1[] Ουαι η παραδεδειγματισμενη και μεμολυσμενη· η πολις η καταθλιβουσα
1Горе городу нечистому и оскверненному, притеснителю!
2Δεν υπηκουσεν εις την φωνην· δεν εδεχθη διορθωσιν· δεν ηλπισεν επι τον Κυριον· δεν επλησιασεν εις τον Θεον αυτης.
2Не слушает голоса, не принимает наставления, на Господа не уповает, к Богу своему не приближается.
3Οι αρχοντες αυτης ειναι εν αυτη λεοντες ωρυομενοι· οι κριται αυτης λυκοι της εσπερας· δεν αφινουσιν ουδεν δια το πρωι.
3Князья его посреди него – рыкающие львы, судьи его – вечерние волки, не оставляющие до утра ни одной кости.
4Οι προφηται αυτης ειναι προπετεις, ανθρωποι δολιοι· οι ιερεις αυτης εβεβηλωσαν το αγιαστηριον, ηθετησαν τον νομον.
4Пророки его – люди легкомысленные, вероломные; священники его оскверняют святыню, попирают закон.
5Ο Κυριος ειναι δικαιος εν μεσω αυτης· δεν θελει καμει αδικιαν· κατα πασαν πρωιαν φερει την κρισιν αυτου εις φως, δεν απολειπει· αλλ' ο διεφθαρμενος δεν γνωριζει αισχυνην.
5Господь праведен посреди него, не делает неправды, каждое утро являет суд Свой неизменно; но беззаконник не знает стыда.
6Εξωλοθρευσα εθνη· οι πυργοι αυτων ειναι ηρημωμενοι· ηρημωσα τας οδους αυτων, ωστε να μη υπαρχη διαβαινων· αι πολεις αυτων ηφανισθησαν, ωστε δεν υπαρχει ουδεις κατοικων.
6Я истребил народы, разрушены твердыни их; пустымисделал улицы их, так что никто уже не ходит по ним; разорены города их:нет ни одного человека, нет жителей.
7Ειπα, Βεβαιως ηθελες με φοβηθη, ηθελες δεχθη παιδειαν, και η κατοικια αυτης δεν ηθελεν εξολοθρευθη, οσον και αν ετιμωρουν αυτην· πλην αυτοι εσπευσαν να διαφθειρωσι πασας τας πραξεις αυτων.
7Я говорил: „бойся только Меня, принимай наставление!" и не будет истреблено жилище его, и не постигнет его зло, какое Я постановил о нем; а они прилежно старались портить все свои действия.
8[] Δια τουτο προσμενετε με, λεγει Κυριος, μεχρι της ημερας καθ' ην εγειρομαι προς λεηλασιαν· διοτι η αποφασις μου ειναι να συναξω τα εθνη, να συναθροισω τα βασιλεια, να εκχεω επ' αυτα την αγανακτησιν μου, ολην την εξαψιν της οργης μου· επειδη πασα η γη θελει καταναλωθη υπο του πυρος του ζηλου μου.
8Итак ждите Меня, говорит Господь, до того дня, когда Я восстанудля опустошения, ибо Мною определено собрать народы, созвать царства, чтобы излить на них негодование Мое, всю ярость гнева Моего; ибо огнем ревности Моей пожрана будет вся земля.
9Διοτι τοτε θελω αποκαταστησει εις τους λαους γλωσσαν καθαραν, δια να επικαλωνται παντες το ονομα του Κυριου, να δουλευωσιν αυτον υπο ενα ζυγον.
9Тогда опять Я дам народам уста чистые, чтобы все призывали имя Господа и служили Ему единодушно.
10Απο του περαν των ποταμων της Αιθιοπιας οι ικεται μου, η θυγατηρ των διεσπαρμενων μου, θελουσι φερει την προσφοραν μου.
10Из заречных стран Ефиопии поклонники Мои, дети рассеянных Моих, принесут Мне дары.
11Εν τη ημερα εκεινη δεν θελεις αισχυνεσθαι δια πασας τας πραξεις σου, δι' ων ηνομησας εναντιον μου· διοτι τοτε θελω αφαιρεσει εκ μεσου σου τους καυχωμενους εις την μεγαλοπρεπειαν σου, και δεν θελεις πλεον μεγαλαυχει κατα του ορους του αγιου μου.
11В тот день ты не будешь срамить себя всякими поступками твоими, какими тыгрешил против Меня, ибо тогда Я удалю из среды твоей тщеславящихся твоею знатностью, и не будешь более превозноситься на святой горе Моей.
12Και θελω αφησει εν μεσω σου λαον τεθλιμμενον και πτωχον, και ουτοι θελουσιν ελπιζει επι το ονομα του Κυριου.
12Но оставлю среди тебя народ смиренный и простой, и они будут уповать на имя Господне.
13Το υπολοιπον του Ισραηλ δεν θελει πραξει ανομιαν ουδε λαλησει ψευδη, ουδε θελει ευρεθη εν τω στοματι αυτων γλωσσα δολια· διοτι αυτοι θελουσι βοσκει και πλαγιαζει, και δεν θελει υπαρχει ο εκφοβων.
13Остатки Израиля не будут делать неправды, не станут говорить лжи, и не найдется в устах их языка коварного, ибо сами будут пастись и покоиться, и никто непотревожит их.
14[] Ψαλλε, θυγατερ Σιων· αλαλαξατε, Ισραηλ· τερπου και ευφραινου εξ ολης καρδιας, θυγατερ Ιερουσαλημ.
14Ликуй, дщерь Сиона! торжествуй, Израиль! веселись и радуйся от всего сердца, дщерь Иерусалима!
15Αφηρεσεν ο Κυριος τας κρισεις σου, απεστρεψε τον εχθρον σου· βασιλευς του Ισραηλ ειναι ο Κυριος εν μεσω σου· δεν θελεις πλεον ιδει κακον.
15Отменил Господь приговор над тобою, прогнал врага твоего! Господь, царь Израилев, посреди тебя: уже более не увидишь зла.
16Εν τη ημερα εκεινη θελει λεχθη προς την Ιερουσαλημ, Μη φοβου· Σιων, ας μη εκλυωνται αι χειρες σου.
16В тот день скажут Иерусалиму: „не бойся", и Сиону: „да не ослабевают руки твои!"
17Κυριος ο Θεος σου, ο εν μεσω σου, ο δυνατος, θελει σε σωσει, θελει ευφρανθη επι σε εν χαρα, θελει αναπαυεσθαι εις την αγαπην αυτου, θελει ευφραινεσθαι εις σε εν ασμασι.
17Господь Бог твой среди тебя, Он силен спасти тебя; возвеселится отебе радостью, будет милостив по любви Своей, будет торжествовать о тебе с ликованием.
18Θελω συναξει τους λελυπημενους δια τας επισημους εορτας, τους οντας απο σου, εις τους οποιους ητο βαρος ο ονειδισμος.
18Сетующих о торжественных празднествах Я соберу: твои они, на них тяготеет поношение.
19Ιδου, εν τω καιρω εκεινω θελω αφανισει παντας τους καταθλιβοντας σε· και θελω σωσει την χωλαινουσαν και συναξει την εξωσμενην· και θελω καταστησει αυτους επαινον και δοξαν εν παντι τοπω της αισχυνης αυτων.
19Вот, Я стесню всех притеснителей твоих в то время и спасу хромлющее, и соберу рассеянное, и приведу их в почет и именитость на всей этойземле поношения их.
20Εν τω καιρω εκεινω θελω σας φερει και εν τω καιρω εκεινω θελω σας συναξει· διοτι θελω σας καμει ονομαστους και επαινετους μεταξυ παντων των λαων της γης, οταν εγω αποστρεψω την αιχμαλωσιαν σας εμπροσθεν των οφθαλμων σας, λεγει Κυριος.
20В то время приведу вас и тогда же соберу вас, ибо сделаю вас именитыми и почетными между всеми народами земли, когда возвращу плен ваш перед глазами вашими,говорит Господь.