1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον, υπο Σοσανιμ. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Σωσον με, Θεε, διοτι εισηλθον υδατα εως ψυχης μου.
1Save me, God, for the waters have come up to my neck!
2Εβυθισθην εις βαθυν πηλον, οπου δεν ειναι τοπος στερεος δια να σταθω· εφθασα εις τα βαθη των υδατων, και το ρευμα με κατακλυζει.
2I sink in deep mire, where there is no foothold. I have come into deep waters, where the floods overflow me.
3Ητονησα κραζων· ο λαρυγξ μου εξηρανθη· απεκαμον οι οφθαλμοι μου απο του να περιμενω τον Θεον μου.
3I am weary with my crying. My throat is dry. My eyes fail, looking for my God.
4Οι μισουντες με αναιτιως επληθυνθησαν υπερ τας τριχας της κεφαλης μου· εκραταιωθησαν οι εχθροι μου οι προσπαθουντες να με αφανισωσιν αδικως. Τοτε εγω επεστρεψα ο, τι δεν ηρπασα.
4Those who hate me without a cause are more than the hairs of my head. Those who want to cut me off, being my enemies wrongfully, are mighty. I have to restore what I didn’t take away.
5Θεε, συ γνωριζεις την αφροσυνην μου· και τα πλημμεληματα μου δεν ειναι κεκρυμμενα απο σου.
5God, you know my foolishness. My sins aren’t hidden from you.
6Ας μη αισχυνθωσιν εξ αιτιας μου, Κυριε Θεε των δυναμεων, οι προσμενοντες σε· ας μη εντραπωσι δι' εμε οι εκζητουντες σε, Θεε του Ισραηλ.
6Don’t let those who wait for you be shamed through me, Lord Yahweh of Armies. Don’t let those who seek you be brought to dishonor through me, God of Israel.
7Διοτι ενεκα σου υπεφερα ονειδισμον· αισχυνη εκαλυψε το προσωπον μου.
7Because for your sake, I have borne reproach. Shame has covered my face.
8Ξενος εγεινα εις τους αδελφους μου, και αλλογενης εις τους υιους της μητρος μου·
8I have become a stranger to my brothers, an alien to my mother’s children.
9Διοτι ο ζηλος του οικου σου με κατεφαγε· και οι ονειδισμοι των ονειδιζοντων σε επεπεσον επ εμε.
9For the zeal of your house consumes me. The reproaches of those who reproach you have fallen on me.
10Και εκλαυσα ταλαιπωρων εν νηστεια την ψυχην μου, αλλα τουτο εγεινεν εις ονειδος μου.
10When I wept and I fasted, that was to my reproach.
11Και εκαμα τον σακκον ενδυμα μου και εγεινα εις αυτους παροιμια.
11When I made sackcloth my clothing, I became a byword to them.
12Κατ' εμου λαλουσιν οι καθημενοι εν ταις πυλαις, και εγεινα ασμα των μεθυοντων.
12Those who sit in the gate talk about me. I am the song of the drunkards.
13[] Εγω δε προς σε κατευθυνω την προσευχην μου, Κυριε· καιρος ευμενειας ειναι· Θεε, κατα το πληθος του ελεους σου, επακουσον μου, κατα την αληθειαν της σωτηριας σου.
13But as for me, my prayer is to you, Yahweh, in an acceptable time. God, in the abundance of your loving kindness, answer me in the truth of your salvation.
14Ελευθερωσον με απο του πηλου, δια να μη βυθισθω· ας ελευθερωθω εκ των μισουντων με και εκ των βαθεων των υδατων.
14Deliver me out of the mire, and don’t let me sink. Let me be delivered from those who hate me, and out of the deep waters.
15Ας μη με κατακλυση το ρευμα των υδατων, μηδε ας με καταπιη ο βυθος· και το φρεαρ ας μη κλειση το στομα αυτου επ' εμε.
15Don’t let the flood waters overwhelm me, neither let the deep swallow me up. Don’t let the pit shut its mouth on me.
16Εισακουσον μου, Κυριε, διοτι αγαθον ειναι το ελεος σου· κατα το πληθος των οικτιρμων σου επιβλεψον επ' εμε.
16Answer me, Yahweh, for your loving kindness is good. According to the multitude of your tender mercies, turn to me.
17Και μη κρυψης το προσωπον σου απο του δουλου σου· επειδη θλιβομαι, ταχεως επακουσον μου.
