена, опустошена и разорена она, – и тает сердце, коленитрясутся; у всех в чреслах сильная боль, и лица у всех потемнели.
11[] Που ειναι το κατοικητηριον των λεοντων και η βοσκη των σκυμνων, οπου ο λεων, ο γηραιος λεων, περιεπατει και ο σκυμνος του λεοντος, και δεν υπηρχεν ο εκφοβων;
11Где теперь логовище львов и то пастбище для львенков, по которому ходил лев, львица и львенок, и никто не пугал их, –
12Ο λεων διεσπαραττεν ικανα δια τους σκυμνους αυτου και απεπνιγε δια τας λεαινας αυτου, και εγεμιζε τα σπηλαια αυτου απο θηραματος και τα κατοικητηρια αυτου απο αρπαγης.
12лев, похищающий для насыщения щенков своих, и задушающий для львиц своих, и наполняющий добычею пещеры свои и логовища свои похищенным?
13Ιδου, εγω ειμαι εναντιον σου, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, και θελω καυσει τας αμαξας σου μεχρι καπνου και η ρομφαια θελει καταφαγει τους σκυμνους σου, και θελω εξολοθρευσει το θηραμα σου εκ της γης, και δεν θελει ακουσθη πλεον η φωνη των πρεσβεων σου.
13Вот, Я – на тебя! говорит Господь Саваоф. И сожгу в дыму колесницы твои, и меч пожрет львенков твоих, и истреблю с земли добычу твою, и не будет более слышим голос послов твоих.