1[] Και παλιν υψωσα τους οφθαλμους μου και ειδον και ιδου, τομος πετωμενος.
1И опять поднял я глаза мои и увидел: вот летитсвиток.
2Και ειπε προς εμε, Τι βλεπεις συ; Και απεκριθην, Βλεπω τομον πετωμενον, το μηκος αυτου εικοσι πηχων και το πλατος αυτου δεκα πηχων.
2И сказал он мне: что видишь ты? Я отвечал: вижу летящий свиток; длина его двадцать локтей, а ширина его десять локтей.
3Και ειπε προς εμε, Αυτη ειναι η καταρα η εξερχομενη επι το προσωπον πασης της γης· διοτι πας οστις κλεπτει θελει εξολοθρευθη, ως γραφεται εν αυτω εντευθεν· και πας οστις ομνυει θελει εξολοθρευθη, ως γραφεται εν αυτω εκειθεν.
3Он сказал мне: это проклятие, исходящее на лице всей земли; ибо всякий,кто крадет, будет истреблен, как написано на одной стороне, и всякий, клянущийся ложно, истреблен будет, как написано на другой стороне.
4Θελω εκφερει αυτην, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, και θελει εισελθει εις τον οικον του κλεπτου και εις τον οικον του ομνυοντος εις το ονομα μου ψευδως· και θελει διαμεινει εν μεσω του οικου αυτου, και θελει εξολοθρευσει αυτον και τα ξυλα αυτου και τους λιθους αυτου.
4Я навел его, говорит Господь Саваоф, и оно войдет в дом татя и в дом клянущегося Моим именем ложно, и пребудет в доме его, и истребит его, и дерева его, и камни его.
5[] Και ο αγγελος ο λαλων μετ' εμου εξηλθε και ειπε προς εμε, Υψωσον τωρα τους οφθαλμους σου και ιδε τι ειναι τουτο το εξερχομενον.
5И вышел Ангел, говоривший со мною, и сказал мне: подними еще глаза твои и посмотри, что это выходит?
6Και ειπα, Τι ειναι τουτο; Ο δε ειπε, τουτο το οποιον εξερχεται ειναι εφα· και ειπε, Τουτο ειναι η παραστασις αυτων καθ' ολην την γην.
6Когда же я сказал: что это? Он отвечал: это выходит ефа, и сказал: это образ их по всей земле.
7Και ιδου, εσηκονετο ταλαντον μολυβδου· και ιδου, μια γυνη εκαθητο εν τω μεσω του εφα.
7И вот, кусок свинца поднялся, и там сидела одна женщина посреди ефы.
8Και ειπεν, Αυτη ειναι η ασεβεια. Και ερριψεν αυτην εις το μεσον του εφα, και ερριψε το μολυβδινον ζυγιον εις το στομα αυτου.
8И сказал он: эта женщина – само нечестие, и бросил ее в средину ефы, а на отверстие ее бросил свинцовый кусок.
9Τοτε υψωσα τους οφθαλμους μου και ειδον και ιδου, εξηρχοντο δυο γυναικες και ανεμος ητο εν ταις πτερυξιν αυτων, διοτι αυται ειχον πτερυγας ως πτερυγας πελαργου· και εσηκωσαν το εφα αναμεσον της γης και του ουρανου.
9И поднял я глаза мои и увидел: вот, появились две женщины, и ветер был в крыльях их, и крылья у них как крылья аиста; и подняли ониефу и понесли ее между землею и небом.
10Και ειπα προς τον αγγελον τον λαλουντα μετ' εμου, Που φερουσιν αυται το εφα;
10И сказал я Ангелу, говорившему со мною: куда несут они эту ефу?
11Και ειπε προς εμε, Δια να οικοδομησωσι δι' αυτο οικον εν τη γη Σεννααρ· και θελει στηριχθη και θελει τεθη εκει επι την βασιν αυτου.
11Тогда сказал он мне: чтобы устроить для нее дом в земле Сеннаар, и когда будет все приготовлено, то она поставится там на своей основе.