17Don’t hide your face from your servant, for I am in distress. Answer me speedily!
18Πλησιασον εις την ψυχην μου· λυτρωσον αυτην· ενεκα των εχθρων μου λυτρωσον με.
18Draw near to my soul, and redeem it. Ransom me because of my enemies.
19συ γνωριζεις τον ονειδισμον μου και την αισχυνην μου και την εντροπην μου· ενωπιον σου ειναι παντες οι θλιβοντες με.
19You know my reproach, my shame, and my dishonor. My adversaries are all before you.
20Ονειδισμος συνετριψε την καρδιαν μου· και ειμαι περιλυπος· περιεμεινα δε συλλυπουμενον, αλλα δεν υπηρξε, και παρηγορητας, αλλα δεν ευρηκα.
20Reproach has broken my heart, and I am full of heaviness. I looked for some to take pity, but there was none; for comforters, but I found none.
21Και εδωκαν εις εμε χολην δια φαγητον μου, και εις την διψαν μου με εποτισαν οξος.
21They also gave me gall for my food. In my thirst, they gave me vinegar to drink.
22[] Ας γεινη η τραπεζα αυτων εμπροσθεν αυτων εις παγιδα και εις ανταποδοσιν και εις βροχον.
22Let their table before them become a snare. May it become a retribution and a trap.
23Ας σκοτισθωσιν οι οφθαλμοι αυτων δια να μη βλεπωσι· και την ραχιν αυτων διαπαντος κυρτωσον.
23Let their eyes be darkened, so that they can’t see. Let their backs be continually bent.
24Εκχεε επ' αυτους την οργην σου· και ο θυμος της αγανακτησεως σου ας συλλαβη αυτους.
24Pour out your indignation on them. Let the fierceness of your anger overtake them.
25Ας γεινωσιν ερημα τα παλατια αυτων· εν ταις σκηναις αυτων ας μη ηναι ο κατοικων.
25Let their habitation be desolate. Let no one dwell in their tents.
26Διοτι εκεινον, τον οποιον συ επαταξας, αυτοι κατεδιωξαν· και λαλουσι περι του πονου εκεινων, τους οποιους επληγωσας.
26For they persecute him whom you have wounded. They tell of the sorrow of those whom you have hurt.
27Προσθες ανομιαν επι την ανομιαν αυτων, και ας μη εισελθωσιν εις την δικαιοσυνην σου.
27Charge them with crime upon crime. Don’t let them come into your righteousness.
28Ας εξαλειφθωσιν εκ βιβλου ζωντων και μετα των δικαιων ας μη καταγραφθωσιν.
28Let them be blotted out of the book of life, and not be written with the righteous.
29Εμε δε, τον πτωχον και λελυπημενον, η σωτηρια σου, Θεε, ας με υψωση.
29But I am in pain and distress. Let your salvation, God, protect me.
30[] Θελω αινεσει το ονομα του Θεου εν ωδη και θελω μεγαλυνει αυτον εν υμνοις.
30I will praise the name of God with a song, and will magnify him with thanksgiving.
31Τουτο βεβαιως θελει αρεσει εις τον Κυριον, υπερ μοσχον νεον εχοντα κερατα και οπλας.
31It will please Yahweh better than an ox, or a bull that has horns and hoofs.
32Οι ταπεινοι θελουσιν ιδει· θελουσι ευφρανθη· και η καρδια υμων των εκζητουντων τον Θεον θελει ζησει.
32The humble have seen it, and are glad. You who seek after God, let your heart live.
33Διοτι εισακουει των πενητων ο Κυριος και τους δεσμιους αυτου δεν καταφρονει.
33For Yahweh hears the needy, and doesn’t despise his captive people.
34Ας αινεσωσιν αυτον οι ουρανοι και η γη, αι θαλασσαι και παντα τα κινουμενα εν αυταις.
34Let heaven and earth praise him; the seas, and everything that moves therein!
35Διοτι ο Θεος θελει σωσει την Σιων, και θελει οικοδομησει τας πολεις του Ιουδα· και θελουσι κατοικησει εκει και θελουσι κληρονομησει αυτην.
35For God will save Zion, and build the cities of Judah. They shall settle there, and own it.
36Και το σπερμα των δουλων αυτου θελει κληρονομησει αυτην, και οι αγαπωντες το ονομα αυτου θελουσι κατοικει εν αυτη.
36The children also of his servants shall inherit it. Those who love his name shall dwell therein.