1[] Ουαι εις εμε, διοτι ειμαι ως επικαρπολογια θερους, ως επιφυλλις τρυγητου δεν υπαρχει βοτρυς δια να φαγη τις η ψυχη μου επεθυμησε τας απαρχας των καρπων.
1Misery is mine! Indeed, I am like one who gathers the summer fruits, as gleanings of the vineyard: There is no cluster of grapes to eat. My soul desires to eat the early fig.
2Ο οσιος απωλεσθη εκ της γης και ο ευθυς δεν υπαρχει μεταξυ των ανθρωπων παντες ενεδρευουσι δια αιμα κυνηγουσιν εκαστος τον αδελφον αυτου.
2The godly man has perished out of the earth, and there is no one upright among men. They all lie in wait for blood; every man hunts his brother with a net.
3Εις το να κακοποιωσιν ετοιμαζουσι τας χειρας αυτων ο αρχων απαιτει και ο κριτης κρινει επι μισθω· και ο μεγαλος προφερει την πονηραν αυτου επιθυμιαν, την οποιαν συμπεριστρεφομενοι εκπληρουσιν.
3Their hands are on that which is evil to do it diligently. The ruler and judge ask for a bribe; and the powerful man dictates the evil desire of his soul. Thus they conspire together.
4Ο καλητερος αυτων ειναι ως ακανθα· ο ευθυς οξυτερος φραγμου ακανθωδους· η ημερα των φυλακων σου, η επισκεψις σου εφθασε· τωρα θελει εισθαι η αμηχανια αυτων.
4The best of them is like a brier. The most upright is worse than a thorn hedge. The day of your watchmen, even your visitation, has come; now is the time of their confusion.
5Μη εμπιστευεσθε εις φιλον, μη θαρρειτε εις οικειον· φυλαττε τας θυρας του στοματος σου απο της συγκαθευδουσης εν τω κολπω σου·
5Don’t trust in a neighbor. Don’t put confidence in a friend. With the woman lying in your embrace, be careful of the words of your mouth!
6διοτι ο υιος περιφρονει τον πατερα, η θυγατηρ επανισταται κατα της μητρος αυτης, η νυμφη κατα της πενθερας αυτης· οι εχθροι του ανθρωπου ειναι οι ανθρωποι της εαυτου οικιας.
6For the son dishonors the father, the daughter rises up against her mother, the daughter-in-law against her mother-in-law; a man’s enemies are the men of his own house.
7[] Εγω δε θελω επιβλεψει επι Κυριον· θελω προσμεινει τον Θεον της σωτηριας μου· ο Θεος μου θελει μου εισακουσει.
7But as for me, I will look to Yahweh. I will wait for the God of my salvation. My God will hear me.
8Μη ευφραινου εις εμε, η εχθρα μου· αν και επεσα, θελω σηκωθη· αν και εκαθησα εν σκοτει, ο Κυριος θελει εισθαι φως εις εμε.
8Don’t rejoice against me, my enemy. When I fall, I will arise. When I sit in darkness, Yahweh will be a light to me.
9Θελω υποφερει την οργην του Κυριου, διοτι ημαρτησα εις αυτον, εωσου διαδικαση την δικην μου και καμη την κρισιν μου· θελει με εξαξει εις το φως, θελω ιδει την δικαιοσυνην αυτου.
9I will bear the indignation of Yahweh, because I have sinned against him, until he pleads my case, and executes judgment for me. He will bring me forth to the light. I will see his righteousness.
10Και θελει ιδει η εχθρα μου, και αισχυνη θελει περικαλυψει αυτην, ητις λεγει προς εμε, Που ειναι Κυριος ο Θεος σου; οι οφθαλμοι μου θελουσιν ιδει αυτην· τωρα θελει εισθαι εις καταπατημα ως ο πηλος των οδων.
10Then my enemy will see it, and shame will cover her who said to me, where is Yahweh your God? Then my enemy will see me and will cover her shame. Now she will be trodden down like the mire of the streets.
11Καθ' ην ημεραν τα τειχη σου μελλουσι να κτισθωσι, την ημεραν εκεινην θελει διαδοθη εις μακραν το προσταγμα.
11A day to build your walls— In that day, he will extend your boundary.
12Την ημεραν εκεινην θελουσιν ελθει εως εις σε απο της Ασσυριας και των πολεων της Αιγυπτου και απο της Αιγυπτου εως του ποταμου και απο θαλασσης εως θαλασσης και απο ορους εως ορους.
12In that day they will come to you from Assyria and the cities of Egypt, and from Egypt even to the River, and from sea to sea, and mountain to mountain.
13Και η γη θελει ερημωθη εξ αιτιας των κατοικουντων αυτην, δια τον καρπον των πραξεων αυτων.
13Yet the land will be desolate because of those who dwell therein, for the fruit of their doings.
14[] Ποιμαινε τον λαον σου εν τη ραβδω σου, το ποιμνιον της κληρονομιας σου, το οποιον κατοικει μεμονωμενον εν τω δασει, εν μεσω του Καρμηλου· ας νεμωνται την Βασαν και την Γαλααδ καθως εν ταις αρχαιαις ημεραις.
14Shepherd your people with your staff, the flock of your heritage, who dwell by themselves in a forest, in the midst of fertile pasture land, let them feed; in Bashan and Gilead, as in the days of old.
15Καθως εν ταις ημεραις της εξοδου σου εκ γης Αιγυπτου θελω δειξει εις αυτον θαυμασια.
15“As in the days of your coming forth out of the land of Egypt, I will show them marvelous things.”
16Τα εθνη θελουσιν ιδει και θελουσι καταισχυνθη δια πασαν την ισχυν αυτων· θελουσιν επιθεσει την χειρα επι το στομα, τα ωτα αυτων θελουσι κωφωθη.
16The nations will see and be ashamed of all their might. They will lay their hand on their mouth. Their ears will be deaf.
17Θελουσι γλειφει το χωμα ως οφεις, ως τα ερπετα της γης θελουσι συρεσθαι απο των τρυπων αυτων· θελουσιν εκπλαγη εις Κυριον τον Θεον ημων και θελουσι φοβηθη απο σου.
17They will lick the dust like a serpent. Like crawling things of the earth they shall come trembling out of their dens. They will come with fear to Yahweh our God, and will be afraid because of you.
18Τις Θεος ομοιος σου, συγχωρων ανομιαν και παραβλεπων την παραβασιν του υπολοιπου της κληρονομιας αυτου; δεν φυλαττει την οργην αυτου διαπαντος, διοτι αυτος αρεσκεται εις το ελεος.
18Who is a God like you, who pardons iniquity, and passes over the disobedience of the remnant of his heritage? He doesn’t retain his anger forever, because he delights in loving kindness.
19Θελει επιστρεψει, θελει ευσπλαγχνισθη ημας, θελει καταστρεψει τας ανομιας ημων· και θελεις ριψει πασας τας αμαρτιας αυτων εις τα βαθη της θαλασσης.
19He will again have compassion on us. He will tread our iniquities under foot; and you will cast all their sins into the depths of the sea.
20Θελεις εκτελεσει αληθειαν εις τον Ιακωβ, ελεος εις τον Αβρααμ, καθως ωμοσας εις τους πατερας ημων απο των αρχαιων ημερων.
20You will give truth to Jacob, and mercy to Abraham, as you have sworn to our fathers from the days of old.