1[] Εν τω ογδοω μηνι, τω δευτερω ετει του Δαρειου, εγεινε λογος Κυριου προς Ζαχαριαν, τον υιον του Βαραχιου υιου του Ιδδω, τον προφητην, λεγων,
1В восьмом месяце, во второй год Дария, было слово Господне к Захарии, сыну Варахиину, сыну Аддову, пророку:
2Ο Κυριος ωργισθη μεγαλως επι τους πατερας σας.
2прогневался Господь на отцов ваших великим гневом,
3Δια τουτο ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων· Επιστρεψατε προς εμε, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, και θελω επιστρεψει προς εσας, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
3и ты скажи им: так говорит Господь Саваоф: обратитесь ко Мне, говорит Господь Саваоф, и Я обращусь к вам, говорит Господь Саваоф.
4Μη γινεσθε ως οι πατερες σας, προς τους οποιους οι προτεροι προφηται εκραξαν λεγοντες, Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων. Επιστρεψατε τωρα απο των οδων υμων των πονηρων και των πραξεων υμων των πονηρων· και δεν υπηκουσαν και δεν εδωκαν προσοχην εις εμε, λεγει Κυριος.
4Не будьте такими, как отцы ваши, к которым взывали прежде бывшие пророки,говоря: „так говорит Господь Саваоф: обратитесь от злых путей ваших и от злых дел ваших"; но они не слушались и не внимали Мне, говоритГосподь.
5Οι πατερες σας που ειναι, και οι προφηται μηπως θελουσι ζησει εις τον αιωνα;
5Отцы ваши – где они? да и пророки, будут ли они вечно жить?
6Αλλ' οι λογοι μου και τα διαταγματα μου, τα οποια προσεταξα εις τους δουλους μου τους προφητας, δεν εφθασαν εις τους πατερας σας; και αυτοι εστραφησαν και ειπον, Καθως ο Κυριος των δυναμεων εβουλευθη να καμη εις ημας, κατα τας οδους ημων και κατα τας πραξεις ημων, ουτως εκαμεν εις ημας.
6Но слова Мои и определения Мои, которые заповедал Я рабам Моим, пророкам, разве не постигли отцов ваших? и они обращались и говорили: „как определил Господь Саваоф поступить с нами по нашим путям и по нашим делам, так и поступил с нами".
7[] Εν τη εικοστη τεταρτη ημερα του ενδεκατου μηνος, οστις ειναι ο μην Σαβατ, εν τω δευτερω ετει του Δαρειου, εγεινε λογος Κυριου προς Ζαχαριαν τον υιον του Βαραχιου υιου του Ιδδω τον προφητην, λεγων,
7В двадцать четвертый день одиннадцатого месяца, – это месяц Шеват, – во второй год Дария, было слово Господне к Захарии, сыну Варахиину, сыну Аддову, пророку:
8Ειδον την νυκτα και ιδου, ανθρωπος ιππευων εφ' ιππου κοκκινου και ουτος ιστατο μεταξυ των μυρσινων, αιτινες ησαν εν κοιλωματι· και οπισθεν αυτου, ιπποι κοκκινοι, ποικιλοι και λευκοι.
8видел я ночью: вот, муж на рыжем коне стоит между миртами, которые в углублении, а позади него кони рыжие, пегие и белые, –
9Και ειπα, Κυριε μου, τι ειναι ουτοι; Και ειπε προς εμε ο αγγελος ο λαλων μετ' εμου, Εγω θελω σοι δειξει τι ειναι ταυτα.
9и сказал я: кто они, господин мой? И сказал мне Ангел, говоривший сомною: я покажу тебе, кто они.
10Και ο ανθρωπος ο ισταμενος μεταξυ των μυρσινων απεκριθη και ειπεν, Ουτοι ειναι εκεινοι, τους οποιους ο Κυριος εξαπεστειλε να περιοδευσωσι την γην.
10И отвечал муж, который стоял между миртами, и сказал: это те, которых Господь послал обойти землю.
11Και απεκριθησαν προς τον αγγελον του Κυριου τον ισταμενον μεταξυ των μυρσινων και ειπον, Ημεις περιωδευσαμεν την γην και ιδου, πασα η γη καθηται και ησυχαζει.
11И они отвечали Ангелу Господню, стоявшему между миртами, и сказали: обошли мы землю, и вот, вся земля населена и спокойна.
12Και ο αγγελος του Κυριου απεκριθη και ειπε, Κυριε των δυναμεων, εως ποτε δεν θελεις σπλαγχνισθη συ την Ιερουσαλημ και τας πολεις του Ιουδα κατα των οποιων ηγανακτησας τα εβδομηκοντα ταυτα ετη;
12И отвечал Ангел Господень и сказал: Господи Вседержителю! ДоколеТы не умилосердишься над Иерусалимом и над городами Иуды, на которые Ты гневаешься вот уже семьдесят лет?
13Και ο Κυριος απεκριθη προς τον αγγελον τον λαλουντα μετ' εμου λογους καλους λογους παρηγορητικους.
13Тогда в ответ Ангелу, говорившему со мною, изрек Господь слова благие, слова утешительные.
14Και ειπε προς εμε ο αγγελος ο λαλων μετ' εμου, Φωνησον, λεγων, Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων· Ειμαι ζηλοτυπος δια την Ιερουσαλημ και δια την Σιων εν ζηλοτυπια μεγαλη·
14И сказал мне Ангел, говоривший со мною: провозгласи и скажи: так говорит Господь Саваоф: возревновал Я о Иерусалиме и о Сионе ревностью великою;
15και ειμαι σφοδρα ωργισμενος κατα των εθνων των αμεριμνουντων· διοτι ενω εγω ωργισθην ολιγον, αυτα επεβοηθησαν το κακον.
15и великим негодованием негодую на народы, живущие в покое; ибо, когда Я мало прогневался, они усилили зло.
16Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος· Εγω επεστρεψα εις την Ιερουσαλημ εν οικτιρμοις· ο οικος μου θελει ανοικοδομηθη εν αυτη, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, και σχοινιον θελει εκτανθη επι την Ιερουσαλημ.
16Посему так говорит Господь: Я обращаюсь к Иерусалиму с милосердием; в нем соорудится дом Мой, говорит Господь Саваоф, и землемерная вервь протянется по Иерусалиму.
17Φωνησον ετι λεγων, Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων· Αι πολεις μου οτι θελουσι πλημμυρησει απο αγαθων και ο Κυριος θελει παρηγορησει ετι την Σιων και θελει εκλεξει παλιν την Ιερουσαλημ.
17Еще провозгласи и скажи: так говорит Господь Саваоф: снова переполнятся города Мои добром, и утешит Господь Сион, и снова изберет Иерусалим.
18[] Και υψωσα τους οφθαλμους μου και ειδον και ιδου, τεσσαρα κερατα·
18И поднял я глаза мои и увидел: вот четыре рога.
19και ειπα προς τον αγγελον τον λαλουντα μετ' εμου, Τι ειναι ταυτα; Ο δε απεκριθη προς εμε, Ταυτα ειναι τα κερατα, τα οποια διεσκορπισαν τον Ιουδαν, τον Ισραηλ και την Ιερουσαλημ.
19И сказал я Ангелу, говорившему со мною: что это? И он ответил мне: это роги, которые разбросали Иуду, Израиля и Иерусалим.
20Και ο Κυριος εδειξεν εις εμε τεσσαρας τεκτονας·
20Потом показал мне Господь четырех рабочих.
21και ειπα, Τι ερχονται ουτοι να καμωσι; Και απεκριθη λεγων, ταυτα ειναι τα κερατα τα οποια διεσκορπισαν τον Ιουδαν, ωστε ουδεις εσηκωσε την κεφαλην αυτου· και ουτοι ηλθον δια να φοβισωσιν αυτα, δια να εκτιναξωσι τα κερατα των εθνων, τα οποια εσηκωσαν το κερας εναντιον της γης του Ιουδα δια να διασκορπισωσιν αυτην.
21И сказал я: что они идут делать? Он сказал мне так: эти роги разбросали Иуду, так что никто не может поднять головы своей; а сии пришли устрашить их, сбить роги народов, поднявших рог свой против земли Иуды, чтобы рассеять ее.