1ויהי מימים בימי קציר חטים ויפקד שמשון את אשתו בגדי עזים ויאמר אבאה אל אשתי החדרה ולא נתנו אביה לבוא׃
1[] Και μετα τινα καιρον, εν ταις ημεραις του θερισμου του σιτου επεσκεφθη ο Σαμψων την γυναικα αυτου, φερων εριφιον εξ αιγων· και ειπε, Θελω εισελθει προς την γυναικα μου εις τον κοιτωνα. Αλλ' ο πατηρ αυτης δεν αφηκεν αυτον να εισελθη.
2ויאמר אביה אמר אמרתי כי שנא שנאתה ואתננה למרעך הלא אחתה הקטנה טובה ממנה תהי נא לך תחתיה׃
2Και ειπεν ο πατηρ αυτης, Ειπα κατ' εμαυτον οτι διολου εμισησας αυτην· δια τουτο εδωκα αυτην εις τον συντροφον σου· η μικροτερα αδελφη αυτης δεν ειναι ωραιοτερα αυτης; λαβε λοιπον αυτην αντ' εκεινης.
3ויאמר להם שמשון נקיתי הפעם מפלשתים כי עשה אני עמם רעה׃
3Ο δε Σαμψων ειπε περι αυτων, Τωρα θελω εισθαι αθωος προς τους Φιλισταιους, αν εγω κακοποιω αυτους.
4וילך שמשון וילכד שלש מאות שועלים ויקח לפדים ויפן זנב אל זנב וישם לפיד אחד בין שני הזנבות בתוך׃
4Και υπηγεν ο Σαμψων και επιασε τριακοσιας αλωπεκας, και ελαβε λαμπαδας, και εστρεψεν ουραν προς ουραν και εβαλε μιαν λαμπαδα μεταξυ των δυο ουρων εις το μεσον.
5ויבער אש בלפידים וישלח בקמות פלשתים ויבער מגדיש ועד קמה ועד כרם זית׃
5Και αναψας τας λαμπαδας, απελυσεν εις τα σπαρτα των Φιλισταιων, και εκαυσε τας θημωνιας, εως και τα αθεριστα ασταχυα, εως και τας αμπελους και ελαιας.
6ויאמרו פלשתים מי עשה זאת ויאמרו שמשון חתן התמני כי לקח את אשתו ויתנה למרעהו ויעלו פלשתים וישרפו אותה ואת אביה באש׃
6Τοτε οι Φιλισταιοι ειπον, Τις εκαμε τουτο; Και απεκριθησαν, Σαμψων ο γαμβρος του Θαμναθαιου· διοτι ελαβε την γυναικα αυτου και εδωκεν αυτην εις τον συντροφον αυτου. Και ανεβησαν οι Φιλισταιοι και εκαυσαν αυτην και τον πατερα αυτης εν πυρι.
7ויאמר להם שמשון אם תעשון כזאת כי אם נקמתי בכם ואחר אחדל׃
7Και ειπε προς αυτους ο Σαμψων, Αν και σεις εκαμετε τουτο, εγω ομως θελω εκδικηθη εναντιον σας, και μετα ταυτα θελω παυσει.
8ויך אותם שוק על ירך מכה גדולה וירד וישב בסעיף סלע עיטם׃
8Και επαταξεν αυτους κνημην και μηρον εν σφαγη μεγαλη· και κατεβη και εκαθισεν εις το χασμα της πετρας Ηταμ.
9ויעלו פלשתים ויחנו ביהודה וינטשו בלחי׃
9[] Ανεβησαν δε οι Φιλισταιοι και εστρατοπεδευσαν εν γη Ιουδα και διεχυθησαν εις Λεχι.
10ויאמרו איש יהודה למה עליתם עלינו ויאמרו לאסור את שמשון עלינו לעשות לו כאשר עשה לנו׃
10Και ειπον οι ανδρες Ιουδα, Δια τι ανεβητε εναντιον ημων; Οι δε απεκριθησαν, Δια να δεσωμεν τον Σαμψων ανεβημεν, να καμωμεν εις αυτον ως εκαμεν εις ημας.
11וירדו שלשת אלפים איש מיהודה אל סעיף סלע עיטם ויאמרו לשמשון הלא ידעת כי משלים בנו פלשתים ומה זאת עשית לנו ויאמר להם כאשר עשו לי כן עשיתי להם׃
11Και κατεβησαν τρεις χιλιαδες ανδρων εκ του Ιουδα εις το χασμα της πετρας Ηταμ και ειπον προς τον Σαμψων, Δεν εξευρεις οτι οι Φιλισταιοι εξουσιαζουσιν εφ' ημων; τι τουτο λοιπον το οποιον εκαμες εις ημας; Ο δε ειπε προς αυτους, Ως εκαμαν εις εμε, ουτως εκαμον εις αυτους.
12ויאמרו לו לאסרך ירדנו לתתך ביד פלשתים ויאמר להם שמשון השבעו לי פן תפגעון בי אתם׃
12Και ειπον προς αυτον, Κατεβημεν να σε δεσωμεν, δια να σε παραδωσωμεν εις την χειρα των Φιλισταιων. Και ειπε προς αυτους ο Σαμψων, Ορκισθητε προς εμε, οτι σεις δεν θελετε επιπεσει κατ' εμου.
13ויאמרו לו לאמר לא כי אסר נאסרך ונתנוך בידם והמת לא נמיתך ויאסרהו בשנים עבתים חדשים ויעלוהו מן הסלע׃
13Και ειπαν προς αυτον, λεγοντες, Ουχι· αλλα θελομεν σε δεσει δυνατα και σε παραδωσει εις την χειρα αυτων· πλην βεβαιως δεν θελομεν σε θανατωσει. Εδεσαν λοιπον αυτον με δυο νεα σχοινια και ανεβιβασαν αυτον εκ της πετρας.
14הוא בא עד לחי ופלשתים הריעו לקראתו ותצלח עליו רוח יהוה ותהיינה העבתים אשר על זרועותיו כפשתים אשר בערו באש וימסו אסוריו מעל ידיו׃
14Και οτε ηλθεν εις Λεχι, οι Φιλισταιοι αλαλαζοντες εδραμον εις συναντησιν αυτου. Και επηλθεν επ' αυτον Πνευμα Κυριου· και τα σχοινια, τα εις τους βραχιονας αυτου, εγειναν ως λιναριον το οποιον εξαπτεται εν τω πυρι, και τα δεσμα αυτου επεσον εκ των χειρων αυτου, διεσπασμενα.
15וימצא לחי חמור טריה וישלח ידו ויקחה ויך בה אלף איש׃
15Και ευρηκε σιαγονα ονου νωπην, και εκτεινας την χειρα αυτου ελαβεν αυτην και εφονευσε δι' αυτης χιλιους ανδρας.
16ויאמר שמשון בלחי החמור חמור חמרתים בלחי החמור הכיתי אלף איש׃
16Και ειπεν ο Σαμψων, Δια σιαγονος ονου εκαμα σωρους, σωρους, δια σιαγονος ονου εφονευσα χιλιους ανδρας.
17ויהי ככלתו לדבר וישלך הלחי מידו ויקרא למקום ההוא רמת לחי׃
17Και αφου επαυσε λαλων, ερριψε την σιαγονα απο της χειρος αυτου· και ωνομασε τον τοπον εκεινον, Ραμαθ-λεχι.
18ויצמא מאד ויקרא אל יהוה ויאמר אתה נתת ביד עבדך את התשועה הגדלה הזאת ועתה אמות בצמא ונפלתי ביד הערלים׃
18[] Και διψησας σφοδρα, εβοησε προς τον Κυριον και ειπε, Συ εδωκας δια χειρος του δουλου σου την μεγαλην ταυτην σωτηριαν· και τωρα να αποθανω υπο διψης και να πεσω εις την χειρα των απεριτμητων;
19ויבקע אלהים את המכתש אשר בלחי ויצאו ממנו מים וישת ותשב רוחו ויחי על כן קרא שמה עין הקורא אשר בלחי עד היום הזה׃
19Και εσχισεν ο Θεος το κοιλωμα το εν Λεχι, και εξηλθεν υδωρ απ' αυτου· και αφου επιεν, ανελαβε το πνευμα αυτου, και ανεζωοποιηθη· δια τουτο εκαλεσε το ονομα αυτου, Εν-ακκορε, το οποιον ειναι εν Λεχι εως της ημερας ταυτης.
20וישפט את ישראל בימי פלשתים עשרים שנה׃
20Και αυτος εκρινε τον Ισραηλ εν ταις ημεραις των Φιλισταιων εικοσι ετη.