1[] Τοτε Ελιφας ο Θαιμανιτης απεκριθη και ειπεν·
1Then Eliphaz the Temanite answered,
2Εαν επιχειρισθωμεν να λαλησωμεν προς σε, θελεις δυσαρεστηθη; αλλα τις δυναται να κρατηθη απο του να ομιληση;
2“If someone ventures to talk with you, will you be grieved? But who can withhold himself from speaking?
3Ιδου, συ ενουθετησας πολλους· και χειρας αδυνατους ενισχυσας.
3Behold, you have instructed many, you have strengthened the weak hands.
4Οι λογοι σου υπεστηριξαν τους κλονιζομενους, και γονατα καμπτοντα ενεδυναμωσας.
4Your words have supported him who was falling, You have made firm the feeble knees.
5Τωρα δε ηλθεν επι σε τουτο, και βαρυθυμεις· σε εγγιζει, και ταραττεσαι.
5But now it has come to you, and you faint. It touches you, and you are troubled.
6Ο φοβος σου δεν ειναι το θαρρος σου, και η ευθυτης των οδων σου η ελπις σου;
6Isn’t your piety your confidence? Isn’t the integrity of your ways your hope?
7[] Ενθυμηθητι, παρακαλω· τις αθωος ων απωλεσθη; και που εξωλοθρευθησαν οι ευθεις;
7“Remember, now, whoever perished, being innocent? Or where were the upright cut off?
8Καθως εγω ειδον, οσοι ηροτριασαν ανομιαν και εσπειραν ασεβειαν, θεριζουσιν αυτας·
8According to what I have seen, those who plow iniquity, and sow trouble, reap the same.
9εξολοθρευονται υπο του φυσηματος του Θεου, και απο της πνοης των μυκτηρων αυτου αφανιζονται·
9By the breath of God they perish. By the blast of his anger are they consumed.
10ο βρυγμος του λεοντος και η φωνη του αγριου λεοντος και το γαυριαμα των σκυμνων, εσβεσθησαν·
10The roaring of the lion, and the voice of the fierce lion, the teeth of the young lions, are broken.
11ο λεων απολλυται δι' ελλειψιν θηραματος, και οι σκυμνοι της λεαινας διασκορπιζονται.
11The old lion perishes for lack of prey. The cubs of the lioness are scattered abroad.
12[] Και λογος ηλθεν επ' εμε κρυφιως, και το ωτιον μου ελαβε τι παρ' αυτου.
12“Now a thing was secretly brought to me. My ear received a whisper of it.
13Εν μεσω των στοχασμων δια τα οραματα της νυκτος, οτε βαθυς υπνος πιπτει επι τους ανθρωπους,
13In thoughts from the visions of the night, when deep sleep falls on men,
14Φρικη συνελαβε με και τρομος, και μεγαλως τα οστα μου συνεσεισε.
14fear came on me, and trembling, which made all my bones shake.
15Και πνευμα διηλθεν απ' εμπροσθεν μου, αι τριχες του σωματος μου ανεσηκωθησαν·
15Then a spirit passed before my face. The hair of my flesh stood up.
16εσταθη, αλλ' εγω δεν διεκρινα την μορφην αυτου· σχημα εφανη εμπροσθεν των οφθαλμων μου· ηκουσα λεπτον φυσημα και φωνην λεγουσαν,
16It stood still, but I couldn’t discern its appearance. A form was before my eyes. Silence, then I heard a voice, saying,
17Ο ανθρωπος θελει εισθαι δικαιοτερος του Θεου; θελει εισθαι ο ανθρωπος καθαρωτερος του Ποιητου αυτου;
17‘Shall mortal man be more just than God? Shall a man be more pure than his Maker?
18Ιδου, αυτος δεν εμπιστευεται εις τους δουλους αυτου, και εν τοις αγγελοις αυτου βλεπει ελαττωμα·
18Behold, he puts no trust in his servants. He charges his angels with error.
19ποσω μαλλον εις τους κατοικουντας οικιας πηλινας, αιτινες εχουσι το θεμελιον αυτων εν τω χωματι και αφανιζονται εμπροσθεν του σαρακιου;
19How much more, those who dwell in houses of clay, whose foundation is in the dust, who are crushed before the moth!
20Απο πρωι εως εσπερας φθειρονται· χωρις να νοηση τις, αφανιζονται δια παντος.
20Between morning and evening they are destroyed. They perish forever without any regarding it.
21Το μεγαλειον αυτων το εν αυτοις δεν παρερχεται; Αποθνησκουσιν, αλλ' ουχι εν σοφια.
21Isn’t their tent cord plucked up within them? They die, and that without wisdom.